«Η εργασία είναι βασική κοινωνική λειτουργία και δημιουργεί δικαίωμα για την απόλαυση όλων των αγαθών της ζωής». Με αυτή τη διακήρυξη στο πρώτο άρθρο του νόμου «Για τη ρύθμιση των εργατικών ζητημάτων», προσδιόριζε η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση το Φλεβάρη του 1948 τη θέση της για τα εργατικά δικαιώματα στη συγκεκριμένη συγκυρία.
Χρειάστηκαν ποταμοί αίματος από την εργατική τάξη για να κατοχυρώσει στην πράξη ένα προς ένα μια σειρά από τα δικαιώματα που απορρέουν από την εργασία της. Χρειάστηκε η ένοπλη αντιπαράθεση με το αστικό κράτος, την εξουσία των καπιταλιστών, η αμφισβήτηση στην πράξη της ιδιοκτησίας τους στα μέσα παραγωγής. Χρειάστηκε να αναγκαστούν κάτω από την πίεση της πάλης οι καπιταλιστές να κάνουν παραχωρήσεις σε εποχές που το σύστημα είχε τέτοια δυνατότητα. Οι επόμενες φάσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης αλλά και η προσωρινή επικράτηση της αντεπανάστασης μας δίδαξε πως κανένα δικαίωμα δεν μπορεί να θεωρείται κατοχυρωμένο, αν δεν έχει εξαλειφθεί η αιτία που γεννά την ταξική καταπίεση. Αν δεν αλλάξει ριζικά ο συσχετισμός ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, αν δεν φύγουν από τη μέση οι ίδιες οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής.
Παρότι στα εβδομήντα χρόνια που μεσολάβησαν, η εργατική τάξη με τους αγώνες της μπόρεσε να επιβάλει στην πράξη την ικανοποίηση μιας σειράς δικαιωμάτων που το 1948 ήταν ακόμα αδιανόητα, οι αρνητικοί για την εργατική τάξη συσχετισμοί που διαμορφώθηκαν παγκόσμια μετά την επικράτηση της αντεπανάστασης το 1991, αλλά και το γεγονός ότι ο καπιταλισμός δεν μπορούσε να προχωρήσει άλλο χωρίς μια γερή αφαίρεση εργατικών δικαιωμάτων, που κάτω από άλλες συνθήκες αναγκάστηκε να παραχωρήσει, έχουν οδηγήσει ήδη σε μια μεγάλη μείωση της τιμής πώλησης του εμπορεύματος εργατική δύναμη.
Στην πεπατημένη των προηγούμενων αστικών κυβερνήσεων και η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, με την εφαρμοζόμενη πολιτική της δηλώνει ότι δεν υπάρχουν εργατικά δικαιώματα, το μόνο δικαίωμα που αναγνωρίζεται είναι το δικαίωμα του καπιταλιστή να ξεζουμίζει την εργατική δύναμη. Κάτι που με τη σειρά του επαναφέρει ως πρωτεύον το θέμα των συσχετισμών στη σχέση κεφαλαίου - εργασίας.
Στην εποχή που διατυπώθηκε, το 1948, χωρίς να είναι νόμος που να αφορά σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής, η υπ' αριθμόν 6 πράξη της ΠΔΚ με τα 17 άρθρα της είναι ένας πρωτοποριακός για κείνη την εποχή νόμος.
Στο άρθρο 2 αναφέρεται: «Στη Δημοκρατική Ελλάδα τα συνδικαλιστικά δικαιώματα είναι απόλυτα σεβαστά. Κάθε επέμβαση της διοίκησης ή οποιουδήποτε ξένου στα εργατικά συνδικάτα απαγορεύεται. Αναγνωρίζονται από τη Δημοκρατική Κυβέρνηση εκείνες μόνον οι διοικήσεις των εργατικών συνδικάτων που βγήκαν με την ελεύθερη θέληση των εργατών ή υπαλλήλων». Καμία σχέση με τη σημερινή πραγματικότητα, όπου ο εργοδοτικός και κυβερνητικός συνδικαλισμός ρίχνουν βαριά τη σκιά τους στη δυνατότητα των εργατών να συνδικαλίζονται χωρίς «επέμβαση της διοίκησης ή οποιουδήποτε ξένου στα εργατικά συνδικάτα».
Στο άρθρο 3 τονίζεται ότι: «Το δικαίωμα της απεργίας αναγνωρίζεται χωρίς κανένα περιορισμό και προστατεύεται από τα όργανα της λαϊκής εξουσίας. Το λοκ άουτ απαγορεύεται». Καμιά σχέση με τη σημερινή πραγματικότητα της βιομηχανίας δικαστικών αποφάσεων ενάντια στο δικαίωμα στην απεργία, της αναγνώρισης στους καπιταλιστές να κηρύσσουν λοκ άουτ.
Στο άρθρο 4 σημειώνεται: «Προσωρινά και ωσότου κανονιστούν τα μεροκάματα με ελεύθερη συμφωνία ανάμεσα στους εργοδότες και τους μισθωτούς, τα μεροκάματα και οι μισθοί πρέπει να είναι τουλάχιστον ίσα με τα ισόποσα σε σημερινές δραχμές του μεροκάματου ή του μισθού του 1940 προσαυξημένο κατά 20%. Μέτρο για την μετατροπή είναι ο τιμάριθμος». Δινόταν, δηλαδή, στους εργάτες μια βάση εκκίνησης για τις μισθολογικές διεκδικήσεις υψηλότερη από αυτήν που είχαν επιβάλει οι καπιταλιστές στο όνομα της «πολεμικής κατάστασης». Καμία σχέση με τη σημερινή πραγματικότητα, όπου η κυβέρνηση στο όνομα της καπιταλιστικής κρίσης επέβαλε πάγωμα και μείωση μισθών.
Το άρθρο 5 αφορούσε θεμελιώδη δικαιώματα: «Στις γυναίκες και στους νέους για ίση δουλειά δίνεται ίσο μεροκάματο. Η παιδική εργασία απαγορεύεται».Χρειάστηκαν δεκαετίες αγώνων για να γίνουν ορισμένα βήματα σ' αυτή την κατεύθυνση.
Το άρθρο 6 ρύθμιζε το θέμα της ετήσιας ανάπαυσης των εργατών: «Οταν δεν υπάρχει άλλη συμφωνία ευνοϊκότερη για τον μισθωτό, κάθε μισθωτός έχει δικαίωμα κάθε χρόνο σε 15ήμερη άδεια με πλήρεις αποδοχές. Η άδεια δίνεται μέσα σ' ένα μήνα από τη στιγμή που θα το ζητήσει ο μισθωτός. Αν οι ανάγκες της επιχείρησης το επιβάλλουν, μπορεί το διάστημα αυτό να παραταθεί για δύο το πολύ μήνες».
Με το άρθρο 7 οριζόταν ότι: «Σε κάθε επιχείρηση εκλέγεται ελεύθερα από τους μισθωτούς εργοστασιακή επιτροπή ή επιτροπή επιχείρησης, καταστήματος κ.λπ., που φροντίζει για όλα τα ζητήματα που απασχολούν τους μισθωτούς στην επιχείρηση. Η εργοστασιακή επιτροπή ασχολείται επίσης με τα ζητήματα παραγωγής και λειτουργίας της επιχείρησης».
Το περιεχόμενο του άρθρου 8 που αφορά στις κοινωνικές ασφαλίσεις, συνιστά πρωτοποριακή ρύθμιση ακόμα και για τα σημερινά δεδομένα, πόσο μάλλον που μία μετά την άλλη οι σημερινές νομοθετικές ρυθμίσεις εξαφανίζουν από το χάρτη την ίδια την έννοια της Κοινωνικής Ασφάλισης.
Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Όλοι οι μισθωτοί υπάγονται στις κοινωνικές ασφαλίσεις και ασφαλίζονται ενάντια στα γηρατειά, στην ασθένεια, στην ανικανότητα και στην ανεργία. Οι εισφορές στις κοινωνικές ασφαλίσεις γίνονται, αν δεν έχει καθιερωθεί ήδη λύση ευνοϊκότερη για τους ασφαλισμένους, από τους εργοδότες κατά 60% τουλάχιστο και από τους ασφαλισμένους κατά 40% το πολύ. Οι άνεργοι δεν πληρώνουν, αλλά εξακολουθούν να υπάγονται στις κοινωνικές ασφαλίσεις σ' όλο το χρόνο της ανεργίας. Σε περίπτωση που ένας μισθωτός δεν έχει γραφεί στις κοινωνικές ασφαλίσεις από αμέλεια ή δόλο του εργοδότη του, γράφεται μόλις το ζητήσει ο ίδιος ή το αρμόδιο εργατικό συνδικάτο αναδρομικά και ο εργοδότης εκτός από τα νόμιμα πρόστιμα υποχρεούται να πληρώσει αναδρομικά και τις εισφορές του μισθωτού. Τα ασφαλιστικά ταμεία που λειτουργούν για τους μισθωτούς, διοικούνται κατά πλειοψηφία από αντιπροσώπους που εκλέγουν οι ίδιοι οι ασφαλισμένοι. Η κρατική διοίκηση μπορεί να ελέγχει τα ταμεία αλλά δεν επεμβαίνει στη νόμιμη λειτουργία τους».
Με το άρθρο 9 ορίζονταν ο ημερήσιος σταθερός εργάσιμος χρόνος και η πληρωμή των υπερωριών: «Οι εργάσιμες ώρες για όλους τους μισθωτούς είναι 8 το πολύ κάθε μέρα εκτός αν έχουν καθιερωθεί λιγότερες. Κάθε υπερωρία πρέπει να γίνει δεκτή από τους ίδιους τους εργαζόμενους και πληρώνεται με ειδική συμφωνία πάντως κατά 50% τουλάχιστο πάνω από το κανονικό μεροκάματο που αναλογεί σε μια ώρα δουλειάς».
Πρωτοποριακή ήταν και η ρύθμιση με το άρθρο 10 θεμάτων που σχετίζονται με την ασθένεια: «Ημέρες δικαιολογημένες από ανώτερη βία απουσίας πληρώνουνται. Σαν ανώτερη βία θεωρείται και η αρρώστεια του εργαζόμενου. Αν η αρρώστεια παραταθεί πάνω από 15 μέρες, η επιχείρηση του πληρώνει τη διαφορά ανάμεσα στο βοήθημα που παίρνει από τις κοινωνικές ασφαλίσεις και στο μεροκάματο ή μισθό που έπαιρνε όταν εργαζότανε. Σε περίπτωση που η αρρώστεια προέρχεται από τους όρους δουλειάς συνηθισμένους ή εξαιρετικούς, ο εργοδότης πληρώνει τη διαφορά αυτή για όλο το διάστημα της θεραπείας όχι πάντως πάνω από δύο χρόνια».
Το άρθρο 11 περιέχει μια ανήκουστη και για την εποχή της και για σήμερα ρύθμιση: «Κάθε διαφορά ανάμεσα σε εργοδότη και εργαζόμενο λύνεται από το Λαϊκό Δικαστήριο της περιφέρειας του τόπου δουλειάς. Ενας απ' τους λαϊκούς δικαστές στις διαφορές αυτές πρέπει να ορίζεται από το εργατικό συνδικάτο που ανήκει ο εργαζόμενος. Ο Πρόεδρος του Λαϊκού Δικαστηρίου φροντίζει ώστε να οριστεί από το συνδικάτο ο εργατικός αυτός δικαστής».
Το άρθρο 12 αφορούσε σε μια σειρά ζητήματα σχετικά με τους όρους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, που ακόμα και σήμερα είναι άπιαστο όνειρο: «Κάθε επιχείρηση υποχρεώνεται να εξασφαλίζει για τους μισθωτούς της τα μέσα για την εξυπηρέτησή τους στις ώρες φαγητού, ανάπαυσης, αναψυχής, ανάγνωσης, βρεφικό σταθμό, εργατική λέσχη με τα μέσα μιας εκπολιτιστικής ανάπτυξης κ.λπ.».
Απόλυτη ήταν η προστασία της μητρότητας, καθώς το άρθρο 13 όριζε:«Εγκυες γυναίκες έχουν δικαίωμα για άδεια με πλήρεις αποδοχές 4 βδομάδες πριν από τον τοκετό και 4 βδομάδες ύστερα απ' τον τοκετό».
Με το άρθρο 14 επιβάλλεται το υποχρεωτικό των συμβάσεων, που και αυτό σήμερα αμφισβητείται: «Επιτρέπονται οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας ανάμεσα στο αρμόδιο εργατικό συνδικάτο και σε έναν ή σε ομάδα εργοδοτών. Οι όροι της συλλογικής σύμβασης υποχρεώνουν και ευνοούν και τους μισθωτούς που δεν ανήκουν στα συνδικάτο όπως και τους εργοδότες που δεν ανήκουν στην ομάδα που υπόγραψε τη συλλογική σύμβαση».
Στο άρθρο 15 υπάρχει πρόβλεψη για την προστασία του εργάτη από εκβιασμούς στο χώρο εργασίας, καθώς ορίζει: «Κάθε συμφωνία αντίθετη με προστατευτικό εργατικό νόμο εφ' όσον είναι δυσμενέστερη για τον μισθωτό, είναι άκυρη. Επίσης είναι άκυρη για το μισθωτό και κάθε παραίτηση εκ των υστέρων από δικαιώματα και αξιώσεις που είχε σύμφωνα με εργατικούς νόμους».
Το άρθρο 16 κατοχυρώνει προηγούμενες κατακτήσεις: «Ολες οι προστατευτικές διατάξεις για τους μισθωτούς που έχουν καθιερωθεί και επιβληθεί ισχύουν εφ' όσον δεν είναι αντίθετες με το νόμο αυτό».
Χαρακτηριστική, τέλος, για το πνεύμα της εποχής, όπου τα «δουλικά» (όπως τους έλεγαν) τόσο στην πόλη όσο και στο χωριό δεν θεωρούνταν καν εργάτες, είναι η διάταξη του άρθρου 17: «Κάθε προστατευτικός νόμος για τους μισθωτούς περιλαβαίνει και τους οικόσιτους υπηρέτες καθώς και τους εργάτες γης».
πηγη:rizospastis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου