Από τα πιο γνωστά έργα του Τζακ Λόντον (1876-1916), αν όχι το πιο
γνωστό, είναι «Η σιδερένια φτέρνα» (εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», 4η έκδοση
το 2009, μετάφραση Κώστα Αλάτση). Οι ημερομηνίες γέννησης και θανάτου
του Τζακ Λόντον μας δείχνουν ότι έζησε την εποχή της ανόδου του
οργανωμένου εργατικού κινήματος στις ΗΠΑ. Ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο
ημερομηνίες εκτυλίχθηκε μια ζωή γεμάτη φτώχεια, βιοπάλη, περιπέτεια και
καλλιτεχνική δημιουργία.
Μετά από το σχολείο κάνει τον εφημεριδοπώλη,
τον εργάτη, τον κοντραμπατζή, το λιμενοφύλακα, το ναύτη, αλητεύει,
γίνεται και φοιτητής, χρυσοθήρας και πολεμικός ανταποκριτής. Από τις
εμπειρίες του σαν ναύτη βγαίνει και το λογοτεχνικό του πρωτόλειο – ήταν
μόλις 17 χρονών – «Αφήγηση για έναν τυφώνα στ’ ανοιχτά της ιαπωνικής
θάλασσας». «Η σιδερένια φτέρνα» είναι το τέταρτο βιβλίο του Τζακ Λόντον
που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή». Προηγήθηκαν «Το
κάλεσμα της άγριας φύσης», το «Μάρτιν Ίντεν» και το «Ολόχρυσο φαράγγι»,
ενώ από τις εκδόσεις «Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος» κυκλοφορεί η συλλογή διηγημάτων
του «Επανάσταση». Όλο το έργο του είναι κυριολεκτικά παρμένο από τη
ζωή του που ήταν ταυτόχρονα η ζωή των πολλών. Ο Τζακ Λόντον είναι
υπόδειγμα συγγραφέα που μετουσιώνει τα πάθη του σε τέχνη. Η καλλιτεχνική
και η ιδεολογική ζωή του Λόντον παρουσιάζει κυμάνσεις που δίνουν την
εντύπωση μιας γενικής υπαρξιακής αμφισβήτησης από τη μία, αλλά και
υποχώρησης στην κυρίαρχη ιδεολογία για λόγους επιβίωσης από την άλλη.
Στο έργο του φωτίζει πλευρές της ανθρώπινης ύπαρξης ψυχογραφώντας τον
επαναστάτη, αλλά και το μη επαναστάτη, όπως στο «Μάρτιν Ίντεν» όπου ο
πρωταγωνιστής είναι ένας μικροαστός διανοούμενος ατομικιστής που στο
τέλος αυτοκτονεί μετά από μια πορεία ζωής μόνο για τον εαυτό του
βαδίζοντας προς το αδιέξοδο. Στο «Ολόχρυσο φαράγγι» είναι συγκεντρωμένα
13 διηγήματα γραμμένα σε διάφορες περιόδους της ζωής του για χρυσοθήρες,
πυγμάχους, θαλασσινές περιπέτειες κλπ. Θα σταθούμε όμως, στο «Η
σιδερένια φτέρνα», έργο καταγγελίας της άγριας εκμετάλλευσης των εργατών
στην αναπτυγμένη καπιταλιστική βιομηχανία της εποχής του.
Βλέμμα προς τα πίσω από το μέλλον.
Το βιβλίο ξεκινάει σε μια μελλοντική εποχή όπου έχουμε φτάσει στον «τελικό θρίαμβο της σοσιαλιστικής δημοκρατίας», «σε εφτακόσια χρόνια από σήμερα, τον τέταρτο αιώνα της Αδελφοσύνης του Ανθρώπου».
Ανακαλύπτεται ένα χειρόγραφο γραμμένο από τη γυναίκα του ήρωα στο οποίο
περιγράφονται οι πολύνεκροι αγώνες της εργατικής τάξης στις αρχές του
20ου αιώνα και το ανελέητο τσάκισμά τους από τους μισθοφόρους της
«Σιδερένιας Φτέρνας», αλλά και περιγράφει την αισιοδοξία του βασικού
ήρωα της «πρώτης μεγάλης εξέγερσης» του σοσιαλιστή ηγέτη Έρνεστ
Έβερχαρτ.
Μήνυμα πάλης και όραμα του μέλλοντος
H εισαγωγή στην υπόθεση του βιβλίου είναι του Γάλλου
μυθιστοριογράφου, δημοσιογράφου και ποιητή Ανατόλ Φρανς (1844-1924) ο
οποίος κλείνει την εισαγωγή του με την εξής δραματική έκκληση: «Δεν
μπορώ να σας πω πως η Ολιγαρχία θα χαθεί μονομιάς και χωρίς αγώνα. ΘΑ
ΠΑΛΕΨΕΙ. Ο τελευταίος της πόλεμος μπορεί να κρατήσει πολύ κι οι τύχες
του θα ποικίλλουν. Ω εσείς, γενιές του μέλλοντος, παιδιά των ημερών που
είναι να ‘ρθουν! Θα παλέψετε! Κι όταν οι αντιξοότητες σας κάνουν ν’
αμφιβάλλετε για την ευόδωση του αγώνα, θα ξαναπάρετε κουράγιο και θα
πείτε, μαζί με τον ευγενικό Έβερχαρτ: «Χάσαμε αυτή τη φορά. Όμως, όχι
για πάντα. Μάθαμε πολλά. Αύριο η Ιδέα θα στυλωθεί και πάλι, πιο γερή σε
γνώση και σε πειθαρχία» (σελ. 10). Ο Ανατόλ Φρανς γράφει αυτό το
σχόλιο λίγο μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το βιβλίο του Λόντον
πρωτοκυκλοφόρησε το 1907 και πραγματεύεται τις δύο μεγάλες εργατικές
εξεγέρσεις του Σικάγο και του Σαν Φρανσίσκο που πνίγηκαν στο αίμα. Με το
βιβλίο ο αναγνώστης από την απόσταση τεσσάρων αιώνων σοσιαλισμού
κοιτάει πίσω στα μαρτυρικά χρόνια του τέλους του 19ου και των αρχών του
20ου αιώνα.
Οι τίτλοι των κεφαλαίων του βιβλίου προδιαθέτουν τον αναγνώστη για το
περιεχόμενο προδικάζοντας μια κλιμάκωση, όπως, για να πούμε μερικά
παραδείγματα: Προκλήσεις, Σκλάβοι της μηχανής, Οι μηχανοθραύστες, Η
δίνη, Η γενική απεργία, Η αρχή του τέλους, Η κόκκινη λιβρέα, Η Κομμούνα
του Σικάγου, Ο κόσμος της αβύσσου, Εφιάλτης, Οι τρομοκράτες. Στο πρώτο
κεφάλαιο «Ο αετός μου» η μετέπειτα γυναίκα του, η Έιβις, αφηγείται τη
γνωριμία της με τον Έρνεστ Έβερχαρτ. Είμαστε σ’ ένα δείπνο στο σπίτι
της και είναι και άλλοι καλεσμένοι υποστηρικτές του καπιταλισμού.
Συνιστούν τον Έβερχαρτ σαν εκπρόσωπο της εργατικής τάξης («Έχουμε εδώ μαζί μας ένα μέλος της εργατικής τάξης»).
Αναπτύσσεται μια ιδεολογική συζήτηση και μετά από μια πολύ ενδιαφέρουσα
αντιπαράθεση το κεφάλαιο κλείνει με τα λόγια του Έβερχαρτ: «Συνεχίστε
το κήρυγμά σας κι άξιος ο μισθός σας, αλλά, για τ’ όνομα του Θεού,
αφήστε την εργατική τάξη ήσυχη. Ανήκετε στο εχθρικό στρατόπεδο. Δεν
έχετε τίποτα το κοινό με την εργατική τάξη. Τα χέρια σας είναι μαλακά,
καθώς άλλοι δουλεύουν για σας, τα στομάχια σας είναι καταστρόγγυλα απ’
την αφθονία του φαγητού…» […] «…και τα μυαλά σας είναι γεμάτα δοξασίες
που αποτελούν κάστρα του καθεστώτος. Είστε το ίδιο μισθοφόροι
–ειλικρινείς μισθοφόροι, το παραδέχομαι – όσο ήταν κι οι άντρες της
Ελβετικής Φρουράς*. Να τιμάτε, λοιπόν, το ψωμί που τρώτε κι αυτούς που
σας το δίνουν. Να περιφρουρείτε με το κήρυγμά σας τα συμφέροντα των
εργοδοτών σας. Αλλά μην κατεβαίνετε στην εργατική τάξη για να γίνετε
δήθεν οδηγητές της. Δε γίνεται ν’ ανήκετε ειλικρινά σε δύο στρατόπεδα
ταυτόχρονα. Η εργατική τάξη πορεύτηκε χωρίς εσάς και, πιστέψτε
με, θα συνεχίσει να πορεύεται χωρίς εσάς. Μπορεί μάλιστα να πορευτεί
καλύτερα χωρίς εσάς παρά μ’εσάς» (σελ. 28/29, η υπογράμμιση δική
μου, Α.Ι.). Στο μεταξύ η Έιβις, στην πορεία της γνωριμίας της με τον
Έβερχαρτ, περνάει μια εσωτερική θύελλα συνειδητοποίησης.
*Οι έμμισθοι ξένοι φρουροί των ανακτόρων του Λουδοβίκου ΙΣΤ, βασιλιά της Γαλλίας, που τον αποκεφάλισε ο λαός του.
Λόγος επαναστατικός
Στη λεγόμενη Λέσχη των Φιλομαθών κάλεσαν, ουσιαστικά κατά λάθος, τον
Έρνεστ για να μιλήσει. Η ομιλία του αυτή εξελίχθηκε σ’ ένα φλογερό
κατηγορώ κατά του καπιταλισμού και με την έννοια αυτή κατηγορούσε και τη
Λέσχη που τον φιλοξενούσε. Πριν την αρχή ο Έρνεστ είχε πει στην Έιβις,
ότι «θα τους κάνει να ουρλιάζουν σαν λύκοι». Ο Έβερχαρτ ξεκινάει
σε χαμηλούς τόνους. Έπειτα κλιμακώνεται η κουβέντα του περιγράφοντας τη
ζωή του ανάμεσα στους επαναστάτες για να ξεσπαθώσει μετά σ’ ένα
κατηγορητήριο κατά των κεφαλαιοκρατών και των συμμάχων τους στην
κοινωνία: «Γνώρισα ανθρώπους που επικαλούνταν το όνομα του Πρίγκιπα της Ειρήνης ξεσπαθώνοντας ενάντια
στον πόλεμο ενώ, από την άλλη μεριά, έβαζαν τουφέκια στα χέρια των
Πίνκερτον* για να σκοτώνουν απεργούς στα εργοστάσιά τους. Γνώρισα
ανθρώπους έξαλλους από αγανάκτηση για την κτηνωδία του επαγγελματικού
μποξ, που ήταν ταυτόχρονα συνεργοί στη νόθευση τροφίμων, που σκοτώνει
κάθε χρόνο περισσότερα νήπια απ’ όσα σκότωσε ο ματοβαμμένος Ηρώδης. Ο
ένας κύριος, λεπτεπίλεπτος, με αριστοκρατικό παρουσιαστικό, ήταν
αχυράνθρωπος, όργανο εταιριών που έκλεβαν με απάτες χήρες και ορφανά. Ο
άλλος κύριος, που έκανε συλλογή από σπάνιες εκδόσεις κι ήταν χορηγός
λογοτεχνικών σωματείων, πλήρωνε χαράτσι στο χοντρομούρη, μαυροφρύδη
αφεντικό κάποιου δημοτικού μηχανισμού που τον εκβίαζε. Ο τάδε εκδότης,
που δημοσίευε διαφημίσεις φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων, με είπε
πρόστυχο δημαγωγό, επειδή τον προκάλεσα να δημοσιεύσει στις εφημερίδες
του την αλήθεια για τα ιδιοσκευάσματα. Ο δείνα κύριος, που μιλούσε,
σοβαρός κι όλος αυτοπεποίθηση, για την ομορφιά του ιδεαλισμού και την
καλοσύνη του Θεού, μόλις είχε προδώσει τους συνεργάτες του σε μια
δουλειά. Ο ένας, στυλοβάτης της Εκκλησίας και γενναίος χορηγός
ιεραποστολών στο εξωτερικό, είχε κορίτσια να δουλεύουν στο εργοστάσιό
του δέκα ώρες την ημέρα με μεροκάματα πείνας, ενθαρρύνοντας έτσι άμεσα
την πορνεία. Ο άλλος, που προικοδοτούσε πανεπιστημιακές έδρες κι έχτιζε
μεγαλόπρεπες εκκλησιές, ψευδορκούσε στα δικαστήρια για δολάρια και
σεντς» (σελ. 77/78).
*Αρχικά ήταν ιδιωτικοί ντετέκτιβ, αλλά γρήγορα μεταβλήθηκαν σε
πληρωμένους μαχητές των καπιταλιστών και τελικά εξελίχθηκαν στους
Μισθοφόρους της Ολιγαρχίας.
Και
συνεχίζει με παραδείγματα για γερουσιαστές, μεγιστάνες σιδηροδρόμων,
κομματάρχες, αρεοπαγίτες και κυβερνήτες στην υπηρεσία του μεγάλου
κεφαλαίου – τη σιδερένια φτέρνα της ολιγαρχίας, της πλουτοκρατίας –
κατηγορώντας την καπιταλιστική τάξη για αισχρή εκμετάλλευση και
κακοδιαχείριση των κοινών. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι ιδεολογικοί
διάλογοι ταξικής αντιπαράθεσης και σύγκρουσης στηριγμένοι στην πρακτική
πείρα, αλλά και η πορεία συνειδητοποίησης μέσα από την εξέλιξη της Έιβις
η οποία περνάει εσωτερικούς «σεισμούς». Η επιλογή παραθέσεων είναι
εξαιρετικά δύσκολη, γιατί το ένα χωρίο είναι καλύτερο από τ’ άλλο και η
ροή της ανάπτυξης δείχνει συγγραφική δεινότητα και πολύ πάθος.
«Η σιδερένια φτέρνα» παραμένει ένα από τα πιο συγκλονιστικά έργα
καταγγελίας του καπιταλισμού, αλλά και έκκλησης σε επαναστατική δράση
της παγκόσμιας λογοτεχνίας που πρέπει να διαβάζεται και να
ξαναδιαβάζεται και τώρα, 108 χρόνια μετά από την πρώτη κυκλοφορία του...Γράφει η Άννεκε Ιωαννάτου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου