Κάποιοι, μάλιστα, φαίνεται ότι προετοίμαζαν την παράδοση πριν ακόμα εκδηλωθεί η γερμανική επίθεση και κλιμάκωσαν, αμέσως μετά την 6η Απριλίου 1941, με διαλυτικές ενέργειες στις μονάδες αλλά και με παραπλανητικές αναφορές που εμφάνιζαν τους ηρωικούς νικητές του Ελληνοϊταλικού πολέμου σαν διαλυμένο ασκέρι…
Ο αρχιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος στην αναφορά παραίτησης, που υπέβαλε στις 23 Απριλίου 1941, τέσσερις μέρες πριν από την είσοδο των ναζιστικών στρατευμάτων στην Αθήνα, αποκάλυψε ότι «από τις 12 Απριλίου είχον αρχίσει να καταφθάνουν εν τω Γενικώ Στρατηγείω αλλεπάλληλα τηλεγραφήματα και τηλεφωνήματα […] παριστάνοντα τον στρατόν εν διαλύσει […] αλλά όπως αποδείχθηκε εν τη πραγματικότητι δεν είχεν διαλυθή» και -όπως εξηγούσε- αυτό γινόταν για να δοθεί εξουσιοδότηση για συνθηκολόγηση. [¹]
Αρνητικός πρωταγωνιστής και ο τότε βασιλιάς Γεώργιος Β', ο οποίος όχι μόνον έδειξε ότι δεν διέθετε ηγετικές ικανότητες, αλλά δικαίωσε και τη λαϊκή πεποίθηση ότι ήταν στυλοβάτης της δικτατορίας Μεταξά, καθώς απεμπόλησε δύο μεγάλες ευκαιρίες για να αποκαθηλώσει το αυταρχικό «σύστημα».
Η πρώτη ήταν μετά τον θάνατο του Μεταξά (29.1.1941) και η άλλη λίγες ημέρες πριν από την παράδοση του ελληνικού στρατού στους Γερμανούς (16.4.1941), όταν ο πρέσβης της Αγγλίας, Πάλερετ, του πρότεινε να σχηματίσει κυβέρνηση εθνικής ενότητας, με συμμετοχή όλων των πολιτικών δυνάμεων της χώρας, η οποία θα εκπροσωπούσε ολόκληρη την Ελλάδα.
«Ο βασιλεύς απάντησε ότι θα έπαιρνε την υπάρχουσα κυβέρνηση μαζί του στην Κρήτη και θα έκανε αργότερα ανασχηματισμό της. Ετσι, ο Γεώργιος έχασε μοναδική ευκαιρία να καταλύσει την αυγουστιανή δικτατορία όσο ακόμη βρισκόταν επί ελληνικού εδάφους, και να επαναφέρει την δημοκρατική τάξη, πράξη η οποία ίσως να είχε αλλάξει την πορεία της ελληνικής ιστορίας και κυρίως να είχε αποτρέψει τον εμφύλιο που επακολούθησε. […] Ενδεχομένως, ο βασιλεύς να μην επιθυμούσε επαναφορά πολιτικής κυβερνήσεως, η οποία λόγω της υποστήριξής του προς τη δικτατορία Μεταξά να έθετε στο απώτερο μέλλον πολιτειακό θέμα. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο βασιλεύς ήταν ακόμη εγκλωβισμένος στο κύκλωμα της 4ης Αυγούστου - Μανιαδάκης, Διάκος, οι οποίοι ήσαν οι κύριοι σύμβουλοί του και επηρέαζαν τις πολιτικές του κινήσεις». [²]
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο διαβόητος υπουργός Ασφαλείας Κ. Μανιαδάκης (μεταπολεμικά βουλευτής της ΕΡΕ) και ο έμπιστος του Μεταξά, άνθρωπος του παρασκηνίου, Ι. Διάκος είχαν παίξει καθοριστικό ρόλο στην επιλογή από τον βασιλιά του τραπεζίτη Αλεξ. Κορυζή ως διαδόχου του Μεταξά, παρά τις αντιρρήσεις άλλων ομογάλακτών τους, όπως ο υπουργός Τύπου Θεολόγος Νικολούδης.
Ο Νικολούδης, που μιλούσε απαξιωτικά για τον Κορυζή, σε μια επιστολή του προς τον Μανιαδάκη, τον Ιούλιο του 1942, έγραφε μεταξύ άλλων:
«Ετσι όταν απέθανεν ξαφνικά ο αρχηγός [ο Μεταξάς], χάρις σε σένα και τον Διάκον, τους εισηγηθέντας μαζί με τον Παπαδήμαν (σ.σ.: γερμανόφιλος υφυπουργός Στρατιωτικών), την λύσιν της κρίσεως εις τον Βασιλέα, παραδώσαμε μίαν ισχυράν πολιτικήν κατάστασιν και την εθνικήν δόξαν εις τας χείρας ενός νευρασθενούς τραπεζίτου […]». [³]
Ο ίδιος ο Μανιαδάκης σε συνέντευξή του στον δημοσιογράφο Γιάννη Μαρή είχε αποκαλύψει ότι οδήγησε «σχεδόν σπρώχνοντας τον Κορυζή στο γραφείο του βασιλέα» για ν’ αναλάβει την προεδρία της κυβερνήσεως. [⁴]
Η μοναδική πολιτική αλλαγή που επήλθε μετά τον θάνατο του Μεταξά ήταν η ενδυνάμωση των σχέσεων με την Αγγλία.
Αποκαλυπτικές της διάβρωσης του κρατικού μηχανισμού από γερμανόφιλα στοιχεία ήταν οι εισηγήσεις ορισμένων διπλωματών σε πρεσβείες του εξωτερικού, που παρ' όλα αυτά παρέμεναν ακλόνητοι στις θέσεις τους.
Χαρακτηριστική περίπτωση ήταν οι αναφορές του Ελληνα πρέσβη στο Βερολίνο, Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή (1880-1972), «όστις μετέδιδε ευαρέστως εις την κυβέρνησίν του όλας τας ψευδείς πληροφορίας της γερμανικής τοξινώσεως», όπως έγραψε, χαρακτηριστικά, ο ιστορικός Τάσος Βουρνάς.
«Ιδού μερικαί “πληροφορίαι” που μετέδιδε τηλεγραφικώς ο Ρίζος Ραγκαβής: “Καγκελλάριος φέρεται ειπών κατά τινα συνομιλίαν του ότι Ελληνες παρέσχον μεγάλην υπηρεσίαν εις Γερμανίαν, αποκρούσαντες Ιταλικήν εισβολήν… Εξ άλλης πηγής πληροφορούμαι ότι γερμανικόν στρατηγείον αποκρούει ως ασύμφορον οιανδήποτε στρατιωτικήν ενέργειαν Γερμανίας εν τη Βαλκανική”. […] η ελληνική κυβέρνησις δεν εξηπατάτο και ο Μεταξάς έγραφεν εις τι ημερολόγιόν του, την 30ή Δεκεμβρίου 1940: “Τηλεγράφημα τελευταίον Ραγκαβή. Μας συμβουλεύει προσπέσωμεν εις Χίτλερ και ζητήσωμεν ειρήνην προς Ιταλίαν, δηλαδή ν’ ατιμασθώμεν. Αλλως λέγει, θα μας επιτεθή η Γερμανία. Είναι μωρός και κακοήθης». [⁵]
Λεπτομέρεια: Ο αδελφός του πρέσβη, ο στρατηγός Νικόλαος Ρίζος Ραγκαβής, ήταν παντρεμένος με τη Γερμανίδα Ελίζαμπεθ φον Ζαχν, και στην πρώτη δωσιλογική κυβέρνηση Τσολάκογλου ανέλαβε καθήκοντα υπουργού-διοικητή Μακεδονίας. Ομως, ο γιος του Αριστείδης εκτελέστηκε, στις 14 Ιουνίου 1942, από Γερμανούς, στην Κρήτη.
Το βέβαιο είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση γνώριζε τις γερμανικές προθέσεις για επίθεση από τις 14 Νοεμβρίου 1940, μόλις δύο ημέρες μετά την έκδοση της Οδηγίας 18 του Χίτλερ για την επιχείρηση «Μαρίτα», καθώς ο Ελληνας στρατιωτικός ακόλουθος στο Βερολίνο τηλεγράφησε ότι «πληροφορούμαι προσεχή επέμβασιν Γερμανών εις ελληνοϊταλικήν ρήξιν».
Ανάλογες πληροφορίες έφταναν και από τις πρεσβείες στη Μόσχα, την Ουγγαρία και την Τουρκία. [⁶]
Παρ' όλα αυτά ο Μεταξάς επέμενε να εμφανίζει την Ελλάδα να πατάει σε δύο βάρκες, μεταξύ Αγγλίας και Γερμανίας, με αποτέλεσμα να είναι όλοι δύσπιστοι απέναντί του.
Στο μεταξύ, οι γερμανικές μηχανές είχαν αρχίσει να προετοιμάζουν την επίθεση στην Ελλάδα, στο πλαίσιο της «Επιχείρησης Μαρίτα», που αποτελούσε επικουρικό τμήμα της «Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα» εναντίον της Σοβιετικής Ενωσης.
Η κατάληψη της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας θα κάλυπτε τα νώτα των Γερμανών στην επίθεσή τους στη Σοβιετική Ενωση και θα προστάτευε τις απαραίτητες για τον ανεφοδιασμό τους πετρελαιοπηγές της Ρουμανίας. Μάλιστα, στις 28 Ιανουαρίου 1941 ο Χίτλερ είχε υποδείξει ότι η επίθεση κατά της Ελλάδας θα γινόταν «περί την 1η Απριλίου». [⁷]
Οπως ανέφερε στα απομνημονεύματά του ο Γ. Τσολάκογλου, από τις αρχές Φεβρουαρίου συζητιόταν πότε θα γίνει η επίθεση της Γερμανίας, χωρίς, όπως αναγνωρίζει ο ίδιος, να απασχολεί ιδιαίτερα αξιωματικούς και στρατιώτες.[⁸]
Σε πολιτικό επίπεδο, ο θάνατος του Ιωάννη Μεταξά (29.1.1941) έδωσε τη δυνατότητα στον βασιλιά Γεώργιο να στραφεί περισσότερο προς τους Αγγλους και να δεχτεί την αποστολή αγγλικών δυνάμεων στην Ελλάδα, «διότι θεωρούσε ότι έτσι εξυπηρετούνται τα εθνικά αλλά και προσωπικά του συμφέροντα και παρά τις αντιρρήσεις των στρατιωτικών και ιδίως του Παπάγου». [⁹]
Ο Παπάγος είχε υποβάλει, από τον Ιανουάριο του 1941, τις απόψεις του Γενικού Στρατηγείου, οι οποίες αφορούσαν κυρίως τις ανάγκες του αλβανικού μετώπου και της οχυρωμένης γραμμής.
Οι απόψεις αυτές δεν απείχαν πολύ από τη γνωστή αμετακίνητη στάση του Γενικού Στρατηγείου τον Μάρτιο του 1941: απόλυτη προτεραιότητα στο αλβανικό μέτωπο και άμυνα στα οχυρά της Μακεδονίας για την τιμή των όπλων.
Σε πρόταση, δε, του διοικητή του Τμήματος Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας, να διατεθούν στον τομέα του ενισχύσεις από το αλβανικό μέτωπο, ο αρχιστράτηγος απάντησε αρνητικά, «φοβούμενος μήπως εξ αυτού δυνηθώσιν οι Ιταλοί να σημειώσουν επιτυχίαν τινα, έστω και μικράν, πράγμα το όποιον εν ουδεμία περιπτώσει θα ήθελε να συμβή». [¹⁰]
Οι μελετητές θεωρούν αμφίβολο εάν ο Παπάγος, ανεξαρτήτως της προσωπικής φιλοδοξίας για υπεράσπιση του τίτλου του «αρχιστράτηγου της νίκης», ήταν σε θέση να επιβάλει τις απόψεις του στους επιτελείς και τους στρατηγούς του.
Αλλωστε, ο αρχιστράτηγος καλούνταν να αντιμετωπίσει δύο διαμετρικά αντίθετα ρεύματα:
Οι γερμανόφιλοι ήταν πρόθυμοι να συνεργαστούν με τους ναζί
Από πολλές πηγές προκύπτει ότι έγιναν, από τον Μάρτιο, κινήσεις προς τις γερμανικές διπλωματικές αρχές στην Ελλάδα από διάφορους, που εμφανίζονταν πρόθυμοι να συνεργαστούν με τους ναζιστές, προσφέροντας υπηρεσίες στην παράδοση της χώρας.
Τέτοιες κινήσεις έχουν καταγραφεί από γνωστούς «αστέρες» του εθνικοσοσιαλισμού, όπως ο Γεώργιος Μερκούρης -κατά μία εκδοχή κατ’ εντολήν του Κορυζή-, και στρατιωτικούς.
Από τα γερμανικά αρχεία πληροφορούμαστε ότι στις 12 Μαρτίου ο Γερμανός πρόξενος στη Θεσσαλονίκη ενημέρωσε τους ανωτέρους του ότι τον είχε προσεγγίσει κάποιος συνταγματάρχης Πετινής, που ζητούσε τη βοήθειά του για να τερματιστούν οι εχθροπραξίες στην Αλβανία.
Ο πρόξενος σημείωνε πως ο Πετινής δεν ενεργούσε μόνος του: πίσω θεωρούνταν ότι βρισκόταν ένας στρατηγός ονόματι Τσολάκογλου. [¹¹]
Παράλληλα, άρχισε μια έντονη φημολογία που προκαλούσε μεγάλη αναστάτωση στο στράτευμα και όχι μόνον.
Ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου, Π. Μελισσηνός, στη δίκη που έγινε μετά την απελευθέρωση, στο Ειδικό Δικαστήριο Δωσίλογων (πρόεδρος ο αρεοπαγίτης Χρ. Καλλέλης), με κατηγορούμενους τους κατοχικούς πρωθυπουργούς Τσολάκογλου, Ράλλη κ.ά., καταθέτοντας ανέφερε μεταξύ άλλων ότι:
«Εψιθυρίζοντο πολλά και μάλιστα ο Βασιλεύς εκάλεσε τους αξιωματικούς και τους είπε: “Κύριοι, δεν θέλω απάντησιν εις ό,τι θα σας είπω. Είσθε πολύ μικροί να συζητάτε. Είμαι εγώ εδώ και όποιος έχει καμμιά διαφωνία να τινάξη τα μυαλά του στον αέρα”». [¹²]
Οπως αναφέρει στα απομνημονεύματά του ο Τσολάκογλου, ιδιαίτερη ανησυχία προκαλούσαν συζητήσεις που γίνονταν στο Α και Β Σώμα Στρατού. Γι’ αυτό πήγε στο μέτωπο ο διάδοχος Παύλος, μεταφέροντας μήνυμα του βασιλιά όπως «πειθαρχήσουν και μη λιποψυχήσουν εις ήν περίπτωσιν επιτεθή η Γερμανία».
Εκεί, ανώτατοι και ανώτεροι αξιωματικοί επανέλαβαν στον διάδοχο την επιθυμία τους όπως «ευρεθή τρόπος και αποτραπή πολεμική σύρραξις με την Γερμανία».
Την επομένη αναχώρησε ο διάδοχος για την Αθήνα, όπου κλήθηκαν τηλεφωνικά και παρουσιάστηκαν, στις 6 Μαρτίου, στον Παπάγο οι αντιστράτηγοι Κοσμάς (Α Σώμα Στρατού), Δ. Παπαδόπουλος (Β΄ Σώμα Στρατού) και Γ. Τσολάκογλου.
Εκεί ο Παπάγος, παρουσία των δύο στυλοβατών της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, Μανιαδάκη και Διάκου, ανακοίνωσε στους στρατηγούς ότι θα γίνουν μετακινήσεις επειδή «εσημειώθη κίνησις αποβλέπουσα να υποδειχθή εις το Κέντρον όπως εξεύρη λύσιν αποτρέπουσαν την πολεμικήν περιπέτειαν με την Γερμανίαν και διότι επετράπη εις υπ' αυτούς αξιωματικούς και οπλίτας να συζητώσι σχετικώς».
Την επομένη, ο Παπάγος και πάλι παρουσία του παντοδύναμου υπουργού Ασφαλείας και του πολυπράγμονα Ι. Διάκου έκανε νέα ανακοίνωση. Αυτή τη φορά γνωστοποίησε ότι οι στρατηγοί Κοσμάς και Παπαδόπουλος αποστρατεύτηκαν και αντικαθίστανται από τους Παν. Δεμέστιχα (είχε απομακρυνθεί από το ίδιο Σώμα προ τριμήνου) και Γ. Μπάκο, αντίστοιχα. [¹³]
Επιπλέον, αποστρατεύτηκε ο διοικητής του Τμήματος Στρατιάς Ηπείρου Μ. Δράκος και τη θέση του πήρε ο μέχρι τότε διοικητής του Τμήματος Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας Ιωάννης Πιτσίκας. Στη θέση τού Πιτσίκα τοποθετήθηκε ο Τσολάκογλου.
Οι αλλαγές έγιναν με μεγάλη καθυστέρηση, ήταν περιορισμένες και προφανώς δεν ήταν δυνατό ν’ αλλάξουν τη ροή των γεγονότων.
Οι φαντάροι είχαν ηθικό αλλά δεν είχαν όπλα
Η επιχείρηση «Μαρίτα» για την κατάληψη της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας από τους Γερμανούς ξεκίνησε τα ξημερώματα της 6ης Απριλίου 1941.
Οι ελληνικές δυνάμεις συνεπικουρούνταν από μια βρετανική δύναμη, που αποκλήθηκε «Συγκρότημα W», υπό τον στρατηγό Ουίλσον και η οποία αποτελούνταν από το 1ο Αυστραλιανό Σώμα Στρατού, τη 2α Νεοζηλανδική Μεραρχία, την 6η Αυστραλιανή Μεραρχία και την 1η Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία. [¹⁴]
Ο Τσόρτσιλ γνώριζε ότι οι δυνάμεις που υπήρχαν στην Ελλάδα δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τις υπέρτερες γερμανικές. Ομως, αισιοδοξούσε ότι θα εμπλακεί και η Τουρκία για να δημιουργηθεί ένα Βαλκανικό Μέτωπο, με τη συμμετοχή Γιουγκοσλαβίας, Ελλάδας και Τουρκίας, και πως θα δρομολογούνταν μέχρι την 1η Μαΐου η είσοδος των ΗΠΑ στον πόλεμο.
Η κατάσταση του ελληνικού στρατού «δεν ηδύνατο να θεωρηθή ως πλήρως ικανοποιητική».
«Η δύναμις του πεζικού ήτο ηλαττωμένη κατά 10-20% και υπήρχον μεγάλαι ελλείψεις κτηνών εις βαθμόν δυσχεραίνοντα ενίοτε τον κανονικόν ανεφοδιασμόν […]. Μέγα μέρος των μονάδων του ορειβατικού πυροβολικού διέθεταν επίσης περιωρισμένον αριθμόν κτηνών και μόλις ηδύναντο να μετακινήσωσι δι’ αυτών τας πυροβολαρχίας βολής. Δέον να τονισθώσιν επιπλέον τα κάτωθι δύο σημεία: έλλειψις επαρκών βλημάτων πυροβόλων και όλμων, μείωσις των κατά τάγμα μηχανημάτων πυρός κατά 50%. Το ηθικόν των ανδρών γενικώς διετηρείτο εισέτι εις ικανοποιητικόν επίπεδον». [¹⁵]
Εκείνο, όμως, που δημιουργεί μεγάλα ερωτήματα είναι ότι λίγες ημέρες πριν από τη γερμανική επίθεση είχαν δοθεί από μονάδες σωρηδόν άδειες ή φύλλα πορείας σε αξιωματικούς και οπλίτες.
Ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Π. Μελισσηνός σε γενική διαταγή του, με ημερομηνία 5 Απριλίου 1941, επισήμαινε ότι διαπιστώθηκε η χορήγηση αδειών ή φύλλων πορείας «άνευ εγκρίσεως του Γενικού Στρατηγείου». [¹⁶]
Ηταν η πρώτη σαφής ένδειξη μιας σειράς ενεργειών που αποδυνάμωσαν τις ελληνικές μονάδες στην πιο κρίσιμη καμπή του πολέμου.
Η κύρια γερμανική επίθεση με το XVIII Ορεινό Σώμα Στρατού εκδηλώθηκε αριστερά της γραμμής Μεταξά και ειδικά στο Μπέλεσι και στο Οχυρό Ρούπελ.
Ανατολικότερα, στο υψίπεδο Νευροκοπίου και στη Δυτική Θράκη η επίθεση του XXX Σώματος Στρατού ήταν μικρότερης έντασης.
Η αντίσταση των Ελλήνων στρατιωτών ήταν ηρωική, αναγκάζοντας τους ναζί να υποκλιθούν στη γενναιότητά τους.
Ομως, τρεις μέρες αργότερα, η γιουγκοσλαβική άμυνα κατέρρευσε και οι Γερμανοί άρχισαν να επελαύνουν στην κοιλάδα του Αξιού προς τη Θεσσαλονίκη.
Ταυτόχρονα, άρχισε να φτάνει στην Αθήνα εικόνα διάλυσης του στρατού μας στο αλβανικό μέτωπο και ανώτατοι αξιωματικοί ζητούσαν επίμονα να γίνει συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς.
Καταγράφοντας αυτές τις εικόνες η επίσημη έκδοση της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού ανάγει την ερμηνεία τους σε επίπεδο ιστορικού ή ψυχολόγου (!), σημειώνοντας ότι όποιος από τους δύο «θα επιχειρήση να ερμηνεύση την καταπληκτικήν αλλαγήν της εικόνος ήν ήρξαντο να παρουσιάζουν μεταξύ 10ης και 15ης Απριλίου τα Ελληνικά στρατεύματα, τα μαχόμενα εις την Βορειοηπειρωτικήν περιοχήν, θα αντιμετωπίση μεγάλας δυσχερείας». [¹⁷]
Σε αυτό το διάστημα κυριαρχούσαν στο μέτωπο και στις πόλεις «οργιαστικαί και ποικίλαι διαδόσεις», που διοχετεύονταν τεχνηέντως.
Χαρακτηριστική ήταν η «είδηση» περί κατάληψης της Λάρισας από τους Γερμανούς περίπου μία εβδομάδα πριν συμβεί αυτό!
Ο Διοικητής του Τμήματος Στρατιάς Ηπείρου Ι. Πιτσίκας σε διαταγή που εξέδωσε στις 13.4.1941 ανέφερε ότι «στις διαδόσεις γίνονται συνεργοί και Ελληνες Στρατιωτικοί είτε ακουσίως είτε εκουσίως συμμετέχοντες σε συζητήσεις ή άλλως». [¹⁸]
Το «δηλητήριο» των διαδόσεων έφτασε και στην πρωτεύουσα, με αποτέλεσμα από τις 9 Απριλίου οι εφημερίδες («Ακρόπολις» κ.ά.) να έχουν πρωτοσέλιδη, προβεβλημένη καταχώριση που καλούσε τους πολίτες να μην πιστεύουν «τας ανευθύνους και ανεξακριβώτους ειδήσεις των δρόμων, ούτε ευχαρίστους ούτε δυσαρέστους. Είναι διαδόσεις της 5ης φάλαγγος».
Ομως και για τις μαζικές ανταρσίες ή λιποταξίες, που έχουν καταγραφεί, υπάρχουν μεγάλα ερωτήματα και σκοτεινά σημεία.
Είναι ενδεικτικό ότι σε «έκθεση πεπραγμένων για το διάστημα από 14.4 έως 23.4.41», που συντάχτηκε διαρκούσης της γερμανικής κατοχής (20.9.42), αναφερόταν ότι στις 15.4.1941 στη γέφυρα Μερτζάνης, στην Κόνιτσα, βρέθηκαν περίπου 1.500 στρατιώτες που είχαν φύγει από τη μονάδα τους. Ερωτηθέντες σχετικά ανέφεραν μεταξύ άλλων ότι «εγκατελείφθησαν υπό των Αξιωματικών των».[¹⁹]
Ομως, γενικότερα η κατάσταση στην πολιτική και στρατιωτική ηγεσία ήταν προβληματική.
Αν και πολλά στοιχεία έχουν εξαφανιστεί ή αλλοιωθεί στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής καθίστανται σαφείς ορισμένες κινήσεις ή αποφάσεις, που προκαλούν υπόνοιες ή -έστω- ερωτήματα για τη σκοπιμότητά τους.
Συγκεκριμένα, οι «τεταρτοαυγουστιανοί» υπουργοί, που παρέμεναν στις θέσεις τους, έκαναν τις εξής κινήσεις:
⒈ Ο υφυπουργός Στρατιωτικών Νικόλαος Παπαδήμας, από τους στυλοβάτες της δικτατορίας Μεταξά:
Με διαταγές του ανέβαλε στις 9 Απριλίου επ’ αόριστόν την παρουσίαση νεοσυλλέκτων, που είχε οριστεί για τις 12 του ίδιου μήνα και σταμάτησε την αποστολή ενισχύσεων στο μέτωπο από το κέντρο εκπαίδευσης Μεσολογγίου και το κέντρο διάθεσης των ζωντανών μεταφορικών μέσων (μουλάρια). [²⁰]
Ακόμα, με άλλες διαταγές στις 15 και 16 Απριλίου δόθηκαν δίμηνες άδειες σε μια σειρά κατηγορίες οπλιτών και αξιωματικών, όπως οι εκπαιδευόμενοι άοπλοι οπλίτες, που είχαν παρουσιαστεί μετά τις 16 Μαρτίου, οι έφεδροι της Αεροπορίας, που είχαν μεταφερθεί στον Στρατό κ.ά. Στους αξιωματικούς, δινόταν άδεια ενός μήνα στους «μη απαραίτητους, κατά την κρίσιν των Διοικητών των».
Για την περίεργη απόφαση της χορήγησης αδειών ενώ διαρκούσαν οι μάχες δόθηκε μια έωλη εξήγηση, ότι ελήφθη «εκ παρασχεθεισών πληροφοριών» (!) πως υπήρχε κίνδυνος ταραχών εκ μέρους των άοπλων οπλιτών…Για το θέμα αυτό αλλά και για άλλα υπήρχαν διαφωνίες μεταξύ Υπουργείου και Γενικού Στρατηγείου και το μεσημέρι της 15ης Απριλίου είχε κληθεί στο υπουργείο ένας αξιωματικός (ταγματάρχης Γεωργιάδης) και «εζητήθη ή μάλλον διεμηνύθη δι’ αυτού εις το Γενικόν Στρατηγείον η ανάγκη της εναρμονίσεως των αντιλήψεων του Γενικού Στρατηγείου προς τας του Υπουργείου».
Παρά τις διαπιστωμένες ελλείψεις σε πυρομαχικά και όπλα, δεν έκανε τίποτα για την παραλαβή νέων.
Σε έκθεση του Γενικού Στρατηγείου, με ημερομηνία 25.4.1941, διαβάζουμε ότι «ο χειρισμός των ζητημάτων των αφορώντων τας ανάγκας μας εις υλικά και οπλισμόν δεν εγένετο παρά την αρμόδιαν υπηρεσίαν του Υπουργείου».
Μάλιστα, αναφέρεται ότι οι Αγγλοι φάνηκαν έκπληκτοι όταν άκουσαν ότι «δεν είχαμεν όπλα να οπλίσουμε τους εις άδειας αποσταλλομένους» και ένας αξιωματικός στις 17.4 στη Χαλκίδα διερωτήθηκε «πώς δεν ζητήθηκε εγκαίρως χορήγηση από τις αποθήκες της Αιγύπτου, όπου βρίσκονταν χιλιάδες από λάφυρα ή καινούργια». [²¹]
Απάντηση δεν δόθηκε ποτέ…
⒉ Ο υπουργός Εσωτερικών Ιωάννης Δουρέντης, παρά τη ρητή εντολή του πρωθυπουργού Κορυζή να μη γίνει καμία μετακίνηση χωρίς την έγκριση του Γενικού Στρατηγείου, «εκάλυπτε, αν δεν συνίστα τις εγκαταλείψεις θέσεων» πολιτικών, δικαστικών και άλλων τοπικών αρχών επαρχιακών πόλεων. Κατά τον Αν. Βελλιάδη είχε δοθεί διαταγή να εγκαταλείψουν τις θέσεις και να επιστρέψουν στην Αθήνα.
Οι αρχές του Βόλου, πολιτικές και στρατιωτικές, εγκατέλειψαν, στις 15 Απριλίου, την πόλη. Αυτό μαθεύτηκε, τυχαία, στις 11 το βράδυ της ίδιας μέρας στην Αθήνα, καθώς ένας τηλεγραφητής, που υπηρετούσε στην περιοχή, επικοινώνησε με την πρωτεύουσα ρωτώντας τι να κάνει ο ίδιος καθώς όλοι, συμπεριλαμβανομένων των χωροφυλάκων, είχαν φύγει!
⒊ Ο πανίσχυρος υπουργός Ασφαλείας Κ. Μανιαδάκης έδωσε διαταγή στους άνδρες της Χωροφυλακής να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους και να μην «εκτελώσι διαταγάς ουδενός πλην του Υπουργού Δημοσίας Ασφαλείας»!
Με την ισχύ που είχε με την έγκριση του βασιλιά, ο Μανιαδάκης αγνόησε εντελώς τον Παπάγο και η διαταγή αυτή κοινοποιήθηκε στο Γενικό Στρατηγείο 5-6 ημέρες μετά την έκδοσή της…
Πέρα απ’ αυτές τις ενέργειες υπήρξαν και άλλα γεγονότα, που επιδείνωσαν την κατάσταση:
α. Δεν δόθηκαν ποτέ σαφείς οδηγίες εκτός από τις γενικότητες περί συνέχισης του αγώνα. Ο Γ. Τσολάκογλου στα απομνημονεύματά του αλλά και ορισμένοι ιστορικοί αποδίδουν ευθύνες γι' αυτό στον Παπάγο. Από την πλευρά των στελεχών του Στρατηγείου, οι ευθύνες αποδίδονται στην πολιτική ηγεσία, της οποίας τις ενέργειες είδαμε παραπάνω, όπως και στην πλήρη διάσταση των πανίσχυρων «τεταρτοαυγουστιανών» με τον Παπάγο.
Αλλωστε και ο βασιλιάς, ως ανώτατος πολιτειακός άρχων, περιορίστηκε και αυτός σε γενικόλογες ανακοινώσεις περί συνέχισης του αγώνα μέχρις εσχάτων.
β. Η απόφαση του βασιλιά και της κυβέρνησης να εγκαταλείψουν την Αθήνα αρχικά για την Κρήτη και εν συνεχεία για την Αίγυπτο. Σύμφωνα με ορισμένους ιστορικούς, η απόφαση είχε ληφθεί από τις 10 Απριλίου μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης.
Πάντως, από τα τηλεγραφήματα του πρέσβη των ΗΠΑ στην Αθήνα προς την Ουάσινγκτον φαίνεται ότι η απόφαση για αναχώρηση ελήφθη το βράδυ της 16ης Απριλίου. [²²]
Μάλιστα, στις 17.4 ο υφυπουργός Παπαδήμας είχε προετοιμάσει και διαταγή προς τις ένοπλες δυνάμεις εξηγώντας τους λόγους της αναχώρησης του βασιλιά και της κυβέρνησης.
Τελικά, λόγω διαφωνιών που ανέκυψαν στο Υπουργικό Συμβούλιο, η αναχώρηση ματαιώθηκε για να πάρει νέα αναβολή μετά την αυτοκτονία του Αλεξ. Κορυζή. Κατά τον Γ. Τσολάκογλου («Απομνημονεύματα», σελ. 114) οι περισσότεροι από τους υπουργούς είχαν ταχθεί υπέρ της συνθηκολόγησης.
Θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι η αναχώρηση δεν ήταν κάτι που έμενε κρυφό, καθώς δεν αφορούσε μόνον ορισμένα μέλη της κυβέρνησης. Αντίθετα, θα έφευγε ένα μεγάλο πλήθος από τραπεζίτες, κρατικούς λειτουργούς ακόμα και τα μέλη των οικογενειών τους, «γυναίκες, τέκνα, πενθερές, κουβερνάντες -και τας αποσκευάς των- μπαούλα, βαλίτσες και τουαλέτες, τσάντες με ρουχισμό, μερικοί με παιχνίδια των παιδιών των και κάποιοι με τα χρυσαφικά των», όπως έγραφε, χαρακτηριστικά, ο ναύαρχος Σακελλαρίου. [²³]
Ολοι αυτοί αναχώρησαν, το βράδυ της 22ας προς 23η Απριλίου, με τα αντιτορπιλικά «Β. Ολγα», «Πάνθηρ» και «Ιέραξ» για να συνεχίσουν και εκτός Ελλάδος τον… αγώνα κατά του κατακτητή!
γ. Η αυτοκτονία του πρωθυπουργού Αλ. Κορυζή, στις 18 Απριλίου 1941, οδήγησε τη χώρα σε τριήμερη ακυβερνησία, με τον Γεώργιο να φαίνεται για μία ακόμα φορά ανήμπορος να λάβει αποφάσεις. Οι Άγγλοι επανέφεραν την πρότασή τους για κυβέρνηση εθνικής ενότητας και, μετά τη νέα άρνηση του βασιλιά, πρότειναν κυβέρνηση στρατιωτικών.
Αρχικά, ο Γεώργιος πρότεινε την πρωθυπουργία στον φιλογερμανό, «μεταξικό» Κ. Κοτζιά, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις από τον πολιτικό κόσμο αλλά και από τους Αγγλους.
Είναι χαρακτηριστική η αναφορά στο ημερολόγιο του χιτλερικού υπουργού Προπαγάνδας Γκέμπελς, ο οποίος σημείωνε:
«Διάδοχος του Κορυζή ο φίλος μας Κοτζιάς… ο οποίος είναι με το μέρος μας όπως έχω συχνά σχηματίσει την εντύπωση… Προβάλλουμε τον θάνατο του Κορυζή σαν δολοφονία από τους Αγγλους. Ισως είναι αλήθεια… Ο Κοτζιάς παραιτήθηκε, προφανώς δεν έγινε αποδεκτός. Είναι καλύτερα έτσι. Πρέπει να είναι έτοιμος μετά την τελική πτώση. Μπορούμε κάλλιστα να τον χρησιμοποιήσουμε. Απαγορεύω στον τύπο να του επιτεθεί».
Ο Κοτζιάς, από την πλευρά του, εμφανίστηκε να αρνείται την πρωθυπουργία δηλώνοντας ότι θα ήταν καλύτερα να σχηματιστεί κυβέρνηση στρατιωτικών.
Οι εφημερίδες προαναγγέλλουν τον σχηματισμό κυβέρνησης από τον Μαζαράκη, αλλά στις 20 του μήνα παραδίδει την εντολή, «κυρίως από ηττοπάθεια αλλά και λόγω αντιρρήσεων να συνεργαστεί με τον Μανιαδάκη», σύμφωνα με τον Βρετανό πρεσβευτή. [²⁴]
Στο μεταξύ, ο Τσολάκογλου είχε προχωρήσει στην υπογραφή της πρώτης συνθήκης παράδοσης στους Γερμανούς.
Ο Τσουδερός ορκίστηκε στις 21 Απριλίου, αφού «επεκοινώνησε» μέσω μέντιουμ, όπως αναφέρει ο ίδιος, με το πνεύμα του Ελευθέριου Βενιζέλου, ο όποιος του υποσχέθηκε κάθε συμπαράσταση στο δύσκολο έργο που αναλάμβανε! [²⁵]
Με αυτή την πολιτική ηγεσία έμπαινε η Ελλάδα στη ναζιστική κατοχή…
Ο μητροπολίτης που ήθελε να κυβερνήσει
Πολύπλευρες κινήσεις εκπορεύονταν από ανώτατους αξιωματικούς των δυνάμεων του αλβανικού μετώπου για να προχωρήσει η συμφωνία παράδοσης με τους Γερμανούς.
Πρωταγωνιστικό ρόλο είχαν ο διοικητής του Τμήματος Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας Γ. Τσολάκογλου και οι σωματάρχες Π. Δεμέστιχας και Γ. Μπάκος. Κοντά τους και ο μητροπολίτης Ιωαννίνων Σπυρίδων, ο οποίος σύμφωνα με τον μεταξικό υπουργό Δικαιοσύνης Αγι Ταμπακόπουλο «μάλλον επίστευε ότι θα γίνει πρωθυπουργός».
«Αναμίχθηκε στις διαπραγματεύσεις με τους Γερμανούς προσπαθώντας να πείσει τους αξιωματικούς να παύσουν τον πόλεμο και να υπογράψουν ανακωχή. Ηθελε να σχηματίσει κυβέρνηση και μάλιστα ήρθε σε διάσταση με τον Τσολάκογλου για το ζήτημα αυτό», κατέθεσε ο Ταμπακόπουλος στη δίκη των δωσίλογων. [²⁶]
Σύμφωνα με ερευνητές, ο σχεδιασμός του μητροπολίτη σε συνεννόηση με τους δύο σωματάρχες ήταν να γίνει στρατιωτικό πραξικόπημα και να ηγηθεί μιας κυβέρνησης που θα ερχόταν σε συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς.
Στο μεταξύ κλήθηκαν και έφτασαν, στις 16 Απριλίου, στην Αθήνα ο συνταγματάρχης Γρηγορόπουλος από το Τμήμα Στρατιάς Ηπείρου και ο συνταγματάρχης Αθ. Χρυσοχόου από το Γ' Σώμα Στρατού για το Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας.
Οι δύο συνταγματάρχες συναντήθηκαν με τον Παπάγο, του έθεσαν την κατάσταση, όπως περιγραφόταν στα τηλεγραφήματα από το μέτωπο, και έλαβαν την απάντηση ότι «πρέπει να κρατήσουν λίγες ημέρες» διότι θα ήταν «ατιμία» η εισηγούμενη συνθηκολόγηση όσο διάστημα μάχονταν αγγλικά στρατεύματα στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με γραπτή έκθεση του Παπάγου, ο Γρηγορόπουλος μετέδωσε ακριβώς τις οδηγίες.
Αντίθετα, ο Χρυσοχόου έστειλε δύο κρυπτογραφημένα τηλεγραφήματα προς τον Τσολάκογλου.
Στο πρώτο ανέφερε ότι επικρατούσε σύγχυση στην Αθήνα λόγω της αυτοκτονίας Κορυζή και της φημολογούμενης αναχώρησης του βασιλιά και της κυβέρνησης και εξέφραζε την άποψη ότι «θα έδη να εξετασθή πρότασις του Μητροπολίτου Ιωαννίνων».
Το δεύτερο τηλεγράφημα εστάλη στις 19 Απριλίου και έγραφε τα εξής:
Η υπογραφή «Φρουραρχείο Θ.» παρέπεμπε στο Γενικό Στρατηγείο, ωστόσο, όπως διαπίστωσε, λίγες ημέρες αργότερα, ο Παπάγος, το τηλεγράφημα είχε σταλεί από το υπουργείο Εξωτερικών.
Μάλιστα, κοινοποιήθηκε στον διοικητή Τ.Σ.Η. Ι. Πιτσίκα, χωρίς να αναφέρεται το όνομα Χρυσοχόου, με αποτέλεσμα να δίνεται η εντύπωση ότι αποτελούσε τηλεγράφημα του Γενικού Στρατηγείου. [²⁷]
Την επόμενη μέρα ο Τσολάκογλου υπέγραψε το πρωτόκολλο της συνθηκολόγησης με τους Γερμανούς. Ωστόσο, στις 21 Απριλίου ύστερα από απαίτηση των Ιταλών υπογράφτηκε νέο πρωτόκολλο συνθηκολόγησης, με δυσμενέστερους όρους.
Στις 23 Απριλίου, οι εκπρόσωποι του επίσημου Ελληνικού κράτους αναχώρησαν για την Κρήτη.
Την ίδια μέρα, ο Τσολάκογλου υπέγραψε και τρίτο πρωτόκολλο συνθηκολόγησης, το οποίο συνυπέγραψε, εκτός από τον διοικητή των γερμανικών στρατευμάτων, και ο Ιταλός συνάδελφός του.
Το πρωί της Κυριακής 27 Απριλίου 1941 έμπαιναν τα πρώτα γερμανικά στρατεύματα στην Αθήνα.
Ο Τσολάκογλου θα επιβραβευόταν από τους Γερμανούς με την τοποθέτησή του ως πρωθυπουργού στην πρώτη δωσιλογική κυβέρνηση, στην οποία υπουργικές θέσεις κατέλαβαν, μεταξύ άλλων, οι Δεμέστιχας και Μπάκος.
Την ημέρα της υπογραφής του τελικού πρωτοκόλλου της συνθηκολόγησης (23 Απριλίου) συνέβη στο μέτωπο ένα αξιομνημόνευτο όσο και συμβολικό γεγονός, απάντηση σε όσους απεργάζονταν την παράδοση της Ελλάδας στη χιτλερική Γερμανία.
Αξίζει να παρατεθεί όπως αναφέρεται στην έκθεση του διοικητή του Α' Σώματος Στρατού: «ο Ταγματάρχης του Πυροβολικού Βέρσης διαταχθείς υπό των Γερμανών να παραδώση τα Πυροβόλα της Μοίρας του, αφού συνεκέντρωσε ταύτα και τοις απέδωκε τιμάς, ηύτοκτόνησε, ενώ η Μοίρα του έψαλλε τον Εθνικόν Υμνον».
▶ Πηγές:
[¹] ΓΕΣ/ΔΙΣ, «Παρατηρήσεις του Αρχιστράτηγου Παπάγου Αλεξ. επί των συνθηκών συνθηκολογήσεως του ΤΣΗ», φακ. 634, υποφακ. Ζ, α/α 1
[²] Αννίβας Βελλιάδης, «Κατοχή. Γερμανική πολιτική διοίκηση στην κατεχόμενη Ελλάδα 1941-44», εκδόσεις Ενάλιος, σελ. 31-32
[³] Αρχείο Θ. Νικολούδη, ΕΛΙΑ
[⁴] Αντιγόνη Τραχαλίου, «Ελληνικές Κυβερνήσεις 1940-1974», εργασία στο μάθημα του Συνταγματικού Δικαίου (2005), ΕΚΠΑ
[⁵] Τ. Βουρνάς, «Ιστορία της Νεώτερης και Σύγχρονης Ελλάδας», Τόμος Γ', εκδόσεις Πατάκη, σελ. 25-26
[⁶] Β.Π. Παπαδάκης, «Διπλωματική ιστορία του Ελληνικού πολέμου 1940-1945», Αθήνα 1957, σελ. 119-121
[⁷] Τ. Βουρνάς, ό.π., σελ. 37
[⁸] Γ. Τσολάκογλου, «Απομνημονεύματα», Αθήνα 1959, σελ. 56
[⁹] Αννίβας Βελλιάδης, ό.π, σελ. 20
[¹⁰] Ιωάννης Σ. Κολλιόπουλος, «Η στρατιωτική και η πολιτική κρίση στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941», 1976-77, Ψηφιακή βιβλιοθήκη Ιόνιου Πανεπιστήμιου
[¹¹] Μάρκ Μαζάουερ, «Στην Ελλάδα του Χίτλερ», εκδόσεις «Αλεξάνδρεια», σελ. 42
[¹²] Εφημερίδα «Ελευθερία», φ. 4.4.1941.
[¹³] Γ. Τσολάκογλου, ό.π., σελ 61
[¹⁴] ΓΕΣ/ΔΙΣ, «Το τέλος μιας εποποιίας, Απρίλιος 1941», Αθήνα 1959, σελ. 445
[¹⁵] ΓΕΣ/ΔΙΣ, «Το τέλος μιας εποποιΐας», ό.π. σελ. 97
[¹⁶] ΓΕΣ/ΔΙΣ, «Γεν. Διαταγή για τις παραβάσεις διαταγών για τις άδειες και τα Φ.Π», φάκ, 603, υποφάκ. Δ, α/α 2
[¹⁷] ΓΕΣ/ΔΙΣ, «Το τέλος μιας εποποιίας», ό.π., σελ. 141
[¹⁸] ΓΕΣ/ΔΙΣ, «Διαταγή που αφορά διαδόσεις για τα εξελισσόμενα γεγονότα», φάκ. 636, υποφ. Α, α/α 6
[¹⁹] ΓΕΣ/ΔΙΣ, «Εκθεση πεπραγμένων από 14.4- 23.4.41» φάκ. 634, υποφ. Ε, α/α 1
[²⁰] Αν. Βελλιάδης, ό.π, σελ. 26.
[²¹] ΓΕΣ/ΔΙΣ «Περιληπτική έκθεση των γεγονότων 6ης με 23ης Απριλίου 1941», φακ. 603, υποφ. Ε, α/α 1
[²²] Διπλωματικά έγγραφα των ΗΠΑ 1941, Ευρώπη, Κεφάλαιο ΙΙ, 740.0011 Ευρωπαϊκός πόλεμος 1939/9964: Τηλεγράφημα
[²³] Εφ. «Ριζοσπάστης», φ. 8.4.2001
[²⁴] Ι.Σ. Κολιόπουλος ό.π.
[²⁵] Κολιόπουλος, ό.π. και «Αρχείον» Δ. Καλιτσουνάκη, Τομ. 46ος (1966) Τευχ. Δ', σελ. 745-746 για το έργο του Ηλία Βενέζη: «Εμμανουήλ Τσουδερός, ο πρωθυπουργός της Μάχης της Κρήτης»
[²⁶] Εφ. «Ελευθερία», φ. 2.3.1945
[²⁷] ΓΕΣ/ΔΙΣ, «Παρατηρήσεις του Αρχιστράτηγου Παπάγου Αλεξ.», ό.π.
Σταύρος Μαλαγκονιάρης efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου