Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2022

1975 πεθαίνει ο Νίκος Καββαδίας

O Nίκος Καββαδίας γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου του 1910 στο Νικόλσκι Ουσουρίσκι, μια μικρή επαρχιακή πόλη της Μαντζουρίας στην περιοχή του Χαρμπίν, κοντά στον ποταμό Ουσούρ, που ήταν στρατιωτική βάση.
Ο πατέρας του Χαρίλαος έχοντας ρώσικη υπηκοότητα, διατηρούσε επιχείρηση εισαγωγών – εξαγωγών και μεταφορών, διακινώντας μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων τροφίμων και άλλων καταναλωτικών ειδών.
Τα πολιτικά δρώμενα δεν ευνόησαν τις οικονομικές επιχειρήσεις του πατρός Χαρίλαου και η επιδείνωση της κατάστασης τον ανάγκασε να εγκαταλείψει τη Ματζουρία και να επιστρέψει στην Ελλάδα. Αρχικά εγκατέστησε την οικογένεια στο πατρικό σπίτι στην Άσσο (των Αγγελάτων) και στο Φισκάρδο (των Καββαδία) και αργότερα στο Αργοστόλι.
Ο Νίκος μεγάλωσε με άνεση σ΄ ένα αστικό περιβάλλον. Στο Αργοστόλι η οικογένειά του έμενε σ΄ ένα μεγάλο σπίτι με περιβόλι.
Το βάπτισμα τη θάλασσας ο Καββαδίας το πήρε σε ηλικία 11 χρόνων με το επιβατηγό καράβι «Πολικός» των Αγγελάτων, των αδελφών της μητέρας του, όπου ο πατέρας του ήταν τροφοδότης. Τον έπαιρνε μαζί του τα καλοκαίρια ταξιδεύοντας στη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη. Σ΄ εκείνα τα πρώιμα ταξίδια, που τον έκαναν ν΄ αγαπήσει το υγρό στοιχείο, γνώρισε ρώσους πρόσφυγες, στρατηγούς, ναυάρχους και όμορφες μεθυσμένες Ρωσίδες, γεμάτες κοσμήματα. Κάποια μέρα «κοιμήθηκε στα γόνατα κάποιες ανασαίνοντας τ΄ άρωμά της».
Στα 19 του χρόνια , πριν μπαρκάρει, δημοσιεύει το ποίημα του «Αγαπάω» στο Περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας του Παύλου Δρανδάκη, το 1929 όπου είναι εμφανής η αλληλεγγύη του για τους ταπεινούς και τους καταφρονεμένους, τους αδικημένους και τους απόκληρους της γης.

Αγαπάω ό,τι είναι θλιμμένο στον κόσμο
Τα θολά τα ματάκια, του αρρώστους ανθρώπους,
τα ξερά γυμνά δέντρα και τα έρημα πάρκα,
τις νεκρές πολιτείες, τους τρισκότεινους τόπους.

Τους σκυφτούς οδοιπόρους που μ΄ ένα δισάκι
για μια πολιτεία μακρινή ξεκινάνε,
τους τυφλούς μουσικούς των πολύβουων δρόμων,
τους φτωχούς, τους αλήτες, αυτούς που πεινάνε.

Τα χλωμά τα κορίτσια που πάντα προσμένουν
τον ιππότη που είδαν μια βραδιά στ΄ όνειρό τους,
να φανεί απ΄ τα βάθη του απέραντου δρόμου.

Τους κοιμώμενους κύκνους πάνω στ΄ ασπρόφτερό τους
Τα καράβια που φεύγουν για καινούρια ταξίδια
και δεν ξέρουν καλά – αν ποτέ θά ΄ρθουν πίσω
αγαπάω, και θά ΄θελα μαζί τους να πάω
κι ούτε πια να γυρίσω.

Αγαπάω τις κλαμένες ωραίες γυναίκες
που κοιτάνε μακριά, που κοιτάνε θλιμμένα…
αγαπάω σε τούτο τον κόσμο – ό, τι κλαίει
γιατί μοιάζει μ΄ εμένα.

Φαίνεται πώς η ευαισθησία του και η αγάπη του προς κάθε έμβιο ον τον οδηγούσε στην Αριστερά, απ΄ όπου δεν έφυγε ποτέ. Η μισαλλοδοξία ήταν ένα συναίσθημα άγνωστο που δεν τον άγγιξε ποτέ, γι΄ αυτό και αποκτούσε φίλους από κάθε πολιτικό χώρο.

Τον Ιούνιο του 1933 ο Καββαδίας που είχε ξεμπαρκάρει εξέδωσε στις εκδόσεις του περιοδικού Κύκλος την ποιητική συλλογή Μαραμπού. Όλες ανεξαιρέτως οι κριτικές που γράφτηκαν για το Μαραμπού ήταν θετικές. Οι άνθρωποι των γραμμάτων υποδέχτηκαν το βιβλίο με αγαλλίαση και ενθουσιασμό. Κι αυτό γιατί ήταν ο κούκος που έφερε την άνοιξη μέσα στο χειμώνα του πεσιμισμού, που πρόσφερε δροσιά και νέα πνοή, που φώτισε τη ζοφερή ατμόσφαιρα και απομάκρυνε τις «πεισιθανάτιες επιδράσεις» του Κώστα Καρυωτάκη.
Διαφορετική είναι η προσέγγιση στο Μαραμπού του μαρξιστή (τροτσκιστή) διανοούμενου και υπερρεαλιστή ποιητή Νίκου Καλαμάρη, ο οποίος χρησιμοποιούσε τα ψευδώνυμα Μ. Σπιέρος, Νικόλαος Κάλας και Νικήτας Ράντος. Διακρίνει στο νέο ποιητή αρετές που δε σχετίζονται με τα ταξίδια και τον εξωτισμό:
«Στη συλλογή αυτή είναι ολοφάνερη η επίδραση του Ουράνη. Νομίζω πώς η συγγένεια είναι πιο πολύ εξωτερική […] Ο Ουράνης δεν είναι επαναστατημένος ποιητής, ο Καββαδίας σαν τον Ρεμπώ, που επηρέασε τον Ουράνη, είναι επαναστατημένος! Αν δε γύρευε με σφυρίγματα αλήτικα και με σαρκασμό να εκφράσει αδυναμία προσαρμογής στην αστική πραγματικότητα, αν η poesie maudite παίρνει σ΄ αυτόν μορφή ταξιδιού, δεν αλλάζει αυτό το ουσιαστικότερο περιεχόμενο της ψυχής του…»

Η αστική κριτική δεν έψαξε το βάθος της ποίησης του Καββαδία και δεν διέκρινε εκείνα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να αποκαλύψουν τον πολιτικό Καββαδία. Με μία και μοναδική εξαίρεση: τον Φώτο Πολίτη. Ο Πολίτης , με το ξεχωριστό αισθητήριό του, πρόσεξε την κρυμμένη ανθρωπιά στους στίχους του νέου ποιητή και τον παρουσίασε στην πρώτη σελίδα Πρωία, κάτι που αίσθηση και συνέβαλε στη διάδοση της φήμης του:
« (…) Σήμερα θα ήθελα να δείξω την εικόνα ενός νέου που παρουσιάζει πολλά από τα χαρακτηριστικά των καινούριων νεανικών τάσεων […] τα ποιήματά του δεν έχουν καθόλου τα γνωρίσματα των ποιητικών συλλογών των τελευταίων χρόνων […] Και κάτω απ΄ τη διαυγή εικόνα των πραγμάτων, μια βαθύτερη ανθρωπιά, ένας καθάριος ανθρώπινος παλμός, μια γαλήνια έφεση για δικαίωση του ξένου ατόμου, είτε άνθρωπος είναι αυτό , είτε ζώο […] Ο νέος αυτός ποιητής έχει αρκετή ανθρωπιά μέσα του. Και ξέρει να μεταδίδει και σ΄ εμάς τις συγκινήσεις του […] Τέτοιοι νέοι είναι τα πρώτα θεμέλια ενός πολιτισμού μελλοντικού, που θ΄ ανανεώσει τις ηθικές ανθρώπινες αξίες»
Ο Καββαδίας από την έκδοση του Μαραμπού και μετά δεν έπαψε να θεωρεί τον εαυτό του αριστερό, φίλο των προοδευτικών ανθρώπων και θαυμαστή της Σοβιετικής ένωσης ή καλύτερα της οκτωβριανής επανάστασης. Ως ναυτεργάτης ταξίδεψε στην Ε.Σ.Σ.Δ. όπου βγαίνοντας στα λιμάνια είδε, άκουσε, γνώρισε πολλά.
Είναι προφανές, ότι ο Καββαδίας δεν ήθελε να μπει στο παιχνίδι του αντικομμουνισμού στο οποίο έπαιρναν μέρος και κάποιοι φίλοι του και να συμμετάσχει στην αντισοβιετική προπαγάνδα που ανθούσε στην Ελλάδα της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου και είχε ως αποτέλεσμα τη δίωξη κομμουνιστών με βασανιστήρια, φυλακίσεις, εξορίες.
Κατά τα φαινόμενα μια σημαντική αλλαγή σημειώθηκε στον Καββαδία το 1940, μετά τη στράτευση του και την αποστολή του στο μέτωπο της Αλβανίας. Η θητεία του σ΄ ένα τόπο άγριο και αφιλόξενο συνετέλεσε στην περεταίρω πολιτική του δραστηριοποίηση. Υπηρέτησε ως στρατιώτης στο Στρατό Ξηράς και όχι στο Ναυτικό όπως θα περίμενε κανείς. Λέει ο ίδιος:«όλους τους ναυτικούς μας έχανε ρίξει στα μουλάρια. Εκαμα όλη την Αλβανία με τα ποδάρια ίσαμε τη Χειμάρα και στο γυρισμό τα ίδια»

Αν αναλογιστούμε ότι και τα μετέπειτα χρόνια, μέχρι και τη μεταπολίτευση, επαγγελματίες ναυτικοί κάθε ειδικότητας, αντί να υπηρετούν το λεγόμενο Βασιλικό Ναυτικό (το οποίο μετά το πραξικόπημα-φιάσκο του τέως Βασιλιά Κωνσταντίνου τον Δεκέμβριο του 1967 μετονομάστηκε από τη δικτατορία σε «Πολεμικό Ναυτικό») στέλνονταν σε άλλα Όπλα και Σώματα, εξαιτίας της αριστερής τους ιδεολογίας ή της υποψίας για κάτι τέτοιο, μπορούμε να συμπεράνουμε πώς το φαινόμενο κείνο είχε τις απαρχές του στη δικτατορία του Μεταξά. Άραγε ο Καββαδίας είχε από τότε φάκελο αριστερού στην Ασφάλεια;
Για την πολύτιμη εμπειρία του στο μέτωπο γράφει στη Βάρδια: 
«Στην Αλβανία. Είχα χάσει τη μονάδα μου δύο μέρες. Μουσκεμένος, νηστικός και ατσίγαρος. Είχε ξημερώσει. Μια μέρα χαρά Θεού. Αγίου Νικολάου. Ο ήλιος έπαιζε πάνω στο βρεγμένο χορτάρι. Περπατούσα σέρνοντας ένα πεινασμένο μουλάρι. Ξαφνικά, βλέπω ένα φαντάρο να μου κόβει το δρόμο.
– Πώς είσ’ έτσι ; μου κάνει
– Πώς θες να ΄μαι; Μήπως απάντησες την Τρίτη μοίρα τραυματιοφορέων; του λέω
– Ναι. Έχει κατασκηνώσει τρεις ώρες μπροστά, στο μοναστήρι της Πέπελης. Όπως πας, όλο ίσα.
Έκανα να φύγω
– Στάσου μου λέει.
Άνοιξε το σακίδιό του και μού ΄κοψε ένα κομμάτι κουραμάνα. Κίνησε να φύγει, μα ξαναγύρισε. Άνοιξ΄ ένα κόκκινο πακέτο νούμερο δέκα και μού ΄δωσε ένα τσιγάρο…»


Για κείνο το μουλάρι ο Καββαδίας γράφει υπό μορφή επιστολής διήγημα «στο άλογό μου» τον Μάρτιο του 1941 στο χωριό Κούδεσι κοντά στη Χειμάρα. Αναφέρεται στις μεταφορές τραυματιών: «Η δεύτερη νύχτα. Τότε που μπήκαμε μ΄ άλλους πολλούς μες στη μάχη. Μπορούσε κοντά από κει να κουβαλήσουμε τραυματίες. Ακούσαμε μαζί το θόρυβο του πολέμου και τον συνηθίσαμε. Πήραμε το παλληκάρι με το πληγωμένο πόδι και φύγαμε»
Μετά την κατάρρευση του Μετώπου , ο Καββαδίας ακολούθησε τη μοίρα των φαντάρων που εγκατέλειψαν την Αλβανία γιατί δεν είχε νόημα η παραμονή του εκεί πέρα. Όπως μας πληροφορεί η αδερφή του Τζένια, ο Νίκος Καββαδίας γύρισε στην Αθήνα «από τους τελευταίους, με τα πόδια, ταλαιπωρημένος, αδύνατος, τρώγοντας ό,τι του ΄διναν οι νοικοκυρές στα χωριά απ΄ όπου περνούσε». Ήταν τυχερός που βγήκε σώος και αβλαβής από κείνη την κόλαση. Πολλοί από τους στρατιώτες κατέληξαν ανάπηροι στα νοσοκομεία ή άφησαν τα κόκκαλα τους στα αλβανικά βουνά, μη μπορώντας ν΄ αντέξουν τις κακουχίες.
Όλη την περίοδο της Κατοχής την πέρασε στην Αθήνα, στο σπίτι της αδελφής του, στην οδό Αγίου Μελετίου 10. Εντάχτηκε στο ΕΑΜ και σύμφωνα με τη Τζένια «πήρε μέρος στην Αντίσταση, μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ». Η ένταξή του στο ΚΚΕ δεν έχει εξακριβωθεί. Σύμφωνα με τον κομμουνιστή κριτικό Μ. Παπαιωάννου δεν συμμετείχε σε κομματικές συνεδριάσεις και συζητήσεις, έκλινε όμως προς το ΚΚΕ.
Ωστόσο ο δικηγόρος Σταμάτης Καββαδίας ο οποίος στη διάρκεια της Κατοχής καθοδηγούσε τους δικηγόρους της Αθήνας και αργότερα ήταν υπεύθυνος του ΕΑΜ της Εύβοιας, είναι κατηγορηματικός: ο Νίκος Καββαδίας υπήρξε μέλος του ΚΚΕ. Αρχικά πάλεψε στο χώρο του ΕΑΜ Ναυτικών και αργότερα στο ΕΑΜ Λογοτεχνών- Ποιητών, οργάνωση που υπαγόταν στην Επιτροπή Πόλης του ΕΑΜ, όπου ο Στ. Καββαδίας ήταν τότε καθοδηγητής.
Η Έλλη Αλεξίου, μέλος του ΕΑΜ μας πληροφορεί ότι επί Κατοχής «τα μέλη της Εταιρείας, εκατόν ογδόντα περίπου, είχαν σχεδόν στην ολότητά τους ενταχθεί στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο. Άλλοι οργανωμένοι, και άλλοι ψυχικά τοποθετημένοι με την πλευρά της Αντίστασης». Κατά τη συγγραφέα ο Νίκος Καββαδίας συμμετείχε σε μια από τις ομάδες του ΕΑΜ οι οποίες «συνέρχονταν τακτικά, συζητούσαν τις διάφορες μορφές πάλης, αντάλλασσαν γνώμες, κατάστρωναν συγκεκριμένο σχέδιο παραπέρα δράσης και κάνανε τον έλεγχο της προηγούμενης δουλειάς»
Σ΄ αυτή την πολυτάραχη περίοδο της ιστορία της Ελλάδας και του κόσμου, ο Καββαδίας αρχίζει να γράφει τα αντιστασιακά του ποιήματα, δηλαδή τα καθαρώς πολιτικά. Πρώτο στη σειρά το «Αθήνα 1943», που δημοσιεύτηκε στο παράνομο περιοδικό Πρωτοπόροι τον Δεκέμβριο του 1943 με το ψευδώνυμο Α. Ταπεινός:


Οι δρόμοι κόκκινες σημαίες γιομάτοι επιγραφές
τρανά την ώρα διαλαλούν την ορισμένη.
Αγέρας πνέει βοριάς απ΄ τις κορφές
κι αργοσαλεύουνε στα πάρκα οι κρεμασμένοι.
Μες στην Αθήνα όλα τα πρόσωπα βουβά
και περπατάν αργά στους δρόμους «εν κινδύνω»
ως τις εφτά που «Σιστάς Μοσκβά»
και στις οχτώ (βάλτο σιγά) «Εδώ Λονδίνο».
Φύσα ταχιά σπιλιάδα, φύσα βορεινή.
Γραίγο μου κατρακύλα απ΄ την Κριμαία.
Κατά τετράδας παν στο δρόμο οι Γερμανοί
κάτου από μαύρη κακορίζικη σημαία.
Μήνα το μήνα και πληθαίνουν οι πιστοί
ώρα την ώρα και φουντώνει το μελίσσι
ως τη στιγμή που μες στους δρόμους θ΄ ακουστεί
η μουσική που κάθε στόμα θα λαλήσει.


Την ίδια εποχή ο Καββαδίας συνεργάστηκε με το περιοδικό Νέα Γενιά, όργανο του Κεντρικού Συμβουλίου της ΕΠΟΝ, όπου διαβάζουμε ένα ακόμα από τα αντιστασιακά – πολιτικά ποιήματά του άγνωστο στη πλειονότητα των αναγνωστών του. Τιτλοφορείται «Στον Τάφο του Επονίτη»

Επέταξα τη σάκα μου και τρέχω με τουφέκια
Μικρούλης φαίνομαι Αδερφέ, το μάτι δεν με πιάνει
Στη μάχη όμως κουβάλησα χιλιάδες τα φουσέκια
κι ακόμα μ΄ είδαν Γερμανούς να στρώνω στο ρουμάνι
Στη γειτονιά με ξέχασε το τόπι, το ξιλίκι
Και μοναχά που πέρναγα με το χωνί στο στόμα
Παιδί! Μα με λογάριασαν οι λυσσασμένοι λύκοι.
Τεράστιο το κουράγιο μου. Μα που να δεις ακόμα.
Μια μέρα μας μπλοκάρανε. Δυο εμείς κι αυτοί σαράντα,
Σφαίρα τη βρήκε στην καρδιά πού ΄μοιαζε με γρανίτη.
Σε μια γωνιά με θάψανε χωρίς ανθούς, μα πάντα
Σα ρόδο θα μοσκοβολά ο τάφος του Επονίτη


Μετά την αποχώρηση των Γερμανών, την Απελευθέρωση, τα Δεκεμβριανά, τη συμφωνία της Βάρκιζας κι έχοντας δει τα οράματα του να συντρίβονται, ο Καββαδίας, δημοσιεύει στις 19 Μαϊου 1945 στο υπ΄ αριθμόν 3 των Ελευθέρων Γραμμάτων το ποίημα «Federico Garcia Lorca»

Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό
και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι
Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ
τότε που φεύγανε μπουλούκια οι Σταυροφόροι.
Παντιέρες πάγαιναν τα ΄ανέμου συνοδιά
και ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου.
Στο ρωγοβύζι ανατριχιάζαν τα παιδιά
κι ο γέρος έλιαζε ακαμάτης τα αχαμνά του.
Του ταύρου ο Πικάσσο ρουθούνιζε βαριά
και στα κουρέλια τότε σάπιζε το μέλι.
Τραβέρσο ανάποδο – πορεία προς το Βοριά,
Τράβα μπροστά – ξοπίσω εμείς – και μη σε μέλει.
Κάτω απ΄ τον ήλιο αναγάλλιαζαν οι ελιές
και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια.
Τις νύχτες στέρφες απόμεναν οι αγκαλιές
τότες που σ΄ εφεραν, κατσίβελες, στη μπόλια.
Ατσίγγανε κι αφέντη μου, με τι να σε στολίσω;
Φέρτε το μαυριτάνικο κουτί το πορφυρό.
Στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω
κ΄ ισα έν΄αντρίκειο ανάστημα ψηλώσαν στο σωρό.
Κοπέλες απ΄ το Δίστομο φέρτε νερό και ξύδι.
Κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά
σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι
μέσ’ απ΄ τα διψασμένα της χωράφια τ΄ ανοιχτά.
Βάρκα του βάλτου ανάστροφη, φτενή χωρίς καρένα
Σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτική σπηλιά.
Σμάρι κοράκια να στην έρημην αρένα
και στο χωριό να ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά.


Μετά τον τραγικό θάνατο του Αρη Βελουχιώτη, έχουμε ποίημα με αναφορά του Καββαδία στο Βελουχιώτη. Είναι στις 10 Αυγούστου 1945 στα Ελεύθερα Γράμματα, το ποίημα «Αντίσταση».

Στο παιδικό μας βλέμμα πνίγονται οι στεριές
Πρώτη σου αγάπη τα λιμάνια σβυούν και κείνα
Θάλασσα τρώει το βράχο απ΄ όλες τις μεριές.
Μάτια λοξά και τ΄ αγαπάς. Κόκκινη Κίνα.
Γιομάτα πάν τα ιταλικά στην Ερυθρά.
Πουλιά σε αντικατοπτρισμό – Μαύρη Μανία.
Δόρατα μέσα στη νυχτιά παίζουν νωθρά.
Λάμπει αρραβώνα στο δεξί σου : Αβυσσηνία.
Σε κρεμεζί. Νύφη λεβέντρα Ιβηρική.
Ανάβουνε του Barriochino τα φανάρια.
Σπανιόλοι μου θαλασσοβάτες και Γκραικοί.
Γκρέκο και Λόρκα – Ισπανία και Πασσιονάρια.
Κύμα θανάτου ξαπολιούνται οι Γερμανοί.
Τ΄ άρματα ζώνεσαι μ΄ αρχαία κραυγή πολέμου.
Κυνήγι παίζουνε μαχαίρι με σκοινί.
Οι κρεμασμένοι στα δεντρά μπαίγνιο τ΄ανέμου.
Κι απέ Δεκέμβρη στην Αθήνα και Φωτιά.
Τούτο της Γης το θαλασσόδαρτο αγκωνάρι.
Λικνίζει κάτω από το Δρυ και την Ιτιά
το Διάκο, τον Κολοκοτρώνη και τον Άρη.


Όταν συνελήφθη επί εμφυλίου ο γραμματέας του ΕΑΜ λογοτεχνών Θέμος Κορνάρος και κλείστηκε στη φυλακή, πρότεινε για αντικαταστάτη του το Νίκο Καββαδία. Κάλυψε το κενό με θάρρος, σεμνότητα και σεβασμό προς τα μέλη ιεραρχικά κατώτερους ή ανώτερους. Στις 6 Οκτωβρίου του 1945, απογοητευμένος από την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα, ο Καββαδίας μπαρκάρει ξανά ως δόκιμος ασυρματιστής (είχε πάρει δίπλωμα ραδιοτηλεγραφητή το 1939) με το επιβατηγό «Κορινθία».
Το πλοίο έκανε ταξίδια στο εσωτερικό (Πειραιάς – Θεσσαλονίκη – Καβάλα) κι έτσι μπορούσε να υπογράφει τα κείμενα διαμαρτυρίας των διανοούμενων. Αντικαταστάτης στο ΕΑΜ Λογοτεχνών-Ποιητών έγινε ο Νικηφόρος Βρεττάκος. Μαζί με το Σικελιανό, τον Βάρναλη, το Θεοτοκά, το Βενέζη, τον Ρίτσο, τον Καβαφη , τον Κορδάτο, τον Βρεττακο, τον Λουντέμη, τον Χατζή, την Αξιώτη και άλλους πολλούς λογοτέχνες συνέταξε τη διαμαρτυρία για το «νομοσχέδιο περί εκτάκτων μέτρων κατά των επιβουλευομένων την Δημοσίαν Τάξιν και την ακεραιότητα του κράτους» του Κωνσταντίνου Τσαλδαρη, την οποία υπέγραψε και ο Νίκος Καββαδίας.
Και ενώ ο εμφύλιος μαίνεται πλέον, ο Νίκος Καββαδίας, που ως αριστερός με βεβαρυμένο φάκελο στην Ασφάλεια είχε καταφέρει να μπαρκάρει μόνο με τη μεσολάβηση και τη βοήθεια των θείων του εφοπλιστών, οι οποίοι έγραψαν κάποιο χαρτί ως εγγύηση, δηλαδή ότι ο ανιψιός του «θα είναι καλό παιδί», δεν εγκατέλειψε τους διωκόμενους συντρόφους του. Εκτός των άλλων εξυπηρετούσε τους φίλους του με τη μεταφορά υλικού από και προς την Ελλάδα. Οι αρχές τον υποψιάζονταν και τον είχαν θέσει υπό παρακολούθηση. Μυστικοί αστυνομικοί μπαινόβγαιναν στο σπίτι του επί της οδού Αγίου Μελετίου 10 για εκφοβισμό και για ανακρίσεις και εκείνος με ιδιάζον χιούμορ συνήθιζε να μιλάει για τον «προσωπικό» του χαφιέ.
Την ίδια εποχή ο Καββαδίας – όπως έλεγε ο ίδιος – έγραφε ποιήματα με ψευδώνυμο στο Ρίζο της Δευτέρας, την εβδομαδιαία εφημερίδα του ΚΚΕ που έβγαινε μέσα στη δίνη του Εμφυλίου Πολέμου.
Τον Ιανουάριο του 1947 εκδίδει τη 2η ποιητική συλλογή του το Πούσι, χωρίς όμως το «Αθήνα 1943», τον «Τάφο του Επονίτη» και την «Αντίσταση», αλλά με το Federico Garcia Lorca.
To 1948 ο εμφύλιος έχει πάρει άγρια μορφή. Τότε γίνεται διάσπαση στο χώρο των διανοουμένων όταν μια μεγάλη ομάδα απ΄ αυτούς αποχωρούν από την «μιασματική» Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και προσχωρούν στην ίδρυση της εθνικόφρονος Ελληνικής Εταιρείας Λογοτεχνών, η οποία σύντομα ονομάζεται Εθνική Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών. Κατηγορούν το δημοκρατικό στρατό για ξενοκίνητο, που κάνει αντεθνικό αγώνα και βρίσκεται σε αντίθεση με τις παραδόσεις της φυλής μας.
Ο Καββαδίας, έχοντας ξεκάθαρες απόψεις και μια σταθερή ιδεολογία, δεν απαρνήθηκε την προσωπική του ιστορία.
Το τρίτο βιβλίο του Καββαδία, το πεζογράφημα Βάρδια, εκδόθηκε το Μάρτιο του 1954, και είναι αφιερωμένο στο θείο του Παναγή Γιαννουλάτο, τον άνθρωπο που τον πήρε στα καράβια όταν αποφάσισε να γίνει ναυτικός, και αργότερα φρόντιζε να παίρνει το χαρτί από την Ασφάλεια για να μπορέσει να ναυτολογείται.
Στη Βάρδια γράφει για πρώτη φορά για τις εμπειρίες του στον πόλεμο της Αλβανίας, την καταστροφή της Μασσαλίας από τα γερμανικά κανόνια, τους Έλληνες που κρύβονταν στο σπίτι κάποιας Κατίνας επειδή τους κυνηγούσαν για πολιτικά. Για τις πόρνες που τις φορτώσανε στα κάρα και τις στείλανε για σαπούνι, για τους φούρνους της Γερμανίας, για δυο Ισπανούς σαμποτέρ που πετάξανε τα μυαλά τους στον αέρα για να μην πέσουν στα χέρια της Γκεστάπο…
Λίγο πριν το πραξικόπημα της 21ης Απρίλης 1967 σπάει η ούτως ειπείν «καραντίνα» και δίνει μια μεγάλη συνέντευξη στην Πανσπουδαστική. Δύο νέοι, μέλη της Νεολαίας Λαμπράκη ο Μάκης Ρηγάτος και ο Γιάννης Καούνης πηγαίνουν σπίτι του και μιλούν για τα πάντα και κυρίως για πολιτική. Ο ποιητής έγραψε το ποίημα «Σπουδαστές» και τους το αφιέρωσε

Σας είδα κάτω από την πύρινη βροχή
με τα πλακάτ και τα σκουτιά τα ματωμένα
εσάς που κάματε τη δύσκολη αρχή
κείνα τα χρόνια τα βαριά τα κολασμένα
Σήμερα βλέπω τα δικά σας τα παιδιά
Σμάρι πηχτό μες του πελάγου την [σπι]λάδα.
Πάντα κατάντικρα στην κάθε αναποδιά
και σ΄ όσους πάνε να σταυρώσουν την Ελλάδα.


Κατά τη διάρκεια της Απριλιανής Δικτατορίας ο Καββαδίας χρησιμοποιήθηκε ως σύνδεσμος ανάμεσα σε αντιστασιακές οργανώσεις του εσωτερικού και του εξωτερικού. Μετέφερε γράμματα και μηνύματα, κάτι που γνώριζε επαρκώς από τα χρόνια του εμφυλίου.
Το 1972 στην Έφεσο, ο Καββαδίας έγραψε το ποίημα Guevara το οποίο απασχολούσε τη σκέψη του επί χρόνια, από τον τραγικό θάνατο του Αργετίνου επαναστάτη το 1967

Ήτανε ντάλα μεσημέρι κι έδειξε μεσάνυχτα
Έλεγε η μάνα του παιδιού: «Καμάρι μου , κοιμήσου».
Όμως τα μάτια μείνανε του καθενός ορθάνοιχτα
τότε που η ζύγιαζε με το κορμί σου.
Λεφούσι ο άσπρος μέρμηγκας, σύννεφο η μαύρη ακρίδα,
Όμοια με τις Μανιάτισσες μοιρολογούν οι Σχόλες.
Λάκισε ο φίλος, ο αδερφός.. Που μ΄ είδες και που σ΄ είδα;
Φυλάει τ΄αλώνι ο Σφακιανός και ο Αρίδα την κορίδα
Ποιος το ΄λεγε ποιος το ΄λπιζε και ποιος να το βαστάξει.
Αλάργα φεύγουν τα πουλιά και χάσαν τη λαλιά τους.
Θερίζουν του προσώπου σου το εβένινο μετάξι
Νεράιδες και το υφαίνουνε να δέσουν τα μαλλιά τους.
Πάνθηρας ακουρμάζεται θωράει και κοντοστέκει
Γλείφει τα ρόδα απ΄ τις πληγές, μεθάει και δυναμώνει.
Ξέρασε η γη τα σπλάχνα της και πήδησαν δαιμόνοι.
Σφυρί βαρεί με δύναμη, μένει βουβό τ΄ αμόνι.
Πυγολαμπίδες παίζουνε στα μάτια τ΄ ανοιχτά.
Στ΄ όμορφο στόμα σου κοιμήθηκε ένας γρύλος.
Πέφτει απ΄ τα χείλη σου που ακόμα είναι ζεστά
ένα σβησμένο cigarillos.
Τ΄ όνειρο πάει με τον καπνό στον ουρανό,
Έσμιξε πια με το καράβι του συννέφου.
Το φως γεννιέται από παντού μα είναι αχαμνό
και τα σκοτάδια το ξεγνέθουν και σου γνέφουν.
Χοσέ Μαρτί (Κόνδορας πάει και χαμηλώνει,
περηφανεύεται, ζυγιάζεται, θυμάται.
Με τα φτερά του θα σκοτείνιαζε ένα αλώνι.)
Απόψε οι δυο συντροφιαστοί θα πιείτε μάτε.
Φτάνει ο Μπολίβαρ καβαλώντας το σαίτάρι.
Παραμονεύει ορθή κουλέμπρα γκαστρωμένη.
Βότανα τρίζει η Περουβάνα σε μορτάρι
και μασουλάει φαρμακωμένο μανιτάρι.
Του Λόρκα η κόκκινη φοράδα χλιμιντράει,
μ΄ αυτός μπλεγμένος στα μετάξινα δεσμά του.
Μακρύ κιβούρι με τον πέτρινο κασμά του
σενιάρει ο Φίλος και στο μπόι σου το μετράει.
Γέροντας ναύτης με τα μούτρα πισσωμένα
βάρκα φορτώνει με την πιο φτηνή πραμάτεια.
Έχει τα χέρια του από καιρό ψηλά κομμένα.
Κι ήθελε τόσο να σου σφάλαγε τα μάτια.


Στη μεταπολίτευση πλέον, του παίρνει συνέντευξη η Μιράντα Ζαχαριάδη από το αριστερό περιοδικό «Τετράδια», που έβγαζαν ο Φωντας Λαδής και ο Δημήτρης Γκιώνης. Εξομολογείται ο Καββαδίας: «Παρόλο που λένε πώς τα καράβια είναι σκλαβιά, εγώ ένιωθα εκεί μια ελευθερία που προσπαθούσα πάντα να μεταδώσω και στους άλλους. Εκτός από την Κατοχή και τα εφτά χρόνια – που τα θεώρησα χειρότερα κι από την Κατοχή – όλη μου την άλλη ζωή ήμουν ελεύθερος. Πάντα πήγαινα αριστερά το τιμόνι και ποτέ δεν κοίταζα την πρύμνη!…»
Ο Καββαδίας πάνω απ΄ όλα και πέρα από ιδεολογίες ήταν ουμανιστής· ο ουμανισμός του, η αγάπη του για την ανθρωπότητα τον οδήγησε στην Αριστερά. Ο Ανδρέας Καραντώνης γράφει: 
«στον αιθέριο κοσμοπολιτισμό των ονειρεμένων και σχεδόν διαλυμένων τοπίων του Ουράνη, πρόσθεσε τον πρωτόγονο εξωτισμό και την ελκυστική βαναυσότητα των περιστατικών της ταξιδιωτικής του εμπειρίας, φωτίζοντας όμως «εκ των ένδον» μ΄ ένα γλυκύτατο φως ανθρωπισμού που τόσο γλυκά φέγγει, όσο περισσότερη λάσπη φωτίζει. Κι από αυτό το σημείο αρχίζει να διαγράφεται σαφέστερη η υπεροχή του ποιητή Καββαδία. Είναι ο ποιητής που πλάτυνε το Εγώ του και χώρεσε μέσα του και το διπλανό του…..»
Ο ίδιος ο Καββαδίας αποκαλύπτει τις εσωτερικές δυνάμεις που τον ώθησαν να εκφράζεται μέσω της γραφής: «Η δυσκολία είναι να βάλουμε στο χαρτί όσα σωριάζονται βουνά μέσα μας και θέλουν να βγουν. Χρειάζεται τρομερή προσπάθεια. Να υποφέρεις. Ν΄ ανοίξεις τις φλέβες σου. Να χύσεις αίμα. Αλλιώς δεν κάνεις τίποτα»
Ο Καββαδίας είναι ένα από τα παιδιά μιας γενιάς σύμφωνα με τον Τάκη Μενδράκο που τόνωσε με νέο αίμα την παγκόσμια λογοτεχνία. Μια γενιά που αισθάνθηκε ρίγος και γοητεία μαζί για την ποίηση του, «τη ζωτική, την αμαρτωλή αλλά και τη βαφτισμένη ταυτόχρονα σε μια βαθιά ανθρωπιά, γεμάτη πίκρα»
Της Αργυρώς Κραββαρίτη
Πηγή: Ο πολιτικός Νίκος Καββαδίας, Φίλιππος Φιλίππου, εκδόσεις Άγρα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου