Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2015

Ρώσικη Επανάσταση και Ισλάμ

(Μέρος Ι, Dave Crouch: «Μπολσεβίκοι και Ισλάμ») 

Αντιμέτωπο με μια πιθανή καταστροφή στο Ιράκ, το πολιτικό κατεστημένο καταφεύγει στον αποδιοπομπαίο τράγο που ονομάζεται Ισλάμ. Την ημέρα των βομβαρδισμών του Λονδίνου τον Ιούλιο του 2005, ο υπουργός εξωτερικών του Blair, Jack Straw, έδωσε την κατεύθυνση για μια νέα εισβολή, αφήνοντας πίσω με χυδαίο τρόπο την όποια σύνδεση με το Ιράκ. Η αλληλεγγύη του αντιπολεμικού κινήματος στους Μουσουλμάνους κατακρίθηκε έντονα από φιλελεύθερους σχολιαστές -που αποτελούν συνήθως τον πιο αποτελεσματικό σύμμαχο της δεξιάς.1


Η αντίδραση στη ρατσιστική γελοιογραφία που δημοσιεύθηκε σε Ευρωπαϊκές εφημερίδες έφερε στο φως την έκταση που έχει πάρει η Ισλαμοφοβία στους αποκαλούμενους φιλελεύθερους κύκλους -και την σύγχυση που επικρατεί στην Αριστερά. Για την επαναστατική αριστερά οι διαφωνίες επικεντρώνονται στην στάση της για την Ισλαμική μαντήλα. Ο Gilbert Achcar, από την Κομμουνιστική Επαναστατική Λίγκα (Ligue Communiste Révolutionnaire), παίρνει θέση περίπου ανάμεσα στις δύο αντιπαραθετικές θέσεις: κάνει κριτική σε κάποιους από το ίδιο του το κόμμα αλλά και από άλλα κόμματα της Γαλλικής Αριστεράς σχετικά με την μαντήλα, ενώ παράλληλα κατηγορεί το SWP (Socialist Workers Party) ότι επέλεξε να συμμαχήσει εκλογικά «με μια Ισλαμική δογματική οργάνωση όπως η Μουσουλμανική Ένωση Βρετανίας».2 Ωστόσο, ο Achcar φαίνεται να κάνει μια μεγάλη υποχώρηση στον ισχυρισμό της Δεξιάς ότι το Ισλάμ είναι διαφορετικό από τις άλλες θρησκείες, όταν λέει ότι το Κοράνι δεν δύναται αριστερής ερμηνείας όπως αυτές που μπορεί να συναντήσει κανείς σε Χριστιανικές αιρέσεις («θεολογία της απελευθέρωσης»). Για τον Achcar, το Κοράνι παγιδεύει τους Μουσουλμάνους σε έναν αντιδραστικό τρόπο σκέψης.3

Στην πραγματικότητα, υπάρχουν πολλά παραδείγματα αριστερών οργανώσεων που αναδείχθηκαν και στηρίχθηκαν από ανθρώπους που πίστευαν στο Ισλάμ. Ο Malcolm X υπήρξε μεγάλη επιρροή για το επαναστατικό Κόμμα των Μαύρων Πανθήρων στα 1960, ενώ οι ηγέτες των Μουτζαχεντίν στο Ιράν τάσσονταν υπέρ της σύνθεσης του Μαρξισμού με το Ισλάμ για τον αγώνα ενάντια στον βασιλιά του Ιράν. Παράλληλα, η αστική τάξη στις Ισλαμικές χώρες συχνά πειραματίζεται με μια αριστερίζουσα ρητορική για να ισχυροποιήσει την απήχηση της, όπως για παράδειγμα ο «Ισλαμικός Σοσιαλισμός» που διακήρυτταν οι ηγέτες του στρατιωτικού πραξικοπήματος στο Αφγανιστάν το 1973 ή όπως έκανε ο Zulfikar Bhutto κατά τη διάρκεια του προγράμματος εθνικοποίησης στο Πακιστάν στα μέσα του 1970.

Άρα, αν οι Μουσουλμάνοι, όπως είναι αναμενόμενο, μπορούν να κερδηθούν από τις επαναστατικές ιδέες, ποια είναι η ιστορική εμπειρία των βασικών Μαρξιστικών οργανώσεων που προσπάθησαν να τους κερδίσουν προς το σοσιαλισμό; Αυτό που λείπει από τις περισσότερες συζητήσεις γύρω από το θέμα είναι η αποτίμηση του τι έκαναν οι Μπολσεβίκοι του Λένιν κατά την επανάσταση του 1917 όπου το 10% του πληθυσμού (περίπου 16 εκατομμύρια άνθρωποι) ήταν Μουσουλμάνοι. Αυτό το μικρό άρθρο είναι μια συμβολή στην συμπλήρωση αυτού του κενού.

Θα επιχειρήσω να αποδείξω ότι η πολιτική των Μπολσεβίκων από το 1917 μέχρι τα μέσα του 1920 είναι ριζικά διαφορετική από το κυνήγι μαγισσών που εξαπέλυσε ο Στάλιν απέναντι στο Ισλάμ από το 1927 και μετά, και ότι στα πρώτα χρόνια της επανάστασης οι Μπολσεβίκοι υποδέχονταν Μουσουλμάνους στο Κομμουνιστικό Κόμμα και επιχειρούσαν μεγάλης κλίμακας επιχειρήσεις μαζί με Ισλαμικές οργανώσεις.

Ο στόχος μου είναι να σώσω τη μνήμη του Λένιν από τις επιθέσεις που του κάνει η δεξιά και να εξάγω κάποια συμπεράσματα από την εμπειρία των Μπολσεβίκων. Όπως έχει επισημάνει ο Alex Callinicos, «το ζήτημα της μαντήλας είναι ένα σύμπτωμα μόνο του πραγματικού προβλήματος, το οποίο δεν είναι παρά το πως θα μπορέσουμε να οικοδομήσουμε ένα κίνημα που θα αγκαλιάζει τα κατώτερα στρώματα της Ευρωπαϊκής κοινότητας που υποφέρουν και από οικονομική εκμετάλλευση και από ρατσιστική καταπίεση και τα οποία γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο συνδέονται έντονα με την Μουσουλμανική τους πίστη.»4 Αν αποκλείουμε τους εργάτες για τον τρόπο που ντύνονται ή για τη θρησκεία τους, καταδικαζόμαστε στην απομόνωση του σεχταρισμού. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι η αριστερά θα πρέπει να σταθεί στο πλευρό των Μουσουλμάνων στην πάλη ενάντια στο ρατσισμό και τον ιμπεριαλισμό.

Το συγκεκριμένο θέμα είναι και βαθιά προσωπικό ζήτημα, οπότε οφείλω να πω κάτι και για τα δικά μου πιστεύω. Σαν αγόρι έβρισκα ενδιαφέροντα τα τελετουργικά τις Αγγλικανικής εκκλησίας, τα οποία και παρακολουθούσα συχνά. Δεν θυμάμαι να έχω κάποια αυθεντική πίστη μέχρι τα 20 μου όπου άρχισα να έχω την έντονη αίσθηση ότι η μοίρα μου βρισκόταν στα χέρια κάποιας ανώτερης ύπαρξης. Κοιτώντας ξανά πίσω, αυτή η αίσθηση ήταν πιθανότατα ο αντίκτυπος των προσωπικών μου ανακατατάξεων, των οικονομικών δυσκολιών και της απελπισίας που βίωνα τότε. Ήμουνα έντονα οργισμένος για την κοινωνία και θα μπορούσα πιθανώς να ενταχθώ σε κάποια θρησκευτική αίρεση, ή να καταφύγω στη βία, ή και στη θρησκευτική βία. Αντίθετα, ανακάλυψα ότι ο Μαρξισμός μπορούσε να προσφέρει ένα πολύ πιο αποτελεσματικό τρόπο για να κατανοήσεις τον κόσμο και έναν οδηγό για να τον αλλάξεις.

1_492683_636212529753806_1388956003_o.jpg



Ο χριστιανισμός την περίοδο των Μπολσεβίκων

Αν ρωτήσεις οποιονδήποτε θρησκευόμενο άνθρωπο για την Σοβιετική Ένωση θα έχουν αμέσως να πουν για ένα σωρό αποτρόπαια εγκλήματα που διέπραξε ο Στάλιν απέναντι στις θρησκείες κάθε είδους. Πολλές φορές βάζουν όλους τους σοσιαλιστές στο ίδιο καζάνι. Ωστόσο, η αλήθεια είναι ότι ο Σταλινισμός δε μοιάζει σε τίποτα με το πως ήταν το Μπολσεβίκικο Κόμμα την εποχή του Λένιν, ή κατά τα πρώτα χρόνια του στην εξουσία στη Ρωσία. Καταρχάς, ενώ το πρόγραμμα του κόμματος δήλωνε επίσημα τον αθεϊσμό, το να συμφωνείς με αυτό δεν ήταν ποτέ προϋπόθεση για να ενταχθείς στο κόμμα: για τους Μπολσεβίκους η θρησκεία ήταν προσωπική υπόθεση του κάθε πολίτη. Το 1905 ο Λένιν έγραψε μια διατριβή ενάντια στο να δηλωθεί στο πρόγραμμα του κόμματος ο αθεϊσμός και επέμενε ότι «όσα φυλλάδια και όσες διακηρύξεις και να κάνουμε, δεν θα φτάσουν να διαφωτίσουν το προλεταριάτο αν το ίδιο δεν φωτιστεί μέσα από τον ίδιο του τον αγώνα ενάντια στις σκοτεινές δυνάμεις του καπιταλισμού.»

Άρα, για τους σοσιαλιστές, οι άνθρωποι όταν έρχονται σε επαφή με σοσιαλιστικές οργανώσεις αν και αρχικά διατηρούν τα θρησκευτικά τους πιστεύω στη συνέχεια τα εγκαταλείπουν όταν πειστούν για τη δύναμη τους να αλλάξουν τον κόσμο. Ο Μαρξ πριν από τη φράση του ότι η θρησκεία «είναι το όπιο του λαού» έκανε την αναγνώριση ότι η θρησκεία μπορεί ταυτόχρονα να αποτελεί μια γλώσσα στην οποία οι άνθρωποι να μπορούν να μιλήσουν για την καταπίεση τους και να εκφράσουν τις επιθυμίες του να αντισταθούν σε αυτή:

«Το να υποφέρεις μέσα από τη θρησκεία είναι ταυτόχρονα η έκφραση της πραγματικής καταπίεσης αλλά και μια διαμαρτυρία απέναντι σε αυτήν. Η θρησκεία είναι ο αναστεναγμός ενός καταπιεσμένου όντος, η καρδιά ενός άκαρδου κόσμου και η ψυχή των άψυχων συνθηκών. Είναι το όπιο του λαού.»

Ο Λένιν ήταν ξεκάθαρος ότι ήταν πολιτική αυτοκτονία το να επιμένεις οι εργάτες να εγκαταλείψουν τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις πριν οργανωθούν σε ένα επαναστατικό κόμμα. Αντίθετα, ενθάρρυνε τη στρατολόγηση θρησκευόμενων ανθρώπων. «Είμαστε απολύτως αντίθετοι με οποιαδήποτε επίθεση στα θρησκευτικά πιστεύω τους», έγραψε το 1909. Αυτούς που έκαναν κάτι τέτοιο τους αποκαλούσε «νήπια του υλισμού»:

«Οι πιο βαθιές ρίζες της θρησκείας είναι οι κοινωνικές συνθήκες καταπίεσης των εργατικών μαζών και η εμφανής αδυναμία τους μπροστά στις τυφλές δυνάμεις του καπιταλισμού, οι οποίες κάθε μέρα και κάθε ώρα επιβάλουν στους απλούς εργαζόμενους ανθρώπους τις πιο φριχτές πιέσεις και τα πιο βάναυσα προβλήματα, χιλιάδες φορές πιο σοβαρά από αυτά που επέρχονται από εξαιρετικά γεγονότα όπως οι πόλεμοι, οι σεισμοί, κλπ.»

Οι Ρώσοι Μαρξιστές καταλάβαιναν ότι η ριζοσπαστικοποίηση μπορεί να φανεί και μέσα από την αλλαγή στις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Στην αυτοβιογραφία του ο Τρότσκι αναφέρει ότι , για τους εργάτες στην Ουκρανία κατά τη διάρκεια του κύματος απεργιών του 1980, το να αποχωρήσουν από την Ρώσικη Ορθόδοξη εκκλησία για να ασπαστούν μια άλλη θρησκεία, όπως οι Βαπτιστές που «έκαναν επίθεση στην κυρίαρχη θρησκεία», ήταν το πρώτο βήμα στο δρόμο τους για τις ιδέες του σοσιαλισμού, «μια προσωρινή φάση στη διαδικασία τους προς την επανάσταση».5 Σε μια παρόμοια παρατήρηση βασίζεται η πρόταση του Λένιν το 1903 για δημοσίευση μιας εφημερίδας που θα απευθύνεται σε πιστούς Χριστιανικών αιρέσεων, οι οποίοι αριθμούσαν σε πάνω από 10 εκατομμύρια στη Ρωσία εκείνο τον καιρό. Εννιά τεύχη της Rassvet («Η Αυγή») τυπώθηκαν το 1904, ως «μέρος ενός πειράματος».6

Η μη σεχταριστική προσέγγιση των Μπολσεβίκων στο Χριστιανισμό δοκιμάστηκε με τη γενική απεργία στην Πετρούπολη τον Ιανουάριο του 1905. Η απεργία κορυφώθηκε στις 9 Ιανουαρίου με μια πορεία 200.000 εργατών ενάντια στον τσάρο η οποία τελείωσε με σφαγή από το στρατό. Το κίνημα καθοδηγούνταν από έναν παπά, τον Georgy Gapon, για τον οποίο υπήρχαν σημαντικές υποψίες ότι ήταν κατάσκοπος της αστυνομίας. Οι Μπολσεβίκοι ωστόσο συμμετείχαν στη διαδήλωση, μετά την οποία ο Λένιν προσπάθησε να συναντήσει τον Gapon, να του μιλήσει, ακόμα και να τον στρατολογήσει7. Ο Gapon ήταν Ρώσος Ορθόδοξος ιερέας και η εκκλησία ήταν πολύ δεμένη με το τσαρικό κράτος, ακόμα και στα πιο χαμηλά στρώματα της ιεραρχίας της. Κάποιοι από τους ιερείς έκαναν πογκρόμ ενάντια σε Εβραίους και οργάνωναν τα Black Hundreds, συμμορίες που επιτίθονταν σε εργάτες και οποιονδήποτε εναντιωνόταν στο καθεστώς. Αλλά το γεγονός ότι ο τσαρισμός χρησιμοποιούσε την Ορθοδοξία ως όπλο για την ταξική καταπίεση δεν απέτρεψε τους Μπολσεβίκους από το να κατανοήσουν ότι πολλοί απλοί Ρώσοι πίστευαν στην Ορθοδοξία για πολύ διαφορετικούς λόγους.

Όταν οι Μπολσεβίκοι ήρθαν στην εξουσία τον Οκτώβρη του 1917, δήλωσαν ότι το Σοβιετικό κράτος θα ήταν υπέρ της ανεξιθρησκείας, όχι ενάντια στη θρησκεία. Το Δεκέμβριο η Ρώσικη Ορθόδοξη εκκλησία έχασε την αναγνώριση της από το κράτος και τα δικαιώματα της στη γη, ενώ οι αιτήσεις γεννήσεων, γάμων, διαζυγίων και εκπαίδευσης έγιναν μη λειτουργίες που αφορούσαν μόνο το κράτος. Αρκετές εκκλησίες χρησιμοποιήθηκαν ως σχολεία, χώροι στέγασης ή κλαμπ, αλλά οι θρησκευτικές ομάδες ήταν ελεύθερες να κάνουν αίτηση για να χρησιμοποιήσουν οποιαδήποτε κτήρια για τις λατρευτικές τους διαδικασίες. Τα σχολεία ήταν κοσμικά, αλλά όχι ενάντια στη θρησκεία.

Το να βγάζεις ένα διάταγμα όμως είναι ένα πράγμα, το να ακυρώνεις στην πράξη την αναγνώριση της εκκλησίας είναι κάτι διαφορετικό. Υπήρχαν μέρη που το αίσθημα της Ορθοδοξίας ήταν υψηλό στον κόσμο και υπήρχαν περιπτώσεις όπου συγκεντρώσεις θρησκευόμενων συγκρούονταν με τους Μπολσεβίκους για το ζήτημα της ιδιοκτησίας της εκκλησίας. Ωστόσο, η λαϊκή απήχηση της Ορθοδοξίας υποτιμήθηκε σημαντικά στα τέλη του 1921, όταν ο ηγέτης της, ο πατριάρχης Tikhon, αρνήθηκε να εκποιήσει την ιδιοκτησία της εκκλησίας για να αυξήσει το ξένο συνάλλαγμα ώστε να δοθούν τρόφιμα στα θύματα του λιμού, τα οποία ήταν εκατομμύρια. Αυτές ήταν οι συνθήκες στις οποίες 45 ιερείς εκτελέστηκαν γιατί οργάνωναν αντίσταση στην καμπάνια του Τρότσκι για τη μεταφορά του πλούτου από την εκκλησία. Αυτή η βίαιη πολιτική πρέπει να ειδωθεί μέσα στις έκτακτες συνθήκες λιμού, και όχι ως μια κακόβουλη επίθεση στην εκκλησία.8

Στην πραγματικότητα, κάποιες Χριστιανικές αιρέσεις γνώρισαν αύξηση στην περίοδο των Μπολσεβίκων. Το κίνημα των ευαγγελιστών Προτεσταντών που απαρτιζόταν από διάφορες σχετικές οργανώσεις, όπως οι Βαπτιστές, οι Ευαγγελιστές Χριστιανοί, οι Πεντηκοστιανοί και άλλοι, αναπτύχθηκε από 100.000 συμμετέχοντες σε πάνω από ένα εκατομμύριο κατά την πρώτη δεκαετία της Σοβιετικής εξουσίας. Αυτοί οι ευαγγελιστές προσπαθούσαν μαζικά να προσηλυτίσουν κόσμο, εκμεταλλευόμενοι την επιμονή της Σοβιετικής κυβέρνησης για ελεύθερη θρησκευτική προπαγάνδα. Δημοσίευσαν ποικιλία θρησκευτικών βιβλίων, λειτουργούσαν σχολεία όπου εκπαίδευαν ιεροκήρυκες οργάνωναν προγράμματα φιλανθρωπίας και δημιουργούσαν αγροτικές και βιοτεχνικές συλλογικότητες.9

Ένας λόγος που αναπτύχθηκαν οι ευαγγελιστές ήταν η εντυπωσιακή απόφαση του Τρότσκι τον Οκτώβρη του 1918 (η οποία στηρίχθηκε και από την κυβέρνηση λίγους μήνες αργότερα) να επιτρέψει σε ανθρώπους που οι θρησκευτικές τους πεποιθήσεις απαγόρευαν τη συμμετοχή στο στρατό να ανταλλάξουν τη θητεία τους με ώρες προσφοράς σε νοσοκομεία. Αυτό έγινε όταν ο εμφύλιος πόλεμος άρχισε να επεκτείνεται. Ο Paul Steeves, ένας ακαδημαϊκός που σπούδασε σχετικά με τους Ρώσους ευαγγελιστές και ο οποίος ήταν ενάντια στους Μπολσεβίκους, σημειώνει ότι ήταν αδύνατο να εγκατασταθεί μια άμεση σχέση αίτιου-αιτιατού ανάμεσα στον πασιφισμό και την ανάπτυξη του κινήματος, αλλά όσον αφορά του Βαπτιστές, «η συγκεκριμένη περίοδος (1917-1926) όπου οι ιδέες του πασιφισμού κυριάρχησαν στη διοίκηση του Ρώσικου Σωματείου των Βαπτιστών συνέπεσε με μια ασυνήθιστα μεγάλη αριθμητικά ανάπτυξη στη συμμετοχή στο κίνημα των Βαπτιστών».10 Με άλλα λόγια, οι νέοι άντρες εγγράφονταν στο σωματείο των Βαπτιστών για να αποφύγουν τη στρατιωτική τους θητεία. Ωστόσο, η ηγεσία των Μπολσεβίκων αποφάσισε ότι αυτό έπρεπε να ήταν το τίμημα για να υποστηρίξει κανείς την πολιτική αρχή της ανεξιθρησκείας.

Όταν ο Λένιν ήρθε στην εξουσία μετά την επανάσταση ανησυχούσε για το αν η προπαγάνδα για τον αθεϊσμό έπρεπε να είναι πιο μετριοπαθής. «Πρέπει να είμαστε εξαιρετικά προσεκτικοί με το πως παλεύουμε τις θρησκευτικές προκαταλήψεις. Υπάρχουν πολλοί που προκαλούν πολύ κακό σε αυτή τη μάχη προσβάλλοντας τα θρησκευτικά αισθήματα ανθρώπων. Πρέπει να χρησιμοποιήσουμε την προπαγάνδα και την εκπαίδευση. Αν είμαστε πολύ αιχμηροί σε αυτά που λέμε ίσως προκαλέσουμε μόνο έχθρα», έγραφε το Νοέμβρη του 1918. Το 1921 ο Λένιν έπεισε την Κεντρική Επιτροπή του κόμματος να δώσει γραμμή για επίπληξη όσων μελών παρενέβαιναν τη συμβουλή του: «Πρέπει κατηγορηματικά να αποφύγουμε το οτιδήποτε θα έδινε πάτημα για οποιαδήποτε εθνικότητα να σκεφτεί ή οι εχθροί μας να ισχυριστούν ότι καταδιώκουμε ανθρώπους για τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις».11

Ωστόσο, υπήρχαν φορές όπου ομάδες Κομμουνιστών όντως προσέβαλαν το θρησκευτικό αίσθημα. Στα «Κόκκινα Χριστούγεννα» που οργανώθηκαν από την Κομμουνιστική Λίγκα Νεολαίας τον Ιανουάριο του 1923 , νέοι φοιτητές και εργαζόμενοι ντύνονταν ως κλόουν, τραγουδούσαν τη Διεθνή και έκαιγαν ομοιώματα θρησκευτικών φιγούρων. Αλλά τέτοια γεγονότα ήταν η εξαίρεση στον κανόνα και γίνονταν στόχος επίθεσης από την ηγεσία των Μπολσεβίκων.12 Επίσης, η προπαγάνδα για τον αθεϊσμό ήταν μη αποτελεσματική, σε αντίθεση με αυτό που αναμενόταν καθώς η επανάσταση εξασθενούσε μετά τον Ρώσικο εμφύλιο πόλεμο και την ήττα της Γερμανικής επανάστασης. Οι Μπολσεβίκοι έκριναν ότι το ξερίζωμα της θρησκείας θα μπορούσε να γίνει μόνο με την οικοδόμηση ενός «novyi byt», δηλαδή συνθηκών ζωής με καθαριότητα, θέρμανση, υγεία, ηλεκτροδότηση, προχωρημένη γεωργία. Αλλά στα μέσα του 1920 οι άνθρωποι ακόμα πάλευαν για να ξεπεράσουν τις καταστρεπτικές συνέπειες 7 χρόνων πολέμου.

Το δοκίμιο του Λένιν «Για τη σημασία του μαχητικού υλισμού» δημοσιεύτηκε το Μάρτιο του 1922 και το πρώτο τεύχος του Bezbozhnik (Άθεος) βγήκε ένα χρόνο μετά, η πρώτη μαζική και τακτική εφημερίδα για τον αθεϊσμό. Αλλά και αυτή όπως και άλλες εκδόσεις απέτυχαν στο να έχουν κάποιο σημαντικό αποτέλεσμα. Η Λίγκα των Άπιστων ιδρύθηκε από μια μικρή ομάδα άθεων το 1925, αλλά ήταν αναποτελεσματική στα πρώτα της χρόνια. Μετατράπηκε σε Λίγκα των Μαχητικών Άπιστων το 1929 όταν ο Στάλιν απαγόρεψε κάθε είδους θρησκευτική δραστηριότητα. Μόνο τότε ήταν που αυξήθηκαν σε πολύ μεγάλο βαθμό τα μέλη της Λίγκας: μέχρι το 1931 είχε 5 εκατομμύρια μέλη.13

2_Komintern._Congress_of_the_peoples_of_the_Far_East._Baku.jpg





Το Ισλάμ και η κατάρρευση της αυτοκρατορίας

Οι Μουσουλμάνοι υπέφεραν μαζικά στα χέρια του Ρώσικου ιμπεριαλισμού. Η οργή ήρθε στην επιφάνεια μετά την επιστράτευση της Κεντρικής Ασίας κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου Πόλεμου, όταν η μαζική εξέγερση του καλοκαιριού του 1916 έκανε 2.500 Ρώσους αποικιοκράτες να χάσουν τη ζωή τους. Την εξέγερση ακολούθησε θηριώδης καταστολή: οι Ρώσοι κατακρεούργησαν 83.000 ανθρώπους. Η κρίση του τσαρισμού το 1917 ριζοσπαστικοποίησε εκατομμύρια Μουσουλμάνους, οι οποίοι διεκδικούσαν τη θρησκευτική τους ελευθερία και τα εθνικά τους δικαιώματα που τους αρνούνταν η αυτοκρατορία. Την 1η Μαΐου 1917 το πρώτο Ρωσικό Συνέδριο Μουσουλμάνων έλαβε χώρα στη Μόσχα. Από τους 1000 συμμετέχοντες οι 200 ήταν γυναίκες. Μετά από έντονες συζητήσεις το συνέδριο αποφάσισε για την 8ωρη εργασία, την κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, την κατάσχεση χωρίς αποζημίωση μεγάλων ιδιοκτησιών, ίσα πολιτικά δικαιώματα για τις γυναίκες, τέλος στην πολυγαμία και την απομόνωση των γυναικών (purdah). Το συνέδριο σήμαινε ότι οι Μουσουλμάνοι της Ρωσίας ήταν οι πρώτοι στον κόσμο που απελευθέρωσαν τις γυναίκες από τους γνωστούς περιορισμούς των Μουσουλμανικών κοινοτήτων εκείνης της περιοχής.14

Το Ισλάμ κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορίας δεν ήταν και τόσο μονολιθική θρησκεία. Οι Tartars και οι Kyrgyz για παράδειγμα δεν είχαν ως έθιμο το να καλύπτουν οι γυναίκες το πρόσωπο τους. Οι πρακτικές της απομόνωσης των γυναικών και της κάλυψης του προσώπου τους συνηθίζονταν σε μέρη της κεντρικής Ασίας μετά την αποίκιση από την Ρωσία και συναντιούνταν κυρίως σε γυναίκες των πόλεων μέλη εύπορων οικογενειών.15 Ένα ρεύμα της διανόησης στο Ισλάμ στην κεντρική Ασία, οι Ταντιντιστές (Jadids) ή «νεομεθοδιστές» (‘new method men’) έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην επανάσταση. Επιχείρησαν να ερμηνεύσουν όσα είχαν κληρονομήσει από τον Μουσουλμανικό πολιτισμό υπό το φως της Ρωσική κατάκτησης.

Οι Τζαντιντιστές σχημάτισαν μα σκληρή κριτική για την κοινωνία της Κεντρικής Ασίας στις αρχές του αιώνα, καταλογίζοντας ευθύνες για την παρακμή της στην φυγή από τον «καθαρό» δρόμο του Ισλάμ. Αλλά το «καθαρό» Ισλάμ για τους Τζαντιντιστές σήμαινε την ορθολογική ερμηνεία των Ιερών κειμένων, κάτι που προϋποθέτει την σύγχρονη γνώση η οποία συνέβαλε στην ανάπτυξη των κρατών. Οι πιο διακριτοί διανοητές τους όσο ανησυχούσαν για το να οδηγήσουν την κοινωνία στο δρόμο του Ισλάμ άλλο τόσο ενθουσιάζονται με τις ιδέες της εξέλιξης και την τεχνολογική πρόοδο. Αυτοί οι μεσοαστοί άνθρωποι της διανόησης, ήταν ενάντια στη φεουδαρχία και ήθελαν να δουν το σύστημα εκπαίδευσης χωρίς την παρέμβαση της θρησκείας και τις γυναίκες να έχουν πιο ενεργητικό ρόλο στην κοινωνία.16

Κατά συνέπεια, οι Τζαντιντιστές έβλεπαν την Δύση ως «προοδευτική» και μοντέρνα, και τάσσονταν ενάντια στον Ισλαμικό κλήρο, ο οποίος αντιλαμβάνονταν ότι κρατούσε πίσω την Μουσουλμανική κοινότητα. Ταυτίζονταν με τον Ρώσικο φιλελευθερισμό και έτσι υποστήριξαν τον πόλεμο το 1914. Αλλά καθώς αυξάνονταν οι ανθρώπινες απώλειες, οι Τζαντιντιστές απομακρύνθηκαν από τις αρχικές τους ιδέες. Ένα δεύτερο σοκ ήρθε το 1918 όταν ο Τρότσκι δημοσίευσε τις μυστικές συνθήκες που αποδείκνυαν τις προθέσεις του δυτικού ιμπεριαλισμού για τον διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Μέχρι τότε οι Τζαντιντιστές αυτοαποκαλούνταν Νέο-Μπουχαριανοί, ως αναφορά στους Νέους Τούρκους που ηγήθηκαν της Τουρκικής επανάστασης του 1908 (η Μπουχάρα ήταν θρησκευτικό και πολιτιστικό κέντρο στην Κεντρική Ασία). Ο Abdurauf Fitrat, ο πιο δημοφιλής Τζαντιντιστής της περιόδου, το 1919 έγραφε ότι το καθήκον να φύγουν οι Άγγλοι από την Ινδία είναι «το ίδιο μεγαλειώδες όπως το να σώσεις τις σελίδες από το Κοράνι από το να ποδοπατηθούν από κάποιο ζώο… το ίδιο μεγαλειώδες όπως το να βγάλεις ένα γουρούνι από ένα τζαμί». Ο Μπολσεβικισμός έγινε μια ελκυστική προοπτική για αρκετούς από τους Τζαντιντιστές, οι οποίοι «συνέρρευσαν στα καινούρια κυβερνητικά όργανα που χτίστηκαν από το Σοβιετικό καθεστώς».17 Το Μουσουλμανικό Κομισαριάτο της Μόσχας επέβλεπε την πολιτική της Ρωσίας σχετικά με το Ισλάμ: οι Μουσουλμάνοι με κάποια λίγα κομμουνιστικά διαπιστευτήρια κατέλαβαν ηγετικές θέσεις στην οργάνωση.18

Οι Τζαντιντιστές δεν ήταν οι μόνοι από τους Μουσουλμάνους της προηγούμενης αυτοκρατορίας οι οποίοι ασπάστηκαν τον Μπολσεβικισμό. Υπήρχε μια διάχυτη συζήτηση ανάμεσα στους Μουσουλμάνους για την ομοιότητα των Ισλαμικών αξιών με τις σοσιαλιστικές αρχές. Οι υποστηρικτές του «Ισλαμικού σοσιαλισμού» απεύθυναν έκκληση στους Μουσουλμάνους για να στήσουν σοβιέτ. Ανάμεσα στα δημοφιλή συνθήματα ήταν και τα εξής: «Θρησκεία, ελευθερία και εθνική ανεξαρτησία!, «Ζήτω η εξουσία των σοβιέτ, ζήτω η σαρία!»

Ένα δείγμα των τάσεων της περιόδου φαίνεται στην περίπτωση του Mohammed Barkatullah, πρώην καθηγητής στην Ιαπωνία, ο οποίος το 1919 υπήρξε σύμβουλος της μοναρχίας στο Αφγανιστάν, το οποίο τότε προετοιμαζόταν για τον πόλεμο στην Βρετανία. Ο Barkatullah ταξίδεψε σε πολλά μέρη της Κεντρικής Ασίας (τότε ήταν γνωστή ως Τουρκιστάν) διαδίδοντας το φυλλάδιο του «Μπολσεβικισμός και η πολιτική του Ισλαμικού Σώματος». Ένα αντίγραφο έπεσε στα χέρια της Βρετανική μυστικής υπηρεσίας στην Ινδία, η οποία το μετέφρασε από τα Πακιστανικά. Αξίζει να παραθέσουμε ένα κομμάτι:

Μετά τα σκοτεινά μακρυά βράδια της τσαρικής αυτοκρατορίας, η αυγή της ανθρώπινης ελευθερίας φάνηκε στον Ρώσικο ορίζοντα, με τον Λένιν ως ήλιο που δίνει το φως του σε αυτή τη μέρα την ανθρώπινης ευτυχίας… Η διοίκηση των εκτενών εδαφών της Ρωσίας και του Τουρκεστάν ήρθε στα χέρια των εργατών, των αγροτών και των στρατιωτών. Οι διαχωρισμοί ανάμεσα σε φυλές, θρησκείες και τάξεις εξαφανίστηκαν.. Αλλά ο εχθρός αυτής της αγνής, μοναδικής δημοκρατίας είναι ο Βρετανικός ιμπεριαλισμός, ο οποίος ελπίζει να διατηρήσει τα Ασιατικά έθνη σε κατάσταση αιώνιας ομηρίας. Μετακίνησε το στρατό της στο Τουρκεστάν με στόχο να κόψει το νεαρό δέντρο της τέλειας ανθρώπινης ελευθερίας ακριβώς τη στιγμή που αρχίζει να ριζώνει και να δυναμώνει. Έχει έρθει η ώρα για τους Μωαμεθανούς του κόσμου και τα Ασιατικά κράτη να καταλάβουν τις ευγενείς αρχές του Ρώσικου σοσιαλισμού και να τις αγκαλιάσουν με ενθουσιασμό και σοβαρότητα. Θα πρέπει να κατανοήσουν τις βασικές αξίες αυτού του συστήματος και, για την υπεράσπιση της πραγματικής ελευθερίας, θα πρέπει να συνταχθούν με τους Μπολσεβίκους στο να σταματήσουν τις επιθέσεις των σφετεριστών και των δεσποτών, των Βρετανών. Χωρία να χάνουν χρόνο, θα πρέπει να στείλουν τα παιδιά τους σε Ρώσικα σχολεία για να μάθουν τις σύγχρονες επιστήμες, τις ευγενείς τέχνες, την πρακτική φυσική, τη χημεία, την μηχανική κλπ. Ω, Μωαμεθανοί! Ακούστε αυτήν την ιερή κραυγή. Ανταποκριθείτε σε αυτήν την έκκληση ελευθερίας, ισότητας και αδελφότητας την οποία κάνει ο αδερφός μας Λένιν και η σοβιετική κυβέρνηση της Ρωσίας.19

3_4_SovietPoster0.jpg



Οι Μουσουλμάνοι και τα Σοβιέτ

Η ελευθερία της θρησκείας ήταν μια σημαντική πλευρά της εθνικής ελευθερίας για τις καταπιεσμένες εθνικότητες των πρώην Ρώσικων αποικιών. Η πολιτική των Μπολσεβίκων στόχευε στο να αποκαταστήσει τις εθνικές και θρησκευτικές μειονότητες από τα εγκλήματα που είχε κάνει σε βάρος τους ο τσαρισμός. Αυτό δεν ήταν μόνο ζήτημα δικαιοσύνης και στοιχειώδους δημοκρατίας αλλά και απαραίτητη προϋπόθεση για να αναδειχθούν οι ταξικές διαφορές μεταξύ των Μουσουλμάνων. Η εθνική αυτονομία και ανεξαρτησία των μειονοτήτων από τη Ρωσία ήταν κομβική Σοβιετική πολιτική. Μία ανακοίνωση «Προς όλους τους Μουσουλμάνους εργάτες της Ρωσίας και της Ανατολής», η οποία βγήκε από την νεοσύστατη κυβέρνηση των Σοβιέτ στις 24 Νοεμβρίου του 1917, έγραφε:

Μουσουλμάνοι της Ρωσίας…όλοι εσείς των οποίων οι χώροι προσευχής καταστράφηκαν, των οποίων τα πιστεύω και τα έθιμα τσαλαπατήθηκαν από τους τσάρους και τους καταπιεστές της Ρωσίας: η θρησκεία σας, οι εθνικοί και πολιτιστικοί θεσμοί σας είναι πλέον ελεύθεροι και άθιχτοι. Να ξέρετε ότι τα δικαιώματα σας, όπως και όλων των ανθρώπων της Ρωσίας, είναι υπό την προστασία της επανάστασης…

Επίσης, προτάθηκε ένα μαζικό πρόγραμμα «θετικής δράσης», το ονομαζόμενο «korenizatsiia» ή «τοπικοποίηση». Ξεκίνησε με το να απομακρυνθούν οι Ρώσοι και Κοζάκοι αποικιοκράτες και οι ιδεολόγοι τους από την Ρώσικη Ορθόδοξη εκκλησία. Έπαψε η κυριαρχία της Ρώσικης γλώσσας και οι μητρικές γλώσσες της κάθε μειονότητας επέστρεψαν στα σχολεία, στους κυβερνητικούς θεσμούς και στον τύπο. Οι ντόπιοι προωθούνταν σε ηγετικές θέσεις του κράτους και των Κομμουνιστικών κομμάτων και προτιμούνταν από τους Ρώσους στην εργασία. Ιδρύθηκαν πανεπιστήμια για την εκπαίδευση μιας νέας γενιάς μη Ρώσων ηγετών.20

Τα ιερά Μουσουλμανικά μνημεία, τα βιβλία και τα αντικείμενα που λεηλατήθηκαν από τους τσάρους επιστράφηκαν στα τζαμιά: Το Ιερό Κοράνι του Οσμάν παραδόθηκε με τελετή στο Μουσουλμανικό Συμβούλιο της Πετρούπολης το Δεκέμβριο του 1917.21 Η Παρασκευή, η μέρα θρησκευτικής εορτής για τους Μουσουλμάνους, ορίστηκε ως αργία για ολόκληρη την κεντρική Ασία.22

Η Σαρία, ο Ισλαμικός νόμος, ήταν κεντρικό αίτημα των Μουσουλμάνων κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του Φεβρουαρίου του 1917 και, καθώς τελείωνε ο εμφύλιος πόλεμος στα 1920-1921, στην Κεντρική Ασία και τον Καύκασο δημιουργήθηκε ένα παράλληλο δικαστικό σύστημα, με τα Ισλαμικά δικαστήρια να δικάζουν σύμφωνα με τον Ισλαμικό νόμο παράλληλα με τους Σοβιετικούς νομικούς θεσμούς. Ο στόχος ήταν οι άνθρωποι να έχουν την επιλογή να ανάμεσα στην επαναστατική και τη θρησκευτική δικαιοσύνη. Μια επιτροπή του Ισλαμικού νόμου εισήχθηκε στο Σοβιετικό Κομισαριάτο της Δικαιοσύνης για να επιβλέπει τις διαδικασίες. Το 1921 μια σειρά από επιτροπές τοποθετήθηκαν στην κάθε τοπική μονάδα της Σοβιετικής διοίκησης με τον στόχο να προσαρμοστεί ο Ρώσικος νόμος στις συνθήκες τις Κεντρικής Ασίας, ώστε να επιτευχθεί ο συμβιβασμός του νομικού κώδικα των δύο συστημάτων πάνω σε συγκεκριμένα ζητήματα όπως ο γάμος ανηλίκων και η πολυγαμία.

Κάποιες από τις ποινές του Ισλαμικού δίκαιου, όπως ο λιθοβολισμός ή το κόψιμο των χεριών, απαγορεύτηκαν. Οι αποφάσεις των Ισλαμικών δικαστηρίων που είχαν να κάνουν με τέτοιες υποθέσεις έπρεπε να εγκριθούν από ανώτερα δικαστήρια. Κάποια από τα δικαστήρια περιφρονούσαν τον Σοβιετικό νόμο, και αρνούνταν να δώσουν διαζύγιο σε αιτήσεις που γίνονταν από γυναίκες ή συνέχιζαν να εξισώνουν την κατάθεση ενός άντρα με την κατάθεση δύο γυναικών. Έτσι, τον Δεκέμβριο του 1922 ένα διάταγμα εισάγει την επανεξέταση υποθέσεων σε Σοβιετικά δικαστήρια αν θέλει κάποιο από τα πρόσωπα της υπόθεσης. Το 30-50% των υποθέσεων λυνόταν σε Ισλαμικά δικαστήρια, ενώ στην Τσετσενία έφτανε το 80%. Επίσης, ο συμβιβασμός δεν γινόταν μόνο από την μία πλευρά: υπήρχαν περιπτώσεις όπου Σοβιετικοί αξιωματούχοι δικάζονταν σύμφωνα με τον Ισλαμικό νόμο, καταδικάζοντας τους γιατί έπιναν αλκοόλ ή γιατί μπήκαν σε σπίτι με γυναίκα χωρίς καλυμμένο το πρόσωπο της.23

Δημιουργήθηκε επίσης και ένα παράλληλο εκπαιδευτικό σύστημα. Το 1992 τα δικαιώματα ορισμένων ιδιοκτησιών Ισλαμικού κλήρου δόθηκαν στην Μουσουλμανική διοίκηση με την προϋπόθεση να χρησιμοποιηθούν για την εκπαίδευση. Σαν αποτέλεσμα, το σύστημα των θρησκευτικών σχολείων επεκτάθηκε. Το 1925 στον Καύκασο στο κράτος του Dagestan, υπήρχαν 1500 θρησκευτικά σχολεία (madrassas ) με 45000 μαθητές, σε αντίθεση με τα κρατικά σχολεία που ήταν μόνο 183. Το Νοέμβριο του 1921 υπήρχαν περισσότερα από 1000 σχολεία στην Κεντρική Ασία, αλλά οι 85000 μαθητές τους ήταν ένας μετριοπαθής αριθμός σχετικά με τις δυνατότητες που υπήρχαν.24

Το αποτέλεσμα της πολιτικής των Μπολσεβίκων ήταν να αναδειχθεί η διαφορά δεξιάς και αριστεράς μέσα στο Ισλαμικό κίνημα. Οι ιστορικοί φαίνεται να συμφωνούν στο ότι η πλειοψηφία των Μουσουλμάνων ηγετών εξέφραζαν την στήριξη τους στο εργατικό κράτος, γιατί ήταν πεισμένοι ότι μέσω της Σοβιετικής εξουσίας θα είχαν περισσότερες πιθανότητες για την ελευθερία στη θρησκεία.25 Έτσι, έγινε δυνατό για τους Μπολσεβίκους να συνάψουν συνεργασία με την Καζάκικη πανισλαμική ομάδα των Ush-Zhuz (που εντάχθηκαν στο Κομμουνιστικό Κόμμα), τους Πέρσες πανισλαμιστές αντάρτες στο Jengelis και τους Βαϊσίτες (Vaisites), μια μυστική αδελφότητα Σούφι. Στο Dagestan, η σοβιετική εξουσία πραγματοποιήθηκε κυρίως χάρη στους υποστηρικτές του Μουσουλμάνου ηγέτη Ali-Hadji Akushinskii. Στην Τσετσενία οι Μπολσεβίκοι έπεισαν τον Mataev, τον ηγέτη μιας ισχυρής ιεραρρχίας Σούφι, ο οποίος έπειτα ηγήθηκε την Τσετσένικης Επαναστατικής Επιτροπής.26

Η Μόσχα προσλάμβανε μη Ρώσους στρατιώτες, πολλοί από αυτούς ήταν Μουσουλμάνοι27, για να πολεμήσουν στην Κεντρική Ασία, όπου ομάδες Τατάρων, Βασκίρων (Bashkir), Καζάκων, Ουζμπέκων, και Τουρκμένων (Turkmen) αναμετρήθηκαν με τους αντι-Μπολσβίκους εισβολείς. Στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, οι Τατάροι στρατιώτες υπερέβαιναν το 50% του αριθμού των στρατιωτών του Κόκκινου Στρατού στο Ανατολικό μέτωπο και στο μέτωπο του Τουρκιστάν. Στον Κόκκινο στρατό του Καυκάσου, οι «Μοίρες της Σαρία» του Καβαρδιανού μουλά Katkakhanov αριθμούσαν δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες. Ο Τατάρος Μπολσεβικος ηγέτης Mir-Said Sultan Galiev έγραφε, «Κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πόλεμου κανείς θα μπορούσε να δει ολόκληρα χωριά ή ακόμα και φυλές από τα βουνά να συμμετέχουν στη μάχη ενάντια στα στρατεύματα του Bicharahov και του Denikin με το μέρος των Σοβιετικών δυνάμεων, μόνο από θρησκευτικά κίνητρα: «Η Σοβιετική εξουσία μας δίνει μεγαλύτερη θρησκευτική ελευθερία από τον Λευκό Στρατό», έλεγαν».28

4_Through_their_strong_union_workers_and_peasants_destroy_oppressors__Azeri_Baku_1920s_Mardjani.jpg

Κάποιοι Μουσουλμάνοι πείστηκαν από την επαναστατική προοπτική και εντάχθηκαν στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Ο Τρότσκι το 1923 σημειώνει ότι σε κάποιες από τις νότιες δημοκρατίες το 15% του Κόμματος ήταν Μουσουλμάνοι. Τους αποκαλούσε ως οι «ακατέργαστοι νεοσύλλεκτοι επαναστάτες που μας χτυπούν την πόρτα». Σε κομμάτια της Κεντρικής Ασίας, οι Μουσουλμάνοι έφταναν μέχρι και το 70% των μελών του Κομμουνιστικού Κόμματος. Κουβαλούσαν μαζί τους τα τα έθιμα από τον θρησκευτικό τους πολιτισμό: στα μέσα του 1920 γυναίκες υψηλόβαθμων μελών του Κόμματος φορούσαν μαντήλα.29

Ο ιστορικός Adeeb Khaleed σημειώνει ότι, όταν σχηματίστηκε το Κομμουνιστικό Κόμμα του Τουρκεστάν, «όλα έδειχναν ότι οι Τζαντιντιστές ήθελαν να ενταχθούν σε αυτό όσο γινόταν γρηγορότερα».30 Ωστόσο, χρειάστηκε πραγματική μάχη για να ανατραπούν οι Ρώσοι σωβινιστές στην Κεντρική Ασία οι οποίοι πήραν το μέρος των επαναστατών μετά το 1917, και παραφράζοντας το σύνθημα «η εξουσία στους εργάτες» επιχείρησαν να το στρέψουν ενάντια στον ντόπιο αγροτικό πληθυσμό. Για δύο χρόνια η περιοχή είχε αποκοπεί από τη Μόσχα εξ αιτίας του εμφύλιου πόλεμου και αυτοί οι αυτόνομοι «Μπολσεβίκοι» είχαν την ελευθερία να καταδιώκουν τους ντόπιους πληθυσμούς. Ως αποτέλεσμα, ξέσπασε το κίνημα Basmachi, ένα Μουσουλμανικό ένοπλο κίνημα. Ο Λένιν μιλούσε για την «τεράστια ιστορική» σημασία να μπαίνουν τα πράγματα στη θέση τους. Το 1920 έδωσε εντολή «να σταλούν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Ρωσία όλα τα πρώην μέλη της αστυνομίας, του στρατού, των δυνάμεων ασφαλείας και διοίκησης, προϊόντα της εποχής του τσαρισμού και τα οποία συνέρρευσαν γύρω από τη Σοβιετική εξουσία [στην Κεντρική Ασία] προσβλέποντας την διαιώνιση της Ρωσικής κυριαρχίας».31 Ως μέρος αυτής της εκκαθάρισης, η πολιτική του κόμματος στην Κεντρική Ασία δήλωνε ότι «η ελευθερία από θρησκευτικές προκαταλήψεις» ήταν προαπαιτούμενο μόνο για τους Ρώσους: το 1922, περισσότεροι από 1500 Ρώσοι διώχθηκαν από το Κόμμα στο Τουρκμενιστάν εξαιτίας των Χριστιανικών τους πεποιθήσεων.32

5_349bc363d76019b0efc3939eedcf7564rus10.jpg



Η επίθεση του Στάλιν στο Ισλάμ

Οι προσπάθειες των Μπολσεβίκων να εξασφαλίσουν την ελευθερία του θρησκεύματος και των δικαιωμάτων των εθνοτήτων υπονομευόταν συνεχώς από την αδυναμία της Σοβιετικής βιομηχανίας και τον διαρκή αγώνα για την ικανοποίηση των βασικών αναγκών του πληθυσμού. Η άγρια εξαθλίωση παρέσυρε το καθεστώς. Ήδη το 1922 η χρηματοδότηση της Μόσχας στην Κεντρική Ασία χρειάστηκε να κοπεί και πολλά κρατικά σχολεία έπρεπε να κλείσουν. Δάσκαλοι εγκατέλειπαν τη δουλειά τους γιατί δεν υπήρχαν λεφτά για να πληρωθούν. Αυτό σήμαινε ότι τα Μουσουλμανικά σχολεία που χρηματοδοτούνταν από την κοινότητα ήταν η μόνη εναλλακτική: «Όταν δεν μπορείς να παρέχεις ψωμί, δεν τολμάς να αφαιρέσεις το υποκατάστατο του», έλεγε ο κομισάριος για την εκπαίδευση Lunacharsky. Τα Ισλαμικά δικαστήρια δεν είχαν κρατική χρηματοδότηση από το 1924. Οι οικονομικοί παράγοντες εμπόδιζαν τους Μουσουλμάνους από το να τραβάνε τις υποθέσεις τους μέχρι τα δικαστήρια. Για παράδειγμα, αν ένα κορίτσι αρνιόταν έναν κανονισμένο γάμο ή ένα γάμο με πολλές γυναίκες, αυτό θα σήμαινε ότι θα είχε ελάχιστες ευκαιρίες να συντηρήσει τον εαυτό της γιατί δεν υπήρχαν δουλειές.33 Στη Ρωσία η θέση των γυναικών υποβιβάστηκε καθώς η ανεργία και η ανεπάρκεια του κράτους να παρέχει δικαιώματα στις μητέρες οδηγούσε τις γυναίκες στο να επιστρέφουν στο σπίτι και επανέφερε το θεσμό της παραδοσιακής οικογένειας.

Η αυξανόμενη Σταλινική γραφειοκρατία, καθώς προσπαθούσε να ισχυροποιήσει τον συγκεντρωτικό της έλεγχο, ανακάλυψε ότι ο Ρωσικός εθνικισμός θα μπορούσε να είναι ένα καλό εργαλείο για να «δέσει» του εργάτες της βασικής εθνικότητας -των Ρώσων- στο καθεστώς. Γι’ αυτό το λόγο ο Στάλιν όλο ένα και πιο πολύ επιτίθονταν στις «εθνοτικές διαφορές» στις μη Ρωσικές δημοκρατίες και ενθάρρυνε την αναγέννηση του Ρώσικου σωβινισμού. Σε αυτό βρήκε υποστήριξη από του πολυάριθμους πρώην αξιωματούχους του τσάρου στους οποίους αναγκάστηκαν να βασιστούν οι Μπολσεβίκοι για το στρατό, το κράτος και την οικονομία. Το 1922 ο Λένιν προειδοποιεί ότι οι Μπολσεβίκοι «θα πνιγούν στη θάλασσα της Μεγάλης Ρωσίας όπως η μύγα μέσα στο γάλα.»

Καθώς αυτές οι τάσεις δυνάμωναν από τα μέσα του 1920 και μετά, οι Σταλινικοί άρχισαν να σχεδιάζουν μια ολοκληρωτική επίθεση στο Ισλάμ με πρόφαση «τα πολιτισμικά εγκλήματα», «τα δικαιώματα των γυναικών», και, ειδικότερα στο Ουζμπεκιστάν και το Αζερμπαιτζάν, την μαντήλα. Το σλόγκαν της εκστρατείας ήταν το «Hujum», που σήμαινε «επίθεση» στις γλώσσες της Κεντρικής Ασίας. Μετά από δύο χρόνια μη αποτελεσματικής προπαγάνδας, η καμπάνια ξεκίνησε να μπαίνει σε μαζική μαχητική φάση στις 8 Μαρτίου 1927 -την παγκόσμια ημέρα της γυναίκας. Σε μαζικές συγκεντρώσεις οι γυναίκες καλούνταν να βγάλουν τη μαντίλα: μικρές ομάδες ντόπιων γυναικών συνηθιζόταν να πηγαίνουν στην έδρα του ομιλητή και να καίνε τις μαντήλες τους.

Ένας συγγραφέας της σύγχρονης ιστορίας της εκστρατείας «Hujum» επισημαίνει ότι, στα πρώτα χρόνια της εξουσίας των Σοβιέτ, η απαίτηση για αποκήρυξη της μαντήλας από τις Μουσουλμάνες γυναίκες δεν υπήρχε ου τε καν σαν ιδέα στην σκέψη των Μπολσεβίκων, πόσο μάλλον σαν εξαναγκασμός:

Συμπερασματικά, οι υποτιθέμενοι κίνδυνοι για την κοινωνία από την μαντήλα ήταν στην καλύτερη περίπτωση ένα δευτερεύον ζήτημα μέχρι και το 1926. Στην πραγματικότητα, η πολιτική του Κόμματος πριν το 1926 ήταν ξεκάθαρη στο ότι η αποκήρυξη της μαντήλας δεν θα έπρεπε να είναι κεντρικό ζήτημα για το Zhenotdel (το Τμήμα Γυναικών). Επιπλέον, πολλοί από τους υψηλόβαθμους Μπολσεβίκους επιχειρηματολογούσαν ενάντια στην αποκήρυξη, υποστηρίζοντας ότι θα ήταν κάτι πρόωρο, ή ακόμα χειρότερα, θα ήταν μια διάσπαση που θα έβλαπτε τα συμφέροντα του κόμματος.34

Ο αρχηγός του Κόκκινου Στρατού Mikhail Frunze τον Μάιο του 1920 είχε δηλώσει στις 118 εκπροσώπους του Συμβουλίου Γυναικών από το Τουρκεστάν – οι οποίες όλες φορούσαν μαντήλα – ότι στα μάτια των Σοβιετικών αρχών το paranji (η βαριά ένδυση που φτάνει μέχρι το πάτωμα) δεν συνεπαγόταν καμία αρνητική στάση τους απέναντι σε αυτές ούτε στην πολιτική τους προοπτική. Επιπλέον, είναι γεγονός ότι κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πόλεμου τα paranji χρησιμοποιήθηκαν και για στρατιωτικούς σκοπούς: οι εκπρόσωποι θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην απελευθέρωση του Τουρκεστάν, δήλωσε προσθέτοντας ότι «κάτω από τα paranji χτυπάει μια πολύτιμη καρδιά, κάτω από τα paranji κάποια μπορεί να υπηρετήσει την επανάσταση και κάτω από τα paranji μερικές φορές μπορεί να κρυφτεί μια γενναία ανιχνευτή του Κόκκινου Στρατού».35 Το 1923 ηγέτες του Κόμματος στην Κεντρική Ασία κατηγόρησαν όσους ζητούσαν την αποκήρυξη της μαντήλας ως «αριστεριστές». Τον Αύγουστο του 1925 η κεντρική ομιλήτρια σε μια εκδήλωση στο Ουζμπεκικό Συμβούλιο των γυναικών υποστήριξε ότι η αποκήρυξη της μαντήλας είναι κάτι εκτός της πολιτικής των Μπολσεβίκων, ισχυριζόμενη ότι «η υπεράσπιση της οικονομική και υλική ασφαλούς κατάστασης των γυναικών είναι ο θεμελιώδης τρόπος για την επίλυση της γυναικείας καταπίεσης». Επιπλέον, ένα μέλος των Μπολσεβίκων ήταν υποχρεωμένο «να εναντιωθεί στην κατανόηση των Τζαντιστών ότι η απελευθέρωση των γυναικών θα ερχόταν με την αποκήρυξη των paranji και να προωθήσει την πολιτική και οικονομική ανεξαρτησία των γυναικών.»36

Αντίθετα, η εκστρατεία «Hujum» πρότεινε την παραμόρφωση της Μαρξιστικής θεωρίας: αντί να ενισχύει τις γυναίκες για να μεγαλώσουν την ανεξαρτησία του με το να τους παρέχει ευκαιρίες για σπουδές, για δουλειά και για να ζήσουν έξω από την οικογένεια τους, το «Hujum» επιχειρούσε να τις πείσει με προπαγάνδα ενώ απαγόρευε την πολυγαμία, τον γάμο με ανήλικους και την κοστολόγηση της νύφης. Ο στόχος της καμπάνιας δεν ήταν τίποτα λιγότερο από την άμεση αλλαγή των σεξουαλικών σχέσεων και της οικογενειακής ζωής. Επίσης, το Κόμμα στόχευε σε μια πολύ άμεση καμπάνια, παρά το γεγονός ότι του έλειπαν οι ντόπιες γυναίκες-μέλη που θα ηγούνταν της προσπάθειας. Το 1926 τα μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος στο Ουζμπεκιστάν ήταν κατά 93,5% άνδρες. Τον Ιούλιο του 1927 υπήρχαν μόνο 426 Ουζμπέκες γυναίκες στο Κόμμα, αριθμός που ήταν κάτω από το ένα τέταρτο των γυναικών μελών του κόμματος. Ο πληθυσμός της δημοκρατίας των σοβιέτ τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή ήταν πάνω από 5 εκατομμύρια.37

Αναπόφευκτα, το «Hujum» έγινε αντιληπτό από την συντριπτική πλειοψηφία του ντόπιου πληθυσμού ως κάτι ξένο, μια επιβεβλημένη εντολή από τους Ρώσους αποικιοκράτες. Επιπρόσθετα, οι ηγέτες της καμπάνιας αυτής ήταν δύο Ρώσοι άνδρες των οποίων το ιστορικό ανέφερε ότι είχαν χαρακτηρισθεί από τον Λένιν ως Μεγάλοι Ρώσοι σωβινιστές.38 Για κάτι γραφειοκράτες όπως αυτοί, η ανησυχία για τις Μουσουλμάνες σε πολύ μικρό βαθμό είχε να κάνει με την ιδέα της απελευθέρωσης τους, και πολύ περισσότερο αφορούσε την άποψη ότι οι Μουσουλμάνες δεν αξιοποιούνταν επαρκώς ως εργατικό δυναμικό.39 Η καμπάνια διεξάχθηκε σε μια κατάσταση ρατσιστικών εντάσεων ανάμεσα στους Ρώσους και τους ντόπιους πληθυσμούς της Κεντρικής Ασίας. Όπως αναφέρει και ο συγγραφέας ενός αξιόλογου βιβλίου ιστορίας του εθνικισμού της περιόδου:

Οι περισσότερες αντιπαραθέσεις, φυσικά, δεν ήταν βίαιες. Πιο συχνά έπαιρναν τη μορφή συμβολικής βίας. Δεδομένης της αντιπαράθεσης σχετικά με το ποιος είχε το δικαίωμα να αποκαλεί τις δημοκρατίες της Κεντρική Ασίας δικές του, οι συμβολισμοί απέκτησαν μεγάλη σημασία… Ωστόσο η συμβολική πράξη που αναφέρεται συχνότερα είναι αυτή όπου Ρώσοι τρίβουν λίπος από χοιρινό κρέας στα χείλια Μουσουλμάνων ή να τους αναγκάζουν να τρώνε χοιρινό.

H εθελοντική τρέλα της καμπάνιας αυτής, ένας πρόδρομος της επιβεβλημένης κοινωνικοποίησης της ιδιοκτησίας από το Στάλιν, ήταν καταστροφή για τις γυναίκες και για το Κομμουνιστικό Κόμμα.40 Πρώτα από όλα, η αποκήρυξη της μαντήλας ήταν μια αποτυχία: η τεράστια πλειοψηφία των γυναικών που δημόσια αποκάλυπταν τα πρόσωπα τους τελικά τα κάλυπταν ξανά γρήγορα -γεγονός που αναφέρεται στα περισσότερα εσωτερικά κείμενα του Κόμματος. Έπειτα, υπήρξε αντίδραση στην καμπάνια με τη μορφή του φόβου, της εχθρικότητας μέχρι και της βίας. Υπήρξε πραγματική αύξηση στη συμμετοχή στην προσευχή και στις συναντήσεις στα τζαμιά, μεγάλη αποχώρηση Μουσουλμάνων, και ειδικά των κοριτσιών, από τα Σοβιετικά κρατικά σχολεία και αύξηση αποχωρήσεων ντόπιων νεολαίων από την Κομμουνιστική Λίγκα των Νέων. Οι γυναίκες που έβγαζαν την μαντήλα υπέστησαν προσβολές στους δρόμους. Σε κάποια χωριά γυναίκες βιάζονταν από συμμορίες νέων και ένας μεγάλος αριθμός γυναικών δολοφονούνταν, συχνά από το ίδιους τους συγγενείς τους. Στα μέσα του 1928 η βία ήταν σε έξαρση και προς όλες τις κατευθύνσεις, γυναίκες και άντρες. Χιλιάδες σκοτώθηκαν. Όταν συλλαμβάνονταν όσοι διέπραξαν φόνους και τιμωρούνταν μετατρέπονταν σε μάρτυρες για τον ντόπιο πληθυσμό.41

Οι βασικοί ιστορικοί που έχουν ασχοληθεί με αυτήν την καμπάνια συμφωνούν στο ότι το αποτέλεσμα της επίθεσης ήταν να ενισχύσει το Ισλάμ στο εσωτερικό της Σοβιετικής Ένωσης. Πέρα από την εξάμηνη προσπάθεια για να αποκηρυχθεί η μαντήλα, χρειάστηκε δεκαετίες για να εξαφανιστούν τα paranji. Μόνο μετά τις δεκαετίες 1950 ή 1960 η ενδυμασίες αυτές συναντιόνταν σπάνια στους δρόμους της Κεντρικής Ασίας. Όταν το Ουζμπεκιστάν διασπάστηκε από την Σοβιετική Ένωση το 1991, οι ενδυμασίες αυτές επανήλθαν στη μόδα, χωρίς την ενθάρρυνση από το κράτος, ως σύμβολο εθνικής ανεξαρτησίας.42

6_Congress_of_the_Peoples_of_the_East_07_-_Αντίγραφο.jpg



Θεωρία και Πράξη

Όταν έρχονται αντιμέτωποι με την ιστορία των Μπολσεβίκων σχετικά με την θρησκευτική δημοκρατία, οι δεξιοί κριτικοί επιμένουν ότι ο Λένιν απλά κέρδιζε χρόνο ενώ το καθεστώς ήταν αδύναμο, κρύβοντας τις πραγματικές του προθέσεις και περιμένοντας τη στιγμή που θα πάρει σκληρότερα μέτρα. Αντιθέτως, υπήρχε ισχυρή συνέχεια ανάμεσα στα γραπτά και την πολιτική πράξη του Λένιν πριν την επανάσταση και σε αυτά των ετών που την ακολούθησαν. Τα Κομμουνιστικά κόμματα ξεκίνησαν να απομακρύνονται από αυτή την παράδοση μόνο μετά από τα μέσα της δεκαετίας του 1920 όταν η αντεπαναστατική αντίδραση εδραιώθηκε, γυρνώντας αποφασιστικά την πλάτη τους στον Λενινισμό προς το τέλος της δεκαετίας.

Αν οι Μπολσεβίκοι ενδιαφέρονταν μόνο να ξεγελάσουν τις θρησκευτικές μειονότητες ώστε να στηρίξουν τη Σοβιετική δύναμη, δεν θα υπήρχε ανάγκη να συμφωνήσουν για τα ξεχωριστά Μουσουλμανικά δικαστήρια και τα θρησκευτικά σχολεία όταν τελείωσε ο εμφύλιος. Η εγκαθίδρυση παράλληλων νομικών και εκπαιδευτικών συστημάτων χρειάστηκε σημαντικούς πόρους από την κεντρική κρατική μηχανή, όπως και το εκτεταμένο πρόγραμμα «τοπικοποίησης» των Μπολσεβίκων με το οποίο δόθηκε προτεραιότητα στον ντόπιο πληθυσμό στην εργασία, εγκαταλείφθηκε η Κυριλλική γραφή, επανεγκαταστάθηκαν οι Ρώσοι άποικοι και μετακινήθηκαν ολόκληρα εργοστάσια σε απομακρυσμένες περιοχές της προηγούμενης αυτοκρατορίας. Αν οι Μπολσεβίκοι είχαν κάποια κρυφή πρόθεση να πατάξουν οποιονδήποτε με θρησκευτικές πεποιθήσεις, δεν θα επέτρεπαν στους θρησκευτικούς ειρηνιστές να αποφύγουν την στρατιωτική θητεία από το 1908 και μετά.

Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχαν διαφωνίες μέσα στους κόλπους των Μπολσεβίκων σχετικά με την προσέγγιση του ζητήματος της θρησκείας, η οποία ήταν άμεσα συνδεδεμένη με τις διαφωνίες σχετικά με το εθνικό ζήτημα. Σημαντικός αριθμός των Μπολσεβίκων, συμπεριλαμβανομένου και μελών της ηγεσίας, διαφωνούσαν με τον Λένιν και τον Τρότσκι, των οποίων οι απόψεις πάραυτα κυριάρχησαν στα πρώτα χρόνια. Για αυτή την ομάδα συντρόφων δεν υπήρχε καμία διάκριση ανάμεσα στον εθνικισμό του καταπιεστή και αυτόν του καταπιεζόμενου, ή ανάμεσα στη θρησκεία του καταπιεστή και του καταπιεζόμενου. Για αυτούς κάθε θρησκεία ήταν εχθρός. Από πολύ νωρίς ο Λένιν μπόρεσε να διακρίνει ότι αυτή η αφαιρετική εναντίωση στα εθνικά και τα θρησκευτικά δικαιώματα θα μπορούσε να συμβαδίσει με την πολιτική του αναγεννούμενου Ρώσικου σωβινισμού.

Η διαφωνία κορυφώθηκε όταν ο Λένιν και ο Στάλιν αντιπαρατέθηκαν για το εθνικό ζήτημα. Η πολιτική διαμάχη ήταν θεμελιώδες πολιτικό αξίωμα43 και πραγματοποιήθηκε με την παρουσίαση λεπτομερούς επιχειρηματολογίας σε μια κλειστή συνάντηση ηγετικών στελεχών των Μπολσεβίκων από τις απομακρυσμένες δημοκρατίες στη Μόσχα τον Ιούνιο του 1923. Το ζήτημα της θρησκείας, και ιδιαίτερα του Ισλάμ, ήταν βασικό θέμα σε ολόκληρη τη συζήτηση. Οι αριστεριστές που υποστήριζαν τον Ordzhonikidze συνδύασαν την επίθεση τους στην εθνική πολιτική του Λένιν με την κριτική για την «φιλελεύθερη» πολιτική του κόμματος για τη θρησκεία. Για παράδειγμα, ο Firdyevs, ένας Τάταρος από την Κριμένα, επιτέθηκε στον Khodzhanov, ένα ηγετικό στέλεχος από το Τουρκεστάν, για την ομιλία του σχετικά με τη δημιουργία ενός «ζωντανού τζαμιού» στην Κεντρική Ασία σε συνεργασία με τους Τζαντιστές. Επίσης, επιτέθηκε στην επιμονή των Μπολσεβίκων ότι οι Κομμουνιστές αξιωματούζοι στην Ανατολή θα πρέπει να μαθαίνει τις ντόπιες γλώσσες, χαρακτηρίζοντας την ως «μια νέα μορφή καταπίεσης» ως προς την πιο ισχυρή εθνότητα, τους Ρώσους.44 Η ομιλία του Khodzhanov κάνει ξεκάθαρο ότι και ο ίδιος είχε επηρεαστεί από την αντίληψη ότι οι ανακοινώσεις του κόμματος για το εθνικό ζήτημα ήταν απλά «παιχνίδια εξωτερικής πολιτικής» παρά ένα ζήτημα αρχής. Τα στενογραφικά ντοκουμέντα δείχνουν ότι ο Τρότσκι αμέσως διέκοψε για να τον διορθώσει. Ωστόσο οι αναφορές του Khodzhanov σχετικά με την θρησκευτική πολιτική στο Τουρκεστάν αντανακλούν τις προσπάθειες του κόμματος να εφαρμόσει τη στρατηγική του Λένιν:

Με τη βοήθεια Τζαντιντιστών φιλελεύθερων, ένα ζωντανό τζαμί δημιουργείται. Η σαφής μάχη με τους κληρικούς, με τους θρησκευτικούς ηγέτες (‘ulemy’), πρέπει να εκφραστεί με τη μορφή της μάχης για την εφαρμογή του θεσμού των Μουσουλμάνων δικαστικών (‘kazii’ ). Σε αυτόν τον αγώνα οι Τζαντιντιστές θα πρέπει να βοηθήσουν ώστε αυτοί να μην προέρχονται από τον κλήρο, αλλά να είναι φιλελεύθεροι. Είναι ανάγκη να εγκατασταθεί ο θεσμός αυτός ανάμεσα στον πληθυσμό των Κιργίσιων της Fergana, και αυτό σημαίνει ότι θα κερδηθεί μια θέση στην υποστήριξη πιο αριστερών στοιχείων. Μετά είναι το ζήτημα της διαχείρισης των κοινωφελών ιδιοκτησιών των κληρικών. Σε αυτά τα ζητήματα χρειαζόμαστε συμμαχία με αριστερά στοιχεία της διανόησης εκτός του κόμματος, με τους φιλελεύθερους.45

Παρομοίως ο Akhundov, από το Αζερμπαϊτζάν, μίλησε για μία καμπάνια δυσφήμισης της συντηρητικής Μουσουλμανικής ελίτ που θα έπειθε «τους λίγο ή πολύ φιλελεύθερους μουλάδες» ώστε να απευθύνουν έκκληση στους Μουσουλμάνους, κατά τη διάρκεια του Ραμαζανιού, να κάνουν δωρεές στα θύματα της πείνας στην Ανατολή, αντί τα χρήματα τους να πάνε όπως συνηθιζόταν στη θρησκευτική ηγεσία. Με αυτόν τον τρόπο οι Κομμουνιστές στο Αζερμπαϊτζάν ήλπιζαν ότι θα διασπάσουν το «ζωντανό τζαμί» του Khodzhanov από τον έλεγχο των παραδοσιακών Μουσουλμάνων ηγετών.46 Αντίθετα, ο Elderkhanov από την Τσετσενία επισήμανε τις καταστροφικές συνέπειες της επίθεσης στο θρησκευτικό και εθνικιστικό συναίσθημα: «Γλυκανάλατες ομιλίες και χαμόγελα στους εργάτες ενώ τραβάμε τις γενειάδες των μουλάδων ωθώντας τους φόρους στα ύψη, εκτενείς στρατιωτικές μέθοδοι, από τις οποίες ο άμαχος πληθυσμός υπέφερε ενώ οι κλέφτες έφευγαν στα βουνά- στο τέλος της ημέρας όλα αυτά έφερναν εχθρότητα προς την Σοβιετική εξουσία».47

Με απόηχο την δεξιά κριτική στην πολιτική των Μπολσεβίκων, κάποιοι στην αριστερά σήμερα ισχυρίζονται ότι οι Μπολσεβίκοι έκαναν συμβιβασμούς σχετικά με τα ζητήματα των εθνοτήτων και της θρησκείας και ότι απομακρύνθηκαν από τις αρχές του Μαρξισμού εξαιτίας των απαιτήσεων του εμφύλιου πόλεμου.48 Τα γεγονότα της ιστορίας κάνουν ξεκάθαρο ότι δεν ήταν αυτό που έκαναν πραγματικά ο Λένιν και ο Τρότσκι, και ότι αυτοί που διαφωνούσαν μαζί τους τελικά πήραν το μέρος του Στάλιν στη διαμάχη. Ακόμα πιο σημαντικό είναι το ότι αυτή η πλαδαρή αντίληψη ότι οι Μπολσεβίκοι κατάπιαν τις αξίες του γιατί χρειάζονταν προσωρινή υποστήριξη ανθρώπων με τους οποίους διαφωνούσαν, στην πραγματικότητα, αποκλείει την πραγματοποίηση της τακτικής του ενιαίου μετώπου. Στην τακτική του ενιαίου μετώπου, οι επαναστάτες συμφωνούν να παλέψουν για ένα συγκεκριμένο ζήτημα ανεξάρτητα από συμφωνίες σε πιο μεγάλα ζητήματα με τους συμμάχους τους, ενώ διατηρούν το δικαίωμα τους στην ανεξάρτητη οργανωτική υπόσταση και την ανεξάρτητη πολιτική τους δράση. Η ιδέα ότι μπορείς να κάνεις ενιαίο μέτωπο με ανθρώπους που συμφωνούν μαζί σου, γιατί φοβάσαι μην εγκαταλείψεις τις αρχές του Μαρξισμού, είναι νηπιακός υλισμός.49

Αντίθετα από μια στείρα υποστήριξη των δικαιωμάτων των εθνικοτήτων που οδηγεί στον διαχωρισμό, ο Λένιν έκανε ξεκάθαρη την ανάγκη να εκτιμηθεί η πολιτική συγκεκριμένων καταστάσεων υπό το πρίσμα της μεγιστοποίησης της ενότητας των εργατών διαφορετικών εθνοτήτων στη μάχη ενάντια στην άρχουσα τάξη της καθεμίας από αυτές. Στα κείμενα του για το εθνικιστικό ζήτημα ο Λένιν δεν έδινε μεγάλη σημασία στην θρησκεία, αλλά μπορούμε ασφαλώς να συμπεράνουμε ότι το έκανε γιατί η ελευθερία της θρησκείας ήταν ένα φυσικό αίτημα των κινημάτων των εθνοτήτων την εποχή του Τσάρου.50 Εν ολίγοις, η θέση του ήταν η εξής: να παλέψουμε ενάντια στην καταπίεση όλων των ειδών στη βάση της θρησκευτικής πίστης; Φυσικά. Να παλέψουμε για την ανάπτυξη της θρησκείας, για τη «θρησκευτική κουλτούρα» γενικά; Φυσικά όχι.51 Το αν οι Μαρξιστές θα πρέπει να υιοθετήσουν τα αιτήματα για θρησκευτική ελευθερία εξαρτάται από τη συγκεκριμένη κατάσταση κάθε φορά και όχι από γενικά συνθήματα.52 Η ανεκτικότητα των Μπολσεβίκων στον Ισλαμικό νόμο αντανακλούσε την αναγνώριση ότι ο Μουσουλμανικός συντηρητισμός θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί μόνο αν διαχωρίζονταν από τις πολιτικές των Ρώσων σωβινιστών, αποδυναμώνοντας την δυνατότητα των θρησκευτικών ελίτ να ενώνουν όλες τις τάξεις γύρω από το τζαμί και βάζωντας τη βάση για να φανερωθούν οι ταξικές διαφορές στη Μουσουλμανική κοινότητα.

Υπήρχαν συχνά διαφορές ανάμεσα στις πολιτικές που εφαρμόστηκαν από την ηγεσία των Μπολσεβίκων στη Μόσχα και τον τρόπο που συμπεριφέρονταν άπειροι σύντροφοι σε απομακρυσμένες περιοχές, όπου ο σωβινισμός ανάμεσα στου Ρώσους ή ο αριστερισμός ανάμεσα στους ντόπιους ακτιβιστές προκαλούσε συχνά προβλήματα.53 Το τράβηγμα των γενιάδων των μουλάδων ήταν άρνηση της πολιτικής της Μόσχας του ίδιου επιπέδου με το ότι ένα Σοβιετικό δικαστήριο έβαζε πρόστιμα σε όλους έπιναν αλκοόλ. Αλλά η θρησκευτική ελευθερία δεν σήμαινε ότι μικρές ομάδες μισαλλόδοξων θα μπορούσαν να κάνουν ότι ήθελαν στο όνομα της θρησκείας: γι’ αυτό οι πιο ακραίες αποφάσεις του Ισλαμικού νόμου περιορίστηκαν. Οι γυναίκες του Zhenotdel πλήρωναν με τη ζωή τους το ότι αγωνίζονταν για να εξαλείψουν τον εμφανή σεξισμό που κυριαρχούσε σε απομονωμένες Μουσουλμανικές κοινότητες.

Στο Συνέδριο των Λαών της Ανατολής στο Baku το Σεπτέμβριο του 1920, ο Zinoviev και ο Radek έκαναν έκκληση για έναν «ιερό πόλεμο» ενάντια στον Δυτικό ιμπεριαλισμό. Αν αυτό το σλόγκαν ήταν οπορτουνιστικό μπορεί να κριθεί μόνο αν λάβει κανείς υπόψιν την πολιτική κατάσταση στην οποία λέχθηκε. Το Μπολσεβίκικο κόμμα υπέφερε από δυνατά χαρακτηριστικά αριστερισμού εκείνη την περίοδο και από την εισροή σωβινιστών στις πρώην αποικίες. Επίσης, η ηγεσία προσπαθούσε να μιλήσει σε μια γλώσσα που δεν ήταν κατανοητή από εκατομμύρια ανθρώπους. Αν ωθείς τους ανθρώπους να παλέψουν και να πεθάνουν για τη Σοβιετική εξουσία, και ξέρεις ότι πολλοί θα δουν αυτήν την πρόταση με θρησκευτικούς όρους, είναι αναποτελεσματικό να υποκρίνεσαι ότι αυτός ο πόλεμος δεν θα είναι θρησκευτικός για αυτούς. Την ίδια στιγμή, ο Zinoviev και ο Radek επισήμαναν κατ’ επανάληψη ότι ο πόλεμος αυτός ήταν ταξικός και ότι περιλαμβάνει την μάχη ενάντια στους συντηρητικούς μουλάδες: «Πολλές φορές έχετε ακούσει από τις κυβερνήσεις σας για ιερό πόλεμο, έχετε πολεμήσει κάτω από το πράσινο πανό του Προφήτη, αλλά όλοι αυτοί οι ιεροί πόλεμοι ήταν ανέντιμοι, υπηρετούσαν τα συμφέροντα των καταπιεστών σας, ενώ εσείς οι αγρότες και οι εργαζόμενοι παραμένατε στη σκλαβιά μετά από αυτούς τους πολέμους. Σας καλούμε σε έναν ιερό πόλεμο για τη δική σας επιβίωση, για τη δική σας ελευθερία, για τη δική σας ζωή!»

Πράγματι, όταν οι συντηρητικοί Μουσουλμάνοι ενώθηκαν με τις δυνάμεις της αντεπανάστασης και επιτέθηκαν στο Σοβιετικό καθεστώς, δεν έδειξαν κανένα έλεος. Ο ιμάμης Najmuddin Gotsinskii ηγήθηκε μιας ένοπλης εξέγερσης ενάντια στους Μπολσεβίκους στο Dagestan τον Σεπτέμβρη του 1920. Η στάση του είχε εκφραστεί από τον προκάτοχό του Ujun Haji: «Πλέκω ένα σκοινί για να κρεμάσω μηχανικούς, φοιτητές, και γενικά όλους εκείνους που γράφουν από αριστερά προς τα δεξιά» ( σε λατινική ή κυριλλική γραφή). Η εξέγερση κατεστάλη μόνο μετά από τεράστια αιματοχυσία όταν ο Gotsinskii αιχμαλωτίστηκε το 1925.54

7_Zinoviev-Baku_Congress.-1920.jpg



Επίλογος

Υπό την ηγεσία του Λένιν και του Τρότσκι οι Μπολσεβίκοι ήταν σωστοί ως προς την Μαρξιστική ανάλυση ότι ένα επαναστατικό κόμμα πρέπει να προτάσσει ως προτεραιότητα τον αθεϊσμό ως θεωρία, χωρίς αυτό να γίνεται καταναγκασμός, και ότι το κράτος θα πρέπει να είναι διαχωρισμένο από την εκκλησία χωρίς όμως να τάσσεται ενάντια της. Κατά την επανάσταση δόθηκαν αξιοσημείωτες ελευθερίες στις θρησκευτικές κοινότητες, αν και οι θρησκευτικοί ηγέτες επί του Τσαρισμού είχαν πολλούς δεσμούς με την άρχουσα τάξη. Οι θρησκευόμενοι πολίτες, μέσα σε αυτούς και οι Μουσουλμάνοι, που πίστευαν στην επανάσταση γίνονταν δεκτοί από τους Μπολσεβίκους. Άνθρωποι θρησκευόμενοι, που δεν ήταν κομμουνιστές, αλλά στήριξαν την επανάσταση ανέλαβαν ηγετικές θέσεις στην μηχανή του κράτους. Κάποιες από την μεγαλύτερες Μουσουλμανικές οργανώσεις εντάχθηκαν στους Μπολσεβίκους για να υπερασπιστούν την επανάσταση.

Το αίτημα των Μουσουλμάνων για θρησκευτική ελευθερία ήταν στενά συνδεδεμένο με το αίτημα για δικαιώματα των εθνοτήτων. Οι Μπολσεβίκοι πάλεψαν μαζί με τους Μουσουλμάνους για να κατακτήσουν αυτά τα δικαιώματα ενάντια στους τσαρικούς και τους Ρώσους αποικιοκράτες, αλλά και τους αριστεριστές Κομμουνιστές. Αυτά τα δικαιώματα διεκδικήθηκαν και κατακτήθηκαν ως κομμάτι της επανάστασης, και όχι σαν παραχώρηση από ένα αντιθρησκευτικό καθεστώς έτοιμο να καταβροχθίσει όσους πιστεύουν σε κάποια θρησκεία. Η επίθεση σε αυτά τα δικαιώματα ξεκίνησε από τους Ρώσους σωβινιστές του προηγούμενου καθεστώτος, πολλοί από τους οποίους ήταν άνθρωποι του στρατού που διαχύθηκαν στον κρατικό μηχανισμό μετά τον εμφύλιο πόλεμο και τάχθηκαν με το μέρος του Στάλιν για να καταπνίξουν την επανάσταση. Ωστόσο, αυτά τα στοιχεία βρήκαν υποστήριξη από ισχυρές αριστερίστικες τάσεις μέσα στους Μπολσεβίκους που απέρριπταν την προσέγγιση του Λένιν και περιφρονούσαν την συζήτηση για θρησκευτικά ή φυλετικά δικαιώματα.

Η Μουσουλμανική μαντήλα δεν ήταν ζήτημα για τους Μπολσεβίκους υπό την ηγεσία του Λένιν. Η μαζική επίθεση στη μαντήλα ξεκίνησε το 1927 από τους Ρώσους σωβινιστές και τους Σταλινικούς, ως ένα τρομακτικό προοίμιο για την καταστροφική επιβεβλημένη κοινωνικοποίηση της ιδιοκτησίας λίγα χρόνια αργότερα. Η επιβεβλημένη αποκήρυξη της μαντήλας ήταν μια Σταλινική πολιτική που είχε αρνητικά αποτελέσματα για τον Λενινισμό. Άρα το να υπερασπιζόμαστε το δικαίωμα των Μουσουλμάνων γυναικών στο να φορούν την θρησκευτική ενδυμασία που θέλουν στην Ευρώπη σήμερα, το να διαδηλώνουμε μαζί με τους Μουσουλμάνος ενάντια στις εισβολές στο Ιράκ, το Αφγανιστάν και την Παλαιστίνη, το να υπερασπιζόμαστε το δικαίωμα των Μουσουλμάνων να εναντιώνονται στις εισβολές με τη βία, και το να κάνουμε κοινά μέτωπα με αριστερούς Μουσουλμάνους όπως το Respect, με όλους αυτούς τους τρόπους οι σοσιαλιστές κρατούν την παράδοση που ξεκίνησε ο Λένιν και ο Τρότσκι.



Πηγή: Κίνηση Απελάστε το Ρατσισμό. Μετάφραση: Μανωλέσου Δανάη, Αλεξάκη Γιάννα.

Dave Crouch, «The Bolsheviks and Islam», International Socialism, τεύχος 110, Άνοιξη 2006· International Socialism, 6 Απριλίου 2006



Σημειώσεις

1: Μετά τα γεγονότα του Ιουλίου η Yasmin Alibhai Brown έγραφε για «καθαρό σατανισμό» των «σιχαμένων ανώμαλων», «φασιστομουσουλμάνων» και των «δολοφόνων με τα τρελά μάτια» (‘Let Us Not Grace these Bombers with a Cause’, Independent, 11 July 2005). Η Polly Toynbee κατηγόρησε το SWP ότι είναι «συνοδοιπόροι με τον πρωτόγονο Μουσουλμανικό εξτρεμισμό» (‘In the Name of God’, Guardian, 22 July 2005), ενώ ο Nick Cohen που ποτέ δεν ξεμένει από επιθετικότητα σχολίασε ότι η φιλελεύθερη αριστερά « πορεύεται μαζί με την ψυχοπαθή ακροδεξιά»(‘I Still Fight Oppression’, Observer, 7 August 2005).

2: ‘Marxists and Religion: Yesterday and Today’, δημοσιεύθηκε στο International Viewpoint, March 2005, διαθέσιμο στο http://www.zmag.org

3: ‘The Middle East Through the Mirror of Marxism’, ομιλία που δόθηκε στην εκδήλωση του SWP, Μαρξισμός 2004 στο Λονδίνο. Εκεί ο Achcar ισχυρίστηκε ότι ο Χριστιανισμός και το Ισλάμ δημιουργήθηκαν με διαφορετικό τρόπο, το ένα ήταν αποτέλεσμα μια κατατρεγμένης σέχτας και το άλλο ήταν αποτέλεσμα μιας ομάδας που γρήγορα κυριάρχησε σε μια ισχυρή αυτοκρατορία, κάτι που σημαίνει ότι το Κοράνι είναι κλειστό σε αριστερές ερμηνείες: «Θα δυσκολευτεί κανείς αρκετά για να ερμηνεύσει με ριζοσπαστικό τρόπο πολλά πράγματα που γράφονται εκεί. Γι’ αυτό μπορούν και λένε ότι ο Θεός μας έφτιαξε σε τάξεις και ότι δεν γίνεται να αλλάξει αυτό. Δεν χρειάζεται καν να μιλήσω για το γυναικείο ζήτημα… καταλήγει σε εντελώς αντιδραστικές πρακτικές.» Ωστόσο μια μαρξιστική προσέγγιση του Ισλάμ ξεκινάει από τις υλικές συνθήκες της κοινωνίας και όχι από κείμενα όπως το Κοράνι.

4: ‘Building on the Success of the London ESF’, IST Discussion Bulletin, January 2005.

5: L Trotsky, My Life (Harmondsworth, 1984), κεφ. 6. [Τρότσκι, Η ζωή μου, Αλλαγή, Αθήνα 1986]

6: T Cliff, Lenin vol I: Building the Party (London, 1986), σελ. 84-86. [Κλιφ Τόνι, Λένιν 1893-1914. Τα χρόνια της συγκρότησης των Μπολσεβίκων, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Αθήνα 1995]

7: ό.π. σελ. 157-158.

8: W Husband, Godless Communists: Atheism and Society in Soviet Russia 1917-1932 (Illinois, 2000), σελ. 54-57.

9: P Steeves, Keeping the Faiths: Religion and Ideology in the Soviet Union (New Jersey, 1991), σελ. 85-86. Τον Απρίλιο του 1929, όλες αυτές οι δράσεις, που διευκόλυναν την ανάπτυξη του Προτεσταντικού ευαγγελικού κινήματος, απαγορεύτηκαν όταν ο Στάλιν εδραιώθηκε στην εξουσία.

10: ‘Russian Baptists and the Military Question, 1918-1929,’ in P Brock and T P Socknat (eds), Challenge to Mars: Essays on Pacifism from 1918 to 1945 (Toronto, 1999), σελ. 21-40.

11: P Steeves, ό.π..

12: W Husband, ό.π., σελ. 58-59.

13: W. Husband, ό.π., σελ. 59-66.

14: A Bennigsen and C Lemercier-Quelquejay, Islam in the Soviet Union (London, 1967), σελ. 78; R Pipes, The Formation of the Soviet Union (New York, 1954),σελ. 77.

15: D T Northrop, ‘Hujum: Unveiling Campaigns and Local Responses in Uzbekistan, 1927’, στο D J Raleigh (ed), Provincial Landscapes: Local Dimensions of Soviet Power, 1917-1953 (Pittsburg, 2001), σελ. 125-145.

16: A Khaleed, The Politics of Muslim Cultural Reform: Jadidism in Central Asia (Berkely, 1998).

17: A Khaleed, ‘Nationalizing the Revolution in Central Asia: The Transformation of Jadidism, 1917-1920’, στο R G Suny and T Martin (eds), A State of Nations: Empire and Nation-Making in the Age of Lenin and Stalin (Oxford, 2001).

18: J Smith, The Bolsheviks and the National Question, 1917-1923 (London, 1999), σελ. 131.

19: Το έργο αναφέρεται στο ‘Nationalizing…’ από A Khaleed, ό.π.. Είμαι ευγνώμων στην Irina Lester η οποία ξέθαψε ολόκληρο το κείμενο από την Βρετανική Βιβλιοθήκη για μένα.

20: Για λεπτομέρειες βλ. ‘The Seeds of National Liberation’, International Socialism, 94 (Spring 2002), σελ. 115-142. Βλ. επίσης το άρθρο μου ‘Levye i prava malykh narodov’, Svobodnaya Mysl’-XX1, no 7, 2004, ή στο www.postindustrial.net

21: A Avtorkhanov, Imperia Kremlia (Vilnius, 1988), σελ. 99.

22: A Park, Bolshevism in Turkestan, 1917-1927 (New York, 1957), σελ. 214.

23: Αυτή και η προηγούμενη παράγραφος προέρχονται από: A Park, ό.π., σελ. 229-234; F M Mukhametshii, ό.π., σελ. 45-48; V O Bobrovnikov, Musulmane Severnogo Kavkaza (Moscow, 2002), σελ.217-234; D T Northrop, Veiled Empire: Gender and Power in Soviet Central Asia (New York, 2004), σελ.77-78, 274-275; G Massell, The Surrogate Proletariat: Moslem Women and Revolutionary Strategies in Soviet Central Asia: 1919-1927 (Princeton, 1974), σελ.202-203.

24: M Bennigsen Broxup, ‘Russia and the North Caucasus’, in M Bennigsen Broxup (ed), The North Caucasus Barrier: The Russian Advance Towards the Muslim World (London, 1992), σελ.7; T Martin, The Affirmative Action Empire: Nations and Nationalism in the Soviet Union, 1923-1929 (New York, 2001), σελ.130; A Park, ό.π., σελ.242-243.

25: G Massell, as above; A Bennigsen and S Wimbush, Muslim National Communism in the Soviet Union: A Revolutionary Strategy for the Colonial World (Chicago, 1979); A Khaleed, The Politics…, ό.π..

26: A Bennigsen and S Wimbush, ό.π., σελ.222-223; V O Bobrovnikov, ό.π., σελ. 218; M Bennigsen Broxup, ό.π., σελ.6; A Avtorkhanov, ό.π., σελ.99.

27: Έχει σημασία να σημειώσουμε ότι στη βιβλιογραφία σχετικά με την πρώτη περίοδο των Μπολσεβίκων, αλλά και σε πολλά από τα κείμενα των ίδιων, η λέξη «Μουσουλμάνος» χρησιμοποιείται ως σύντμηση που υποδηλώνει την εθνικότητα ή τον τόπο, και όχι τόσο τα θρησκευτικά πιστεύω: ακόμα και ο ίδιος ο Τρότσκι μιλάει για «Μουσουλμανικό εθνικισμό» (‘Vospitanie molodezhi i natsional’nyi vopros’, Pravda, 1 May 1923). Αυτό αντανακλά τις αντιλήψεις τις εποχής αλλά και την νεότητα των εθνιών κρατών στην Κεντρική Ασία.

28: Mir-Said Sultan Galiev, ‘The Tartars and the October Revolution’ και ‘The Methods of Antireligious Propaganda Among Muslims’ (1921), και τα δύο ξαναεκδόθηκαν υπό τους A Bennigsen και S Wimbush, ό.π., σελ.138-157. Οι Μουσουλμανικές περιοχές της Ρωσίας έβγαλαν μερικούς εξαιρετικούς Κομμουνιστές ηγέτες, όπως ο Sultan Galiev. Γιος δασκάλου, εντάχθηκε στους Μπολσεβίκους το Νοέμβριο του 1917 στα 23 του, έγινε αρχηγός του Μουσουλμανικού Κομισαριάτου λίγους μήνες μετά και ήταν εξαιρετικός συγγραφέας και ομιλητής. Σήμερα έχουμε εξοικειωθεί με εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα στον Τρίτο Κόσμο τα οποία αυτοαποκαλούνταν «σοσιαλιστικά» ή «Μαρξιστικά»: ο Sultan Galiev είναι ο πνευματικός πατέρας αυτών των ιδεών. Ο Sultan Galiev ισχυρίστηκε ότι τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα στην Ανατολή ήταν από τη φύση τους αντιιμπεριαλιστικά, σοσιαλιστικά και επαναστατικά. Η συγχώνευση Μαρξισμού, εθνικισμού και Ισλάμ ήταν μεγάλη απομάκρυνση από τις ιδέες του Μπολσεβικισμού αλλά έγινε κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες και ως αποτέλεσμα της ήττας της Ρώσικης επανάστασης. Ήταν το πρώτο γνωστό θύμα της Σταλινικής γραφειοκρατίας.

29: L Trotsky, ‘Tasks of Communist Education,’ in Problems of Everyday Life (New York, 1994), σελ.118; A Avtorkhanov, ό.π., σελ.102; D Northrop, ‘Hujum…’, ό.π..

30: A Khaleed, The Politics…, ό.π., σελ.288.

31: Αναφέρεται στο H Carrère d’Encausse, The Great Challenge: Nationalities and the Bolshevik State, 1917-1930 (New York, 1992), σελ.183. Οι Bennigsen και Lemercier-Quelqeujay επισημαίνουν ότι «αν στο κέντρο η Σοβιετική κυβέρνηση φοβόταν να προσεγγίσει του Μουσουλμάνους, δεν ίσχυε το ίδιο για την περιφέρεια». Islam in the Soviet Union, ό.π., σελ.83.

32: A Park, ό.π., σελ.209.

33: Ό.π., σελ.242; G Massell, ό.π., σελ.196-198, 258-259.

34: D Northrop, Veiled Empire…, ό.π., σελ.78.

35: Ό.π., σελ.80-81.

36: Ό.π., σελ.81. Πριν την επανάσταση οι Τζαντιστές ρεφορμιστές ζητούσαν την αποκήρυξη της μαντήλας ως μέρος της κοινωνικής αναβάθμισης των γυναικών.

37: D Northrop, ‘Hujum…’, ό.π., σελ.129 υποσημείωση 11.

38: G Massell, ό.π., σελ.227-228.

39: Ό.π., σελ.165-171.

40: R Stites, The Women’s Liberation Movement in Russia: Feminism, Nihilism and Bolshevism 1860-1930 (Princeton, 1978), σελ.340.

41: G Massell, ό.π., σελ.275-284; D Northrop, ‘Hujum…’, ό.π.

42: Ο D Northrop γράφει: «Η επίθεση του hujum στη μαντήλα πολλές φορές ενίσχυε το να την φοράει κανείς», ό.π., σελ.145.

43: Το έχω εξηγήσει στο International Socialism, 94.

44: Tainy, Natsional’noi Politiki TsK RKP: Stenograficheskii Otchet Sekret-nogo IV Soveshchaniia TsK RKP, 1923g (Moscow, 1992), σελ.256-257.

45: Ό.π., σελ.113.

46: Ό.π., σελ.162-163.

47: Ό.π., σελ.197.

48: Βλ. για παράδειγμα, το άρθρο της Hannah Sell, ‘Islam and Socialism’, στο Socialist Today, no 87 (October 2004) ή τα άρθρα του G Byrne στο Solidarity, no 46, 47, 48 και 50 (2004).

49: «Πίσω από τον φαινομενικά επαναστατικό φόβο της «επαναπροσέγγισης» παραμονεύει μια πολιτική παθητικότητα… μια αυταπάτη για την σοβαρή πολιτική μάχη» - L Trotsky, ‘On the United Front’, στο The First Five Years of the Communist International, vol 2 (New York, 1974), σελ.96.

50: Για παράδειγμα, ο Λένιν αναφέρεται στον αγώνα των Πολωνών χωρικών για την εθνικότητα, τη θρησκεία και την Πολωνική γη («Κριτικά σημειώματα πάνω στο Εθνικό Ζήτημα», 1913), και την πρώιμη κατεύθυνση του καπιταλισμού να ενώνει εδάφη υπό τη μορφή των εθνικών κρατών καθαρίζοντας «τα παλιά, μεσαιωνικά, θρησκευτικά και άλλα εμπόδια» (βλ. υποσημείωση 31).

51: Παραφράζοντας τη διατύπωση του Λένιν στο «Κριτικά σημειώματα πάνω στο Εθνικό Ζήτημα».

52: Βλ., για παράδειγμα , τη διαμάχη για τα θρησκευτικά σχολεία μεταξύ των Nick Grant και Ger Francis στο SWP’s Pre-Conference Discussion Bulletins, nos 2 and 3, 2005.

53: Βλ. υποσημείωση 35.

54: M Bennigsen Broxup, ‘The Last Ghazawat: The 1920-1921 Uprising’, in Bennigsen Broxup (ed), The North Caucasus Barrier, ό.π., σελ.112-145.


(Μέρος ΙΙ, Έ. Χ. Καρ, «Η Οκτωβριανή Επανάσταση και η αυτοδιάθεση των μουσουλμανικών λαών της Ασίας»)

 Η περίπτωση των μουσουλμανικών λαών της Ασίας


Οι χώρες των ανατολικών συνόρων



Τα δυτικά σύνορα της ΡΣΟΣΔ κατοικούνταν από λαούς που, άσχετα από το αν ήταν σλαβικοί ή όχι, συμμετείχαν λιγότερο ή περισσότερο στον ευρωπαϊκό πολιτισμό, διατηρούσαν τις ρωσικές παραδόσεις, και είχαν φτάσει σε ένα επίπεδο υλικής και πνευματικής ανάπτυξης όχι κατώτερο, και μερικές φορές σημαντικά ανώτερο, από το επίπεδο ανάπτυξης των μεγαλορώσων. Το πρόβλημα των σχέσεων των λαών αυτών με τη μεγαλορωσική κεντρική εξουσία ήταν ανάλογο με το πρόβλημα της θέσης π.χ. των τσέχων μέσα στην Αυτοκρατορία των Αψβούργων πριν από το 1918 ή των σλοβάκων και των γερμανών σουδητών στην Τσεχοσλοβακία μετά το 1918. Οι εναλλακτικές λύσεις της αποχώρησης, της ομοσπονδίας, της αυτονομίας και της πλήρους ενσωμάτωσης ήταν όλες εφικτές και τα επιχειρήματα υπέρ της καθεμιάς απ' αυτές δεν έλειπαν. Ανεξάρτητα πάντως από τη λύση που θα δινόταν τελικά, τα προβλήματα που πρόκυπταν ήταν ανάλογα με τα προβλήματα εκείνα που στη Δυτική Ευρώπη ονομάζονταν γενικά «ζήτημα των μειονοτήτων». Οι χώρες των ανατολικών συνόρων, δηλαδή η περιοχή της κοιλάδας του Βόλγα, ο Βόρειος Καύκασος και η Κεντρική Ασία στα ανατολικά της Κασπίας Θάλασσας, παρουσίαζαν διαφορετικού χαρακτήρα προβλήματα. Οι λαοί πού κατοικούσαν σ' αυτά τα εδάφη άνηκαν, από άποψη καταγωγής, γλώσσας και πολιτισμού, περισσότερο στην Ασία και λιγότερο στην Ευρώπη. Δέκα περίπου εκατομμύρια απ' αυτούς ήταν ακόμη νομάδες και η πρωτόγονη οργάνωση σε φυλές δεν είχε εκλείψει σαν φαινόμενο. Το βιοτικό και πολιτιστικό επίπεδο αυτών των λαών ήταν πολύ κατώτερο από το επίπεδο των ρώσων και των λαών των χωρών των δυτικών συνόρων. Οι ελάχιστοι ρώσοι πού κατοικούσαν στις περιοχές αυτές ήταν απομονωμένοι μεταξύ τους άποικοι. Στη δεκαετία του 1850 ο Ένγκελς έγραφε:

«Η ρωσική κυριαρχία, παρόλη της τη σκληρότητα και το σλαβικό της πρωτογονισμό, συμβάλλει οπωσδήποτε στον εκπολιτισμό της Μαύρης και της Κασπίας Θάλασσας, της Κεντρικής Ασί- ας, των Μπασκίρων και των Τατάρων»1.

Τα προβλήματα των σχέσεων των λαών αυτών με την κεντρική εξουσία και τα προβλήματα που γεννούσαν τα σχέδια για χειραφέτηση τους αποτελούσαν μέρος του «αποικιακού» ζητήματος και όχι του ζητήματος «των μειονοτήτων». Τα σχετικά με το θέμα σοβιετικά κείμενα συνδέουν συνήθως στενά το «εθνικό» ζήτημα με το ζήτημα «των αποικιών».

Στις χώρες των δυτικών συνόρων η εφαρμογή της αρχής της αυτοδιάθεσης είχε οδηγήσει μέχρι το τέλος του 1920 στην αναγνώριση ανεξάρτητων μη σοβιετικών δημοκρατιών στην Πολωνία, τη Φινλανδία, την Εσθονία, τη Λεττονία και τη Λιθουανία, και στη δημιουργία των ανεξάρτητων ΣΣΔ της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας, οι σχέσεις των οποίων με τη ΡΣΟΣΔ ήταν οπωσδήποτε στενές χωρίς όμως και να έχουν ξεκαθαριστεί απόλυτα. Στην ανατολή η λύση που δόθηκε τελικά στο πρόβλημα ήταν πολύ λιγότερο ξεκάθαρη, πράγμα πού οφείλεται εν μέρει στην πολυπλοκότητα της κατάστασης και εν μέρει στις επιπτώσεις του εμφυλίου πολέμου. Το γενικό πάντως πλαίσιο ήταν παντού το ίδιο. Στην πρώτη της φάση η επανάσταση είχε διακηρύξει την ανάγκη να εφαρμοστεί η αρχή της αυτοδιάθεσης και είχε οδηγήσει στην προβολή του αιτήματος για αυτονομία μάλλον παρά για πλήρη ανεξαρτησία. Οι μπολσεβίκοι, υποστηρίζοντας την αρχή αυτή με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα και συνέπεια από ο,τι η Προσωρινή Κυβέρνηση, εξασφάλισαν αρχικά την χωρίς όρους υποστήριξη των εθνικών κινημάτων των λαών των ανατολικών συνόρων. Όταν ωστόσο οι ίδιοι αυτοί μπολσεβίκοι εμφανίστηκαν, μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, σαν μια ρωσική κυβέρνηση που κυβερνούσε από την Πετρούπολη, και όταν, περνώντας πλέον στη δεύτερη φάση της επανάστασης, αμφισβήτησαν έμμεσα ή άμεσα το υφιστάμενο κοινωνικό καθεστώς, οι «εθνικοί ηγέτες» των λαών των ανατολικών συνόρων άρχισαν να υποστηρίζουν τις δυνάμεις της αντεπανάστασης. Οι συνέπειες του γεγονότος αυτού ήταν οι ίδιες όπως και στην περίπτωση της Ουκρανίας. Καθώς οι λευκοί στρατηγοί που πολεμούσαν κατά της σοβιετικής εξουσίας δεν είχαν καμιά συμπάθεια για τις εθνικές επιδιώξεις των καθυστερημένων λαών της πρώην Ρωσικής Αυτοκρατορίας - την οποία ήθελαν μάλιστα να ανασυστήσουν - οι ηγέτες των λαών αυτών βρέθηκαν ανάμεσα στη Σκύλλα της επαναφοράς του τσαρικού ζυγού και τη Χάρυβδη της κοινωνικής επανάστασης. Ο εμφύλιος πόλεμος επομένως οδήγησε σε χρεωκοπία ο,τι θα μπορούσε να ονομαστεί κατ' αναλογία «αστικό» εθνικό κίνημα των λαών των ανατολικών συνόρων και συνέβαλε στην επιτάχυνση του περάσματος από την εθνική στην κοινωνική επανάσταση που επιδίωκε η σοβιετική κυβέρνηση.

Σε γενικές γραμμές ο εμφύλιος πόλεμος αποτέλεσε τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις δύο φάσεις της σοβιετικής πολιτικής στο θέμα των εθνικών διεκδικήσεων των λαών των ανατολικών συνόρων. Οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί της τσαρικής αυτοκρατορίας είχαν αρχίσει να δείχνουν σημάδια δυσφορίας ήδη πριν από τη Φεβρουαριανή Επανάσταση2. Ανάμεσα στους τατάρους του Βόλγα, οι όποιοι ήταν οι μόνοι από τους λαούς αυτούς που διέθεταν μια υποτυπώδη εμπορική μεσαία τάξη, ανάμεσα στους γείτονες τους τους μπασκίρους, που παλιότερα ήταν νομάδες αλλά σιγά-σιγά είχαν μετατραπεί σε γεωργούς, και ανάμεσα στους ακόμη κατά βάση νομάδες καζάχους (τους οποίους οι συγγραφείς του 19ου αιώνα ονόμαζαν εσφαλμένα κιργίσιους)3, οι όποιοι κατοικούσαν στις αχανείς στέπες που ξεκινούσαν από τα ανατολικά του Καζάν και κάλυπταν ένα μεγάλο μέρος της Κεντρικής Ασίας, είχαν κάνει την εμφάνιση τους, μετά το 1905, νεαρά εθνικά κινήματα υποκινούμενα από μικρές ομάδες διανοουμένων. Τα κινήματα αυτά ενισχύθηκαν από την πολιτική εποικισμού των τσάρων, οι οποίοι είχαν προσπαθήσει να επεκτείνουν και να βελτιώσουν την καλλιέργεια του εδάφους τόσο μετακινώντας το ντόπιο πληθυσμό όσο και μεταφέροντας αποίκους από άλλες περιοχές. Η καταπάτηση των παραδοσιακών βοσκότοπων των καζάχων και η εγκατάσταση ρώσων αποίκων σ' αυτούς ήταν μόνιμη πηγή δυσαρέσκειας του λάου αυτού και, σε συνδυασμό με την απόπειρα επιστράτευσης τους για υποχρεωτική εργασία στη διάρκεια του πολέμου, προκάλεσε μια σοβαρή εξέγερση τους το 1916. Νοτιότερα, στους λιγότερο νομαδικούς λαούς της Χίβας, της Μπουχάρας και του Τουρκεστάν – στα εδάφη της μεσαιωνικής αυτοκρατορίας του Τζέγκινς Χάν - επικρατούσε ο ίδιος αναβρασμός. Το χειμώνα του 1916-17 ο ημιανεξάρτητος χάν της Μπουχάρας αναγκάστηκε να ζητήσει τη βοήθεια των ρωσικών στρατευμάτων για να καταστείλει μια εξέγερση των υπηκόων του.

Τα συμπτώματα αυτά ήταν προάγγελοι των γεγονότων του 1917. Όταν το Μάιο της χρονιάς εκείνης συνήλθε στην Πετρούπολη το 1ο Πανρωσικό Συνέδριο των Μουσουλμάνων, διατυπώθηκε το αίτημα όχι για εθνική ανεξαρτησία αλλά για εθνική αυτονομία. Οι δύο βασικές τάσεις που εκφράστηκαν στο συνέδριο αυτό ήταν μια πλειοψηφία που ζητούσε «δημοκρατία με βάση την έθνική-έδαφική-όμοσπονδιακή αρχή» και μια μειοψηφία που της αρκούσε η πολιτιστική αυτονομία στα πλαίσια ενός ενιαίου ρωσικού κράτους4. Επωφελούμενοι και από τη σύγχυση που επικρατούσε την εποχή εκείνη σε ολόκληρη τη Ρωσία οι διάφοροι μουσουλμανικοί λαοί άρχισαν να εργάζονται συστηματικά για την πραγματοποίηση των επιδιώξεων τους. Το 2ο Πανρωσικό Συνέδριο των Μουσουλμάνων, που συνήλθε τον Ιούλιο του 1917 στο Καζάν, ελεγχόταν κατά βάση από τους τατάρους οι όποιοι, όντας οι πιο προηγμένοι από τους μουσουλμανικούς λαούς, προσπαθούσαν να κυριαρχήσουν στο μουσουλμανικό εθνικό κίνημα δίνοντας του μάλιστα και παντουρανικό χαρακτήρα. Την ίδια εποχή συνήλθε στο Ορενμπουργκ ένα συνέδριο των μπασκίρων στο όποιο διατυπώθηκε το αίτημα για αυτονομία. Λίγο αργότερα έγινε, επίσης στο Ορενμπουργκ, ένα συνέδριο των καζάχων, το οποίο προχώρησε μάλιστα στη δημιουργία ενός εθνικού συμβουλίου με την παραδοσιακή ονομασία Αλάς-Ορντά («Η ορδή του Αλάς» από το όνομα του προφανώς μυθικού γεννήτορα των καζάχων) και στη διατύπωση ενός προγράμματος που ζητούσε τη μετατροπή της Ρωσίας σε «ομοσπονδιακή δημοκρατία» και του Καζαχστάν σε αυτόνομη δημοκρατία στο εσωτερικό της5. Το καλοκαίρι του 1917 συνήλθαν ανάλογα συνέδρια και των μικρότερων μουσουλμανικών εθνοτήτων, όπως οι Μάρι, οι Βοτιάκοι και οι Τσουβάζοι, στα όποια διατυπώθηκαν ανάλογα αιτήματα6. Έξαλλου, το Μάιο και το Σεπτέμβριο έγιναν στο Βλαντικαβλάζ δύο συνέδρια των μουσουλμανικών φυλών του Βόρειου Καύκασου7. Κανένα από τα συνέδρια αυτά δεν ήταν επαναστατικό με την κοινωνική έννοια του όρου και σχεδόν όλα - με μόνη εξαίρεση ίσως το συνέδριο των καζάχων - χαρακτηρίζονταν από έντονη παρουσία του θρησκευτικού στοιχείου. Λέγεται ότι το συνέδριο των μπασκίρων το αποτελούσαν μουλάδες, προεστοί και κουλάκοι και ότι έπρεπε κανείς να πληρώσει 50 ρούβλια για να πάρει μέρος σ' αυτό8, καθώς και ότι οι μουσουλμάνοι του Βόρειου Καύκασου εξέλεξαν αρχηγό τους με τον τίτλο του Μουφτή έναν μουλά που λεγόταν Γκοτσίνσκυ9. Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες δεν είναι περίεργο ότι το εθνικό ζήτημα των λαών των ανατολικών συνόρων ταυτιζόταν αρχικά στο μυαλό των σοβιετικών ηγετών με το πρόβλημα των μουσουλμάνων. Η πρώτη ενέργεια της σοβιετικής κυβέρνησης για την αντιμετώπιση του προβλήματος ήταν να εκδώσει αμέσως μετά τη γενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων των Λαών της Ρωσίας και μια ειδική έκκληση «Προς Όλους τους Μουσουλμάνους Εργαζόμενους της Ρωσίας και της Ανατολής». Η έκκληση αυτή, αφού τόνιζε ότι επιθυμία του ρωσικού λαού ήταν «να εξασφαλίσει την υπογραφή μιας έντιμης ειρήνης και να βοηθήσει τους καταπιεσμένους λαούς του κόσμου να αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους», πρόσθετε:

«Μουσουλμάνοι της Ρωσίας, τάταροι του Βόλγα και της Κριμαίας, κιργίσιοι και σάρτοι του Τουρκεστάν και της Σιβηρίας, τούρκοι καί τάταροι της Υπερκαυκασίας, τσετσένοι και όρεσείβιοι του Καυκάσου και όλοι εσείς που τα τζαμιά και οι ναοί σας έχουν καταστραφεί, που τα έθιμα σας και η πίστη σας έχουν ποδοπατηθεί από τους τσάρους και τους καταπιεστές της Ρωσίας. Η πίστη σας και τα έθιμα σας, οι εθνικοί σας και πολιτιστικοί σας θεσμοί από σήμερα θα είναι ελεύθεροι και απαραβίαστοι. Οργανώστε την εθνική σας ζωή με πλήρη ελευθερία. Έχετε το δικαίωμα. Να ξέρετε ότι τα δικαιώματα σας, όπως και τα δικαιώματα όλων των λαών της Ρωσίας, βρίσκονται κάτω από την προστασία της επανάστασης και των οργάνων της, των σοβιέτ των εργατών, στρατιωτών και αγροτών. Δώστε την υποστήριξη σας στην επανάσταση αυτή και την κυβέρνηση της».

Turkmen_man_with_camel_1915.jpgΣτη συνέχεια η έκκληση αναφερόταν στους έξω από τα σύνορα της παλιάς Ρωσικής Αυτοκρατορίας μουσουλμάνους της Ανατολής καλώντας τους να ανατρέψουν τους καταπιεστές τους και δίνοντας τους την υπόσχεση ότι θα είχαν κάθε δυνατή βοήθεια10. Με ένα διάταγμα της 19ης Ιανουαρίου 1918 δημιουργήθηκε το επιτροπάτο εσωτερικών μουσουλμανικών υποθέσεων. Ο επικεφαλής επίτροπος ήταν τάταρος και οι δύο δασικοί βοηθοί του ο ένας τάταρος και ο άλλος μπασκίρος11. Μια σημαντική χειρονομία της σοβιετικής κυβέρνησης την εποχή εκείνη ήταν η παράδοση του λεγόμενου «ιερού κορανίου του Οσμάν», που είχε μεταφερθεί παλιότερα από τη Σαμαρκάνδη στην αυτοκρατορική βιβλιοθήκη, στο «περιφερειακό συνέδριο των μουσουλμάνων της Πετρούπολης»12. Σημαντικό επίσης γεγονός ήταν η δημοσίευση, μετά τη διακοπή των συνομιλιών στο Μπρέστ-Λιτόφσκ και την επανάληψη των εχθροπραξιών με τους γερμανούς, μιας έκκλησης του επιτροπάτου μουσουλμανικών υποθέσεων προς «τους μουσουλμανικούς επαναστατικούς λαούς» με την οποία καλούνταν αυτοί «να συσπειρωθούν κάτω από την κόκκινη σημαία του μουσουλμανικού σοσιαλιστικού κόμματος»13. Ένα συνέδριο των μουσουλμανικών κομμουνιστικών οργανώσεων που έγινε το Νοέμβριο του 1918 στη Μόσχα προχώρησε στη δημιουργία ενός «κεντρικού γραφείου μουσουλμανικών κομμουνιστικών οργανώσεων» το όποιο ήταν υπεύθυνο για το τύπωμα προπαγανδιστικού υλικού σε πολλές γλώσσες, την έκδοση μιας ημερήσιας εφημερίδας σε τουρκική γλώσσα, την αποστολή αγκιτατόρων, και την οργάνωση τοπικών τυπογραφείων14. Στο δεύτερο ανάλογο συνέδριο που έγινε το Νοέμβριο του 1919 παραβρέθηκαν τόσο ο Λένιν όσο και ο Στάλιν15.

Η δεύτερη φάση της σοβιετικής πολιτικής, που άρχισε στις αρχές του 1918, χαρακτηρίστηκε, και στην περίπτωση των χωρών των ανατολικών συνόρων όπως και στην περίπτωση της Ουκρανίας, από επεμβάσεις κατά των «αστικών» εθνικών κυβερνήσεων που είχαν κάνει την εμφάνιση τους στο διάστημα ανάμεσα στη Φεβρουαριανή και την Οκτωβριανή Επανάσταση. Οι κυβερνήσεις αυτές, όπως και η ουκρανική Ράντα, μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση άρχισαν να συμπεριφέρονται εχθρικά προς τη σοβιετική κυβέρνηση της Πετρούπολης είτε γιατί τη θεωρούσαν κίνδυνο για το υφιστάμενο κοινωνικό καθεστώς είτε γιατί, σαν ρωσική κυβέρνηση, τη θεωρούσαν εχθρό των πρώην υποτελών λαών. Μια κυβέρνηση των μπασκίρων, που είχε επικεφαλής κάποιον Βαλίντωφ και που είχε προχωρήσει στην ίδρυση ενός αυτόνομου κράτους των μπασκίρων μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, συμμάχησε με τους κοζάκους του Όρενμπουργκ που πολεμούσαν ανοιχτά κατά της σοβιετικής κυβέρνησης16, ενώ ανάλογη ήταν και η στάση των άλλων «εθνικιστών». Η ρήξη αυτή ανάγκασε τη σοβιετική κυβέρνηση να ζητήσει την υποστήριξη των «προλεταριακών» (ο όρος είναι εξίσου ακατάλληλος στη συγκεκριμένη περίπτωση όσο και ο όρος «αστικός») στοιχείων των περιοχών αυτών, ασκώντας μια πολιτική ανάλογη με την πολιτική της «αυτοδιάθεσης για τους εργαζόμενους» που ασκήθηκε αργότερα στην περίπτωση των χωρών των δυτικών συνόρων. Η περίοδος αυτή, σε αντίθεση με την προηγούμενη, χαρακτηρίστηκε από εντονότατες επιθέσεις κατά της μουσουλμανικής θρησκείας, των παραδόσεων της και του τυπικού της, επιθέσεις που εν μέρει οφείλονταν σε ιδεολογικούς λόγους και εν μέρει είχαν σκοπό να συντρίψουν την επιρροή των μουλάδων, οι όποιοι κατά κανόνα αποτελούσαν τη σπονδυλική στήλη των «αστικών» εθνικών κινημάτων. Οι κυβερνήσεις των αυτόνομων περιοχών των τατάρων και των μπασκίρων καταργήθηκαν και το Μάρτιο του 1918 ανακηρύχθηκε μια κοινή «Σοβιετική Δημοκρατία Τατάρων-Μπασκίρων της Ρωσικής Σοβιετικής Ομοσπονδίας»17 στην οποία υπάγονταν και οι τσουβάζοι και οι μάρι. Ακολούθησε η διάλυση του εθνικού συμβουλίου των τατάρων με διάταγμα της 13ης Απριλίου 1918 και η σύλληψη των τατάρων ηγετών18. Κατά τον Πεστκόφσκυ η πολιτική αυτή υιοθετήθηκε από τη VTsIK* και επιβλήθηκε στο Ναρκομνάτς από τον Στάλιν παρά την έντονη αντίδραση πολλών συνεργατών του19. Το ότι η πολιτική αυτή προοριζόταν να εφαρμοστεί και σε άλλες ανάλογες περιπτώσεις φαίνεται από μια σημαντική διακήρυξη που απηύθυνε ο Στάλιν, με την ιδιότητα του σαν Λαϊκός Επίτροπος των Εθνοτήτων, «Προς τα Σοβιέτ του Καζάν, της Ούφα, του Όρενμπουργκ και του Αικατερίνμπουργκ, προς το Σοβναρκόμ** του Τουρκεστάν και άλλους». Η διακήρυξη αυτή, αφού τόνιζε ότι «ή επανάσταση που ξέσπασε στο κέντρο μεταδίδεται στις χώρες των συνόρων, και ιδιαίτερα των ανατολικών, με κάποια καθυστέρηση», πρόσθετε ότι «είναι ανάγκη να ληφθούν ειδικά μέτρα ώστε να συμμετάσχουν οι εργαζόμενες και εκμεταλλευόμενες μάζες των χωρών αυτών στην επαναστατική διαδικασία». Εφόσον «οι αστοί εθνικιστές απαιτούν αυτονομία με σκοπό να τη μετατρέψουν σε όργανο καταπίεσης των μαζών των χωρών τους», η λύση δεν μπορεί να είναι άλλη - συνέχιζε η διακήρυξη - από «την οργάνωση τοπικών συνεδρίων των σοβιέτ και την ανακήρυξη της σοβιετικής αυτονομίας»20.

Η πολιτική της αναγκαστικής σοβιετοποίησης των χωρών των ανατολικών συνόρων, που στηριζόταν στην υποθετική υποστήριξη των εχθρικών τόσο απέναντι στον αστικό εθνικισμό όσο και στο Ισλάμ ντόπιων επαναστατικών μαζών, αποδείχτηκε φιάσκο. Παρόλο ότι η επιρροή των μουλάδων και των αστών διανοούμενων που καθοδηγούσαν τα υποτυπώδη εθνικά κινήματα - ιδιαίτερα των νομαδικών λαών - υπάρχει συνήθως η τάση να υπερτονίζεται, είναι ωστόσο γεγονός ότι οι λαοί αυτοί έδειχναν ελάχιστη κατανόηση και συμπάθεια για τους σκοπούς και τις μεθόδους των μπολσεβίκων. Τα σχέδια πού καταστρώνονταν στη Μόσχα από ανθρώπους εξοικειωμένους με τις δυτικές συνθήκες δεν είχαν καμιά σχεδόν απήχηση στους πρωτόγονους αγροτικούς λαούς ή τους νομάδες, τα προβλήματα των οποίων ήταν το ότι τα κοπάδια τους ήταν μικρά και ότι δεν μπορούσαν να βρουν βοσκοτόπια21. Το σχέδιο για τη δημιουργία μιας Σοβιετικής Δημοκρατίας των Τατάρων-Μπασκίρων δεν είχε σχεδόν καθόλου υποστηρικτές ανάμεσα στους λαούς των χωρών αυτών, ενώ οι τσουβάζοι, που κατά τον τοπικό ιστορικό δεν ήθελαν ούτε ανεξαρτησία ούτε αυτονομία, διαμαρτυρήθηκαν για την υπαγωγή τους στη Δημοκρατία αυτή22. Έτσι λοιπόν, παρά τις προπαρασκευές που έγιναν στη Μόσχα το Μάιο του 191823, η Σοβιετική Δημοκρατία των Τατάρων- Μπασκίρων δεν υπήρξε στην πραγματικότητα ποτέ. Ο εμφύλιος πόλεμος άρχισε μέσα σε ένα κλίμα γενικής αναρχίας και συγκεχυμένων αλλά και αλληλοσυγκρουόμενων επιδιώξεων. Τον Ιούνιο η αντιμπολσεβίκικη κυβέρνηση της Σαμάρας άρχισε να επεκτείνει την εξουσία της σε ένα μεγάλο μέρος της περιοχής του Μέσου και Κάτω Βόλγα. Η μόνη θετική για το σοβιετικό καθεστώς εξέλιξη στην περιοχή αυτή το 1918 αφορούσε μια μη μουσουλμανική κοινότητα που κατοικούσε στο δυτικό της άκρο. Τον Οκτώβριο του 1918 δόθηκε το δικαίωμα στους 400.000 γερμανούς του Βόλγα να σχηματίσουν μια αυτόνομη «εργατική κοινότητα» με δικό της συνέδριο σοβιέτ και δική της εκτελεστική επιτροπή24.

Ανάλογη πολιτική με ανάλογα αρνητικά αποτελέσματα ακολουθήθηκε και στην περίπτωση των άλλων μουσουλμανικών λαών. Στην Κριμαία ένα «διευθυντήριο» πού είχε σχηματιστεί στην περίοδο ανάμεσα στη Φεβρουαριανή και την Οκτωβριανή Επανάσταση ανατράπηκε τον Ιανουάριο του 1918 από τους μπολσεβίκους και στη θέση του ιδρύθηκε μία Σοβιετική Δημοκρατία των Τατάρων της Κριμαίας, που όμως δεν επρόκειτο να επιζήσει για πολύ. Οι γεμανοί, φτάνοντας στην Κριμαία μετά από την προέλαση τους μέσω της Ουκρανίας, εγκατέστησαν μια κυβέρνηση - ανδρείκελο με επικεφαλής το ρώσο στρατηγό Σούλκεβιτς, της οποίας η εξουσία κατέρρευσε – όπως και η εξουσία της κυβέρνησης του Σκοροπάντσκυ στην Ουκρανία - μετά τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας το Νοέμβριο του 1918. Στη συνέχεια μια ομάδα λευκών προσφύγων, από τους οποίους οι περισσότεροι μέλη του κόμματος των Κάντε, σχημάτισαν μια κυβέρνηση της Κριμαίας που όμως η σύνθεση της ήταν πανρωσική και δεν εκπροσωπούσε σε καμιά περίπτωση τους τάταρους της περιοχής. Η κυβέρνηση αυτή, που αναγνωριζόταν και υποστηριζόταν σε ένα βαθμό από τους συμμάχους, επέζησε και μετά την ήττα του Ντενίκιν, με τον όποιο συνεργαζόταν αναγκαστικά παρά τις κατά καιρούς μεταξύ τους προστριβές25. Στο Βόρειο Καύκασο και το Νταγκεστάν οι συγκρούσεις ανάμεσα στους μπολσεβίκους και τους τοπικούς εθνικιστές δεν σταμάτησαν σε όλη τη διάρκεια του 1918. Οι εθνικιστές των περιοχών αυτών ενισχύονταν και ενθαρρύνονταν από τους τούρκους, μέχρις ότου, το καλοκαίρι του 1919, ο στρατός του Ντενίκιν κατέλαβε όλο.

2_Muslim-fighters-Tatarstan-Red_Army-1918.jpgΟι πρώτες κινήσεις της σοβιετικής κυβέρνησης μετά τις αποτυχίες του 1918 υπαγορεύονταν από τις απαιτήσεις του εμφυλίου πολέμου και από τις ευκαιρίες που παρουσιάζονταν στα πλαίσια της διεξαγωγής του. Το Μάρτιο του 1919 το μέτωπο είχε ήδη μεταφερθεί αρκετά μακριά από την περιοχή του Βόλγα. Οι μπασκίροι, έχοντας υποστεί μια σειρά από διώξεις τόσο από τον Κολτσάκ όσο και από τον Ντούτωφ, τον άταμάνο των κοζάκων του Όρενμπουργκ26, ήταν πλέον πρόθυμοι να δεχτούν τα ανοίγματα της Μόσχας. Πράγματι, δεν άργησε να υπογραφεί μια συμφωνία ανάμεσα στη ΡΣΟΣΔ και την κυβέρνηση της «Αυτόνομης Σοβιετικής Δημοκρατίας των Μπασκίρων» με επικεφαλής τον Βαλίντωφ, ο όποιος είχε και πάλι κερδίσει την εύνοια της σοβιετικής κυβέρνησης27.

Ανάλογες ήταν οι εξελίξεις και στις ανατολικότερες περιοχές. Το Αλας-Όρντα των καζάχων διασπάστηκε και ένα μέρος του συμμάχησε με τους μπολσεβίκους. Τον Ιούνιο του 1919 εκδόθηκε ένα διάταγμα που πρόβλεπε τη συγκρότηση μιας «επαναστατικής επιτροπής» υπεύθυνης για τη διοίκηση της περιοχής των καζάχων. Το ίδιο αυτό διάταγμα προσπαθούσε για πρώτη φορά να ικανοποιήσει τα αιτήματα των καζάχων αγροτών, ορίζοντας ότι απαγορεύεται κάθε παραπέρα εποικισμός των περιοχών τους από ρώσους. Το μέτρο αυτό, χωρίς να αποτελεί επαναστατική ή έστω και ριζοσπαστική λύση του προβλήματος, έβαζε τέλος στη διαδικασία αυθαίρετης κατάληψης της γης των καζάχων28 και απέβλεπε στο να εξασφαλίσει την υποστήριξη τους στον εμφύλιο πόλεμο. Το Αλας-Όρντα διαλύθηκε29. Ένα μήνα αργότερα εκδόθηκε μια διακήρυξη προς τους καλμούκους, στην οποία δινόταν η υπόσχεση για τη σύγκληση ενός συνεδρίου των εργαζόμενων καλμούκων και γινόταν έκκληση προς αυτούς να καταταγούν στον Κόκκινο Στρατό και να πολεμήσουν κατά του Ντενίκιν30. Οι καλμούκοι ήταν ένας απομονωμένος, νομαδικός κατά βάση λαός 20.000 ατόμων που κατοικούσε γύρω από την κορυφή της Κασπίας Θάλασσας κοντά στο Αστραχάν, μιλούσε μια μογγολική γλώσσα και είχε σαν θρησκεία του το βουδισμό. Ένα διάταγμα που εκδόθηκε στη συνέχεια ήταν σχεδόν ίδιο με το διάταγμα που είχε εκδοθεί λίγες μέρες πριν και αφορούσε τους καζάχους, καθώς αναγνώριζε τα πλήρη δικαιώματα του «εργαζόμενου καλμουκικού λαού» πάνω στη γη του και απαγόρευε κάθε παραπέρα παραχώρηση καλμουκικής γης σε ρώσους αποίκους31. Όλα πάντως αυτά τα διατάγματα του 1919 αποτελούσαν περισσότερο όργανα προπαγάνδας και εκκλήσεων και λιγότερο πράξεις διαμόρφωσης πραγματικών κοινωνικών και πολιτικών θεσμών. Από όλα αυτά τα νομικά κατασκευάσματα τα σχετικά με τις χώρες των ανατολικών συνόρων ελάχιστα επέζησαν.

Οι δυσκολίες που εξακολούθησε να συναντάει η πολιτική των μπολσεβίκων μέχρι το τέλος του 1919 σε όλες σχεδόν τις χώρες των ανατολικών συνόρων οφείλονταν σε μεγάλο βαθμό στις διακυμάνσεις που παρουσίαζε η πορεία των πολεμικών επιχειρήσεων. Όσον καιρό η τύχη του σοβιετικού καθεστώτος ήταν αμφίβολη και όσον καιρό η κυριαρχία του στις περιοχές αυτές ήταν διακεκομμένη και επισφαλής, οι τοπικοί πληθυσμοί τηρούσαν επιφυλακτική στάση απέναντι του. Πολλές φορές η αντίσταση προς το σοβιετικό καθεστώς γινόταν μεγαλύτερη λόγω της αδιάλλακτης στάσης που τηρούσαν οι απεσταλμένοι της σοβιετικής κυβέρνησης απέναντι στη μουσουλμανική θρησκεία. Οι σοβιετικοί αξιωματούχοι γνώριζαν ελάχιστα τα ανατολικά εδάφη του τεράστιου εκείνου κράτους που τόσο ξαφνικά κλήθηκαν να κυβερνήσουν. Το μόνο που είχαν στο μυαλό τους σχετικά με την περιοχή αυτή ήταν μια ασαφής εικόνα ενός φάσματος καταπιεσμένων λαών που ήθελαν ν' αποτινάξουν την κυριαρχία τόσο των μουλάδων όσο και του τσαρικού καθεστώτος, με αποτέλεσμα να εκπλαγούν διαπιστώνοντας ότι, ενώ στους νομαδικούς λαούς και σε ορισμένες περιοχές της Κεντρικής Ασίας η επιρροή του Ισλάμ ήταν σχεδόν ανύπαρκτη, για όλους τους άλλους λαούς η μουσουλμανική θρησκεία εξακολουθούσε να αποτελεί ένα συνεκτικό και πανίσχυρο θεσμό, του οποίου η αντίσταση στις νέες ιδέες και στις νέες πρακτικές ήταν μεγαλύτερη και από την αντίσταση της Ορθόδοξης Εκκλησίας32. Στις περιοχές εκείνες που η επιρροή της ήταν μεγάλη - και ιδίως στο Βόρειο Καύκασο33 η μουσουλμανική θρησκεία ήταν εκτός από θρησκευτικός θεσμός και ένα είδος κοινωνικού, νομικού και πολιτικού θεσμού που ρύθμιζε κάθε σχεδόν λεπτομέρεια της καθημερινής ζωής των πιστών της. Οι Ιμάμηδες και οι μουλάδες ήταν νομοθέτες, δικαστές, δάσκαλοι, διανοούμενοι καθώς και πολιτικοί, και μερικές φορές και στρατιωτικοί, ηγέτες. Το ότι την εξουσία τους αυτή οι μουλάδες την ασκούσαν πάνω σε ένα χαμηλού οικονομικού και πολιτιστικού επιπέδου πληθυσμό ήταν το κύριο επιχείρημα που πρόβαλλαν οι μπολσεβίκοι στα πλαίσια του αγώνα εναντίον τους, αλλά και ο βασικός λόγος που έκανε τρομερά δύσκολη τη λύση του προβλήματος. Στα τέλη του 1919 οι σοβιετικές αρχές φαίνεται ότι κατέληξαν στο συμπέρασμα πως η μόνη πολιτική που θα μπορούσε να φέρει αποτελέσματα ήταν να προσπαθήσουν να διχάσουν το μουσουλμανικό κλήρο κερδίζοντας την υποστήριξη των νεώτερων στην ηλικία μελών του34.(118) Μια τέτοια πολιτική συνεπαγόταν έναν κάποιο συμβιβασμό με το Ισλάμ, ή, με άλλα λόγια, την εγκατάλειψη της σκληρής στάσης στα ιδεολογικά θέματα που κυριαρχούσε στην περίοδο του εμφυλίου πολέμου και την επάνοδο στην πολιτική της ανεκτικότητας που κυριαρχούσε το χειμώνα του 1917-18.

Το 1920 χαρακτηρίστηκε από μια ριζική αλλαγή στις σχέσεις της Μόσχας με τις χώρες των ανατολικών συνόρων. Μέχρι τότε η σοβιετική πολιτική είχε στραμμένη την προσοχή της βασικά προς τη δύση. Η δύση ήταν εκείνη στην οποία αρχικά στηρίζονταν οι ελπίδες για την παγκόσμια επανάσταση και εκείνη από την οποία αργότερα προέρχονταν οι κίνδυνοι για την επιβίωση του νέου καθεστώτος. Ο μεγάλος κίνδυνος για το καθεστώς είχε όμως πια περάσει, και μόνο προς στιγμήν πρόκυψε και πάλι με την εισβολή των πολωνών το Μάιο του 1920. Η συντριβή του Κολτσάκ και του Ντενίκιν έδωσε στη σοβιετική κυβέρνηση για πρώτη φορά τη δυνατότητα να ασχοληθεί σοβαρά με τις χώρες των ανατολικών συνόρων και να αρχίσει να εφαρμόζει το σχέδιο του Λένιν που πρόβλεπε τη μετατροπή των επαναστατικών μαζών των εκμεταλλευόμενων εθνών της ανατολής σε συμμάχους των εργατών και αγροτών της Ρωσίας. Το βάρος της σοβιετικής πολιτικής άρχισε να μετατοπίζεται από τη δύση προς την ανατολή. Με το συνέδριο των λαών της ανατολής στο Μπακού το Σεπτέμβριο του 1920 εγκαινιάστηκε η σταυροφορία των εθνών της ανατολής κατά του δυτικού ιμπεριαλισμού κάτω από την ηγεσία της Σοβιετικής Ρωσίας.

Την ίδια εποχή παρατηρήθηκε και μια αντίστοιχη αλλαγή της στάσης των λαών των ανατολικών συνόρων. Στις περιοχές όλων αυτών των λαών ο εμφύλιος πόλεμος – στα πλαίσια του οποίου οι λευκοί υποστηρίζονταν από τους ξένους - είχε τελικά σαν αποτέλεσμα να ενισχυθούν το κύρος και ή αίγλη της ρωσικής σοβιετικής κυβέρνησης. Τόσο στα ρωσικά όσο και στα μη ρωσικά εδάφη, η φιλοδοξία των λευκών στρατηγών να επαναφέρουν το παλιό σύστημα γαιοκτησίας και βιομηχανικής ιδιοκτησίας είχε σαν επακόλουθο να κερδίσει το σοβιετικό καθεστώς τη συμπάθεια της διστακτικής πλειοψηφίας των αγροτών και εργατών. Ειδικότερα στα μη ρωσικά εδάφη, η πρόθεση των στρατηγών αυτών να αποκαταστήσουν την ενότητα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και να διατηρήσουν την παράδοση της πολιτικής και πολιτιστικής υποταγής των μη ρωσικών στοιχείων ερχόταν σε κραυγαλέα αντιδιαστολή με τις υποσχέσεις του σοβιετικού καθεστώτος για αυτοδιάθεση, όσο κι αν αυτό τόνιζε ότι η άσκηση του δικαιώματος αυτού απαιτούσε να υπάρχουν ορισμένες πολιτικές και κοινωνικές προϋποθέσεις. Το 1918 και το 1919 οι μουσουλμανικοί λαοί αντιμετώπιζαν με δυσπιστία τη σοβιετική εξουσία. Η εμπειρία όμως που είχαν όταν βρέθηκαν κάτω από τη σκληρή εξουσία των λευκών ήταν ένας από τους παράγοντες που συνέβαλαν στην αλλαγή της στάσης των λαών αυτών απέναντι στο σοβιετικό καθεστώς μετά το 1920.

Στα πλαίσια της εφαρμογής της πολιτικής αυτής το Μάιο του 1920 ιδρύθηκαν, με διατάγματα της VTsIK, οι Αυτόνομες ΣΣΔ των Τατάρων και των Μπασκίρων καθώς και η Αυτόνομη Περιοχή των Τσουβάζων35 Εξάλλου, στα τέλη περίπου του ίδιου χρόνου δημιουργήθηκαν η Αυτόνομη ΣΣΔ των Καζάχων και η Αυτόνομη Περιοχή των Καλμούκων36. Η δημιουργία πάντως των Δημοκρατιών και Περιοχών αυτών δεν σήμαινε και ότι οι δυσκολίες είχαν τελειώσει. Ή οργάνωση ήταν παντού υποτυπώδης και σε πολλές περιπτώσεις τα σύνορα ανάμεσα στις διάφορες ΣΣΔ δεν ήταν σαφή. Υπήρχαν περιοχές όπου τα «αστικά εθνικιστικά» στοιχεία δεν είχαν συντριβεί ακόμη απόλυτα. Η δημιουργία της Αυτόνομης ΣΣΔ των Μπασκίρων το Μάιο του 1920, που σήμαινε αυτόματα και κατάργηση της κυβέρνησης του ικανού αλλά ενοχλητικού Βαλίντωφ, συνοδεύτηκε από σοβαρές ταραχές που διήρκεσαν ολόκληρο το καλοκαίρι και το φθινόπωρο και που προέρχονταν στο μεγαλύτερο ποσοστό από οπαδούς της επαναφοράς του Βαλίντωφ στην εξουσία. Σε ολόκληρη την περιοχή των μπασκίρων επικρατούσαν για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα συνθήκες αναρχίας και εμφυλίου πολέμου. Σύμφωνα με μια έγκυρη πηγή, παραλίγο η κατάσταση να εξελιχτεί σε «γενική εξέγερση των μπασκίρων»37. Στο Καζαχστάν το ζήτημα της γης εξακολούθησε να προκαλεί οξύτατες συγκρούσεις. Καθώς οι ρώσοι άποικοι και οι μόνιμα εγκατεστημένοι σε ένα σημείο καζάχοι υποστήριζαν κατά κανόνα το καθεστώς που είχε εγκαθιδρυθεί με τις ευλογίες της Μόσχας ενώ οι καζάχοι νομάδες, στο βαθμό που είχαν κάποια πολιτική συνείδηση, θεωρούσαν το ρώσο μπολσεβίκο σαν το φυσικό διάδοχο του ρώσου τσάρου, κάθε σχέδιο για μεγάλης κλίμακας αγροτική μεταρρύθμιση συναντούσε τεράστια εμπόδια. Επιπλέον, υπήρχαν μια σειρά από λόγοι που προκαλούσαν αντιδράσεις σε κάθε σχέδιο κατάτμησης των καλλιεργήσιμων κλήρων ώστε να επιστραφεί η γη στους καζάχους νομάδες είτε για βοσκή είτε για εγκατάσταση. Ένα τέτοιο μέτρο, όσο κι αν ήταν δίκαιο και πολιτικά σκόπιμο, δεν μπορούσε παρά να έχει σαν αποτέλεσμα την άμεση πτώση της παραγωγής. Ακριβείς πληροφορίες για την έκταση που πήρε η ανακατανομή της γης που είχε αφαιρεθεί από τους καζάχους δεν υπάρχουν. Εκείνο που είναι βέβαιο είναι ότι ο λιμός του 1921 έπληξε το Καζαχστάν, όπως και όλη την περιοχή του Βόλγα, με ιδιαίτερη σφοδρότητα38. Στο Βόρειο Καύκασο η κατάσταση είχε επίσης ξεκαθαρίσει πριν από τα τέλη του 1920. Μέχρι το φθινόπωρο της χρονιάς εκείνης επικρατούσε ακόμη πλήρης σύγχυση. Στό Νταγκεστάν, ο μουλάς Γκοτσίνσκυ αντιστεκόταν ακόμη39. Δυτικότερα, οι κοζάκοι της περιοχής του Τέρεκ είχαν ξεσηκωθεί στα νώτα του σοβιετικού στρατού που πολεμούσε κατά του Βράνγκελ στην κοιλάδα του Ντον, κόβοντας για μια ακόμη φορά την επικοινωνία ανάμεσα στη Μόσχα και το Μπακού40. Μέχρι τον Οκτώβριο πάντως του 1920 είχε υπογραφεί ανακωχή με την Πολωνία, ο στρατός του Βράνγκελ είχε υποχωρήσει στην Κριμαία, και ο Στάλιν είχε εξαγγείλει από την Πράβντα τη νέα πολιτική της «σοβιετικής αυτονομίας»41. Τον ίδιο μήνα ο Στάλιν πραγματοποίησε μια περιοδεία στο Βόρειο Καύκασο, και στις 13 Νοεμβρίου 1920 μίλησε στο συνέδριο των λαών του Νταγκεστάν στην προσωρινή τους πρωτεύουσα, το Τεμίρ-Χάν-Σούρ, λέγοντας ότι, τώρα που ηττήθηκε ο Βράνγκελ και που υπογράφτηκε ειρήνη με την Πολωνία, «η σοβιετική κυβέρνηση είναι σε θέση να ασχοληθεί με το ζήτημα της αυτονομίας του λάου του Νταγκεστάν». Φυσικά υπογραμμιζόταν ότι το Νταγκεστάν «θα πρέπει να κυβερνηθεί με βάση τις ιδιαιτερότητες του, τον τρόπο ζωής του και τα έθιμα του», καθώς και ότι «η σοβιετική κυβέρνηση θεωρεί το σαριάτ απόλυτα έγκυρο εθιμικό δίκαιο», πράγμα που σήμαινε ότι οι κάτοικοι του Νταγκεστάν θα μπορούσαν να διατηρήσουν ακέραιες τις θρησκευτικές τους συνήθειες. Από την άλλη μεριά όμως τονιζόταν ότι «η αυτονομία του Νταγκεστάν δεν σημαίνει και δεν μπορεί να σημαίνει απόσπαση του από τη Σοβιετική Ρωσία»42. Τέσσερεις μέρες αργότερα έγινε στο Βλαντικαβλάζ ένα ανάλογο συνέδριο των λαών της περιοχής του Τέρεκ που συμβατικά ονομάστηκαν «Ορεσίβιοι», στο όποιο ο Στάλιν εμφανίστηκε «για να διακηρύξει τις προθέσεις της σοβιετικής κυβέρνησης αναφορικά με τις συνθήκες διαβίωσης των λαών του Τέρεκ και τις σχέσεις τους με τους κοζάκους». Η πείρα είχε δείξει ότι «η κοινή διαβίωση των όρεσίβων και των κοζάκων στα πλαίσια μιας ενιαίας διοικητικής μονάδας προκαλούσε συνεχείς αναταραχές». Η πρόσφατη προδοσία ορισμένων κοζάκων είχε αναγκάσει τις σοβιετικές αρχές να απομακρύνουν τους δράστες από τα χωριά τους και να εγκαταστήσουν σ' αυτά ορεσίβιους, και την είχε οδηγήσει στην απόφαση να ολοκληρώσει τη διαδικασία του διαχωρισμού των κοζάκων από τους ορεσίβιους ορίζοντας τον ποταμό Τέρεκ σαν συνοριακή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην Ουκρανία και τη νέα Αυτόνομη Σοσιαλιστική Σοβιετική Δημοκρατία των Ορεσίβιων43. Τα συνέδρια του Τεμίρ-Χάν-Σούρ και του Βλαντικαβλάζ ακολούθησε η δημιουργία δύο μήνες αργότερα, με διατάγματα της VTsIK, δύο Αυτόνομων ΣΣΔ - του Νταγκεστάν και των Ορεσίβιων. Απ' αυτές η δεύτερη, που είχε πρωτεύουσα το Βλαντικαβλάζ, υποδιαιρέθηκε αργότερα σε περισσότερες αυτόνομες περιοχές.44

Το ξεκαθάρισμα της κατάστασης στις χώρες των ανατολικών συνόρων το χειμώνα του 1920-21 ήταν αποτέλεσμα της νίκης του σοβιετικού στρατού στον εμφύλιο πόλεμο.

Το ζήτημα της εξουσίας λύθηκε πλέον οριστικά. Η τελική πηγή κάθε εξουσίας ήταν η Μόσχα και το μόνο που έμενε ήταν να βρεθούν μορφές διακυβέρνησης αποδεκτές απ' αυτή και κυβερνήτες που, είτε ήταν ρώσοι είτε ντόπιοι, θα συνεργάζονταν αρμονικά με την κυβέρνηση της Μόσχας. Σε όλες αυτές τις χώρες η αυτονομία ήταν η πιο λογική λύση του διοικητικού προβλήματος, καθώς καμιά απ' αυτές δεν μπορούσε να υποστηριχτεί ότι είχε τα απαραίτητα προσόντα για ανεξαρτησία. Εξάλλου, ο βαθμός της αυτονομίας που απολάμβαναν οι χώρες αυτές στην πράξη ήταν περιορισμένος όχι τόσο εξαιτίας της στάσης της κεντρικής εξουσίας όσο εξαιτίας των περιορισμένων ικανοτήτων των τοπικών αρχών. Εκείνο που πρέπει να τονιστεί είναι η νομική μορφή που πήρε η ρύθμιση του πολιτειακού θέματος στις περιοχές αυτές. Καμιά συμφωνία ή σύμβαση δεν έγινε ανάμεσα στην κεντρική εξουσία και την τοπική εξουσία των χωρών αυτών. Σε όλες τις περιπτώσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω η αυτονομία παραχωρήθηκε με μονομερή απόφαση της κεντρικής εξουσίας, ενώ το ζήτημα του νομικού καθεστώτος των Δημοκρατιών και των Περιοχών αυτών ρυθμίστηκε στα πλαίσια του συντάγματος της ΡΣΟΣΔ. Τέλος, το ζήτημα της τελικής μορφής που θα έπρεπε να πάρει η ευρύτερη ένωση των Σοσιαλιστικών Σοβιετικών Δημοκρατιών δεν τέθηκε στην περίπτωση των χωρών των ανατολικών ευρωπαϊκών συνόρων.

Η τελευταία από τις χώρες της περιοχής αυτής στην οποία ξεκαθάρισε η κατάσταση ήταν η Κριμαία. Η ιστορία της Κριμαίας στην περίοδο αυτή ήταν ιδιαίτερα πολυτάραχη. Μετά την ήττα και την εκδίωξη στα τέλη του 1920 του τελευταίου από τους λευκούς στρατηγούς, του Βράνγκελ, - του οποίου η Κριμαία ήταν το τελευταίο καταφύγιο ο ανυπότακτος ταταρικός πληθυσμός της περιοχής εξακολούθησε να αντιστέκεται για έναν περίπου ακόμη χρόνο στις προσπάθειες επιβολής σοβιετικού καθεστώτος, και μόλις στις 18 Οκτωβρίου 1921 ιδρύθηκε με διάταγμα της VTsIK μια Αυτόνομη ΣΣΔ της Κριμαίας, μέλος της ΡΣΟΣΔ45.

Congress_of_the_Peoples_of_the_East_Baku_September_1920.jpg 



Η Κεντρική Ασία

Η γνωστή πριν το 1914 σαν Ρωσικό Τουρκεστάν περιοχή ήταν μια φαρδιά λουρίδα γης που ξεκινούσε από τα ανατολικά της Κασπίας Θάλασσας και κατά μήκος των συνόρων με την Περσία, το Αφγανιστάν και την Ινδία κατέληγε στο Σινκιάνγκ (το λεγόμενο Κινεζικό Τουρκεστάν). Η χώρα αυτή αποτελούσε μέρος της μεσαιωνικής αυτοκρατορίας του Τζένγκινς-Χάν και οι κυριότερες πόλεις της Τασκένδη, Μπουχάρα, Σαμαρκάνδη, Κοκάνδη, Χίβα και Μέρβ ήταν γεμάτες από μνημεία και παραδόσεις. Ο λαός του Τουρκεστάν διέφερε από τους γειτονικούς καζάχους τόσο από άποψη ιστορίας και τρόπου ζωής όσο και από άποψη φυλετικής καταγωγής και γλώσσας. Με εξαίρεση το μικρό ιρανικό λαό των τατζίκων στα νοτιοανατολικά της χώρας ο πληθυσμός του Τουρκεστάν ήταν αποκλειστικά τουρκικής καταγωγής και μιλούσε τουρκικές διαλέκτους. Η διάκριση σε τουρκομάνους στη δύση, ουζμπέκους στο κέντρο και κιργίσιους στα ανατολικά της χώρας γινόταν για λόγους διοικητικής διευκόλυνσης και οφειλόταν περισσότερο σε τοπικές αντιζηλίες και λιγότερο σε σημαντικές φυλετικές, γλωσσικές η ιστορικές διαφορές. Το Τουρκεστάν είχε ενσωματωθεί στην τσαρική αυτοκρατορία μόλις στη δεκαετία του 1870 και οι εμίρηδες της Μπουχάρας και της Χίβας είχαν διατηρήσει, ακόμη και μετά την ενσωμάτωση, ονομαστικά την ανεξαρτησία τους. Ο έλεγχος της κεντρικής εξουσίας στις περιοχές αυτές ήταν, λόγω της σχετικά πρόσφατης ενσωμάτωσης τους στο ρωσικό κράτος και λόγω της μεγάλης απόστασης που τις χώριζε από την Πετρούπολη, εντελώς στοιχειώδης. Πάντως το Τουρκεστάν είχε μετατραπεί, ιδιαίτερα μετά την εισαγωγή της καλλιέργειας του μπαμπακιού, σε σημαντικό εμπορικό κέντρο, ενώ στα 12.000.000 των κατοίκων του περιλαμβάνονταν και 500.000 ρώσοι άποικοι.

Η Τασκένδη ήταν το διοικητικό κέντρο του Τουρκεστάν και η έδρα της μεγαλύτερης ρωσικής παροικίας. Η επιρροή της Ευρώπης έφτανε στο Τουρκεστάν κυρίως μέσω της Τασκένδης. Η αναταραχή που προκάλεσε ο πόλεμος του 1914 εντάθηκε λόγω της εξέγερσης των γειτονικών καζάχων το 1916 και λόγω της παρουσίας στην περιοχή μεγάλου αριθμού γερμανών και ιδιαίτερα αυστριακών αιχμαλώτων πολέμου, των οποίων η επιτήρηση ακόμη και πριν από την επανάσταση δεν ήταν ιδιαίτερα αυστηρή. Αμέσως μετά τη Φεβρουαριανή Επανάσταση σχηματίστηκε στην Τασκένδη μια «Επιτροπή του Τουρκεστάν», που την αποτελούσαν κρατικοί λειτουργοί και υποστηρικτές της Προσωρινής Κυβέρνησης, καθώς και ένα ριζοσπαστικότερο Σοβιέτ των Αντιπροσώπων των Εργατών και Στρατιωτών του οποίου ο πρόεδρος ήταν ο Μπρόϊντο, ένας παλιός μπολσεβίκος που επρόκειτο να παίξει σημαντικό ρόλο σαν όργανο της σοβιετικής πολιτικής στην ανατολή γενικά46. Και τα δύο αυτά όργανα τα αποτελούσαν αποκλειστικά ή κατά βάση ρώσοι. Το μόνο οργανωμένο μουσουλμανικό κόμμα του Τουρκεστάν, το Ουλεμά, αποτελείτο από μουλάδες και γαιοκτήμονες και αντιπαθούσε κάθε ιδέα κοινωνικής επανάστασης περισσότερο και από τα μουσουλμανικά κόμματα της κοιλάδας του Βόλγα. Όπως και σε άλλες περιοχές της Ρωσικής Αυτοκρατορίας η γενική κατάρρευση της εξουσίας οδήγησε στην προβολή του αιτήματος για αυτονομία. Το Σεπτέμβριο του 1917 ένα πραξικόπημα της κεντρικής εκτελεστικής επιτροπής του Σοβιέτ της Τασκένδης ανέτρεψε τους εκπροσώπους της Προσωρινής Κυβέρνησης. Η Τασκένδη ήταν επομένως η έδρα της πρώτης σοβιετικής (αν και όχι ακόμη μπολσεβίκικης) κυβέρνησης που σχηματίστηκε στα εδάφη της πρώην τσαρικής αυτοκρατορίας47. Λίγες εβδομάδες αργότερα η εξέγερση των κοζάκων του Ορενμπουργκ με επικεφαλής τον αταμάνο τους Ντούτωφ είχε σαν αποτέλεσμα να κοπεί η επικοινωνία ανάμεσα στην Ευρώπη και την Κεντρική Ασία για όλο σχεδόν το διάστημα των δύο επόμενων χρόνων. Όλον αυτό τον καιρό η Ευρωπαϊκή Ρωσία στερήθηκε το πετρέλαιο και το μπαμπάκι του Τουρκεστάν ενώ, από την άλλη μεριά, το Τουρκεστάν στερήθηκε το στάρι, με αποτέλεσμα ο λιμός να πλήξει σημαντικό μέρος της Κεντρικής Ασίας. Κάτω από τις δύσκολες αυτές συνθήκες η επανάσταση στο Τουρκεστάν εξακολούθησε την πορεία της χωρίς καμιά, η σχεδόν καμιά, επέμβαση από το κέντρο48.

Το επαναστατικό κίνημα στην Τασκένδη περιορίστηκε αρχικά στα μέλη της ρωσικής παροικίας. Μια απόφαση του συνεδρίου των σοβιέτ της Τασκένδης πρόβλεπε ρητά τον αποκλεισμό των μουσουλμάνων από κάθε κυβερνητική θέση49, ενώ μία από τις πρώτες ενέργειες της νέας κυβέρνησης ήταν να καταστείλει την εξέγερση που είχε ξεσπάσει στις μουσουλμανικές συνοικίες της πόλης. Στο μεταξύ, πάντως, στην πρωτεύουσα της επαρχίας της Φεργκάνα, Κοκάνδη, είχε συνέλθει ένα συνέδριο μουσουλμάνων το οποίο είχε ανακηρύξει το Τουρκεστάν αυτόνομη δημοκρατία «ενωμένη με την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Ρωσίας»50. Η κυβέρνηση της Τασκένδης δεν άργησε να περάσει στην επίθεση και, μετά από σκληρές μάχες, νίκησε την αντίπαλη κυβέρνηση και κατέλαβε την Κοκάνδη51. Τα επόμενα πέντε χρόνια στη Φεργκάνα επικρατούσε αναρχία, καθώς την περιοχή λυμαίνονταν οι Μπασμάτσι (όνομα που δινόταν από τους ντόπιους σε συμμορίες τυχοδιωκτών και παρανόμων που κατέφευγαν στα βουνά και ζούσαν κυρίως από τη ληστεία)52. Από την άλλη μεριά όμως μια επίθεση των δυνάμεων της σοβιετικής κυβέρνησης της Τασκένδης κατά της Μπουχάρας, που υπολόγιζε και στην υποστήριξη του κόμματος της Νέας Μπουχάρας - ενός αστικού εθνικιστικού κόμματος με παντουρανικές τάσεις - απέτυχε. Στις 25 Μαρτίου 1918 η κυβέρνηση της Τασκένδης υπέγραψε μια συνθήκη με τον εμίρη της Μπουχάρας με την οποία τον αναγνώριζε σαν ανεξάρτητη εξουσία53. Δυτικότερα ακόμη, ο χάν της Χίβας διατήρησε επίσης προσωρινά την ανεξαρτησία του54, ενώ στα ανατολικά της Κασπίας σχηματίστηκε τον Ιούνιο του 1918 μια βραχύβια αντιμπολσεβίκικη ρωσική κυβέρνηση, η οποία αποτελείτο κυρίως από σοσιαλεπαναστάτες και υποστηριζόταν από μια μικρή βρετανική στρατιωτική δύναμη που είχε εισβάλει στο ρωσικό έδαφος από την Περσία και είχε καταλάβει το Μέρος55. Έτσι λοιπόν, η σοβιετική κυβέρνηση της Τασκένδης βρέθηκε περικυκλωμένη από εχθρικά ή πιθανά εχθρικά καθεστώτα. Τον Ιανουάριο του 1919 ξέσπασε στην Τασκένδη μια νέα σοβαρή εξέγερση κατά της κυβέρνησης πού προκάλεσε σκληρότατα αντίποινα. Η σχεδόν ως εκ θαύματος επιβίωση της κυβέρνησης αυτής φαίνεται ότι οφείλεται στην ικανότητα και την αποφασιστικότητα λίγων ατόμων καθώς και στο ότι δεν υπήρχε έτοιμη οποιαδήποτε εναλλακτική εξουσία.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα του Τουρκεστάν ήταν ένας νέος οργανισμός. Πριν απ' την Οκτωβριανή Επανάσταση οι σοσιαλδημοκράτες ήταν σπάνιοι στο Τουρκεστάν και δεν γινόταν διάκριση σε μπολσεβίκους και μενσεβίκους. Μόλις τον Ιούνιο του 1918 οι μπολσεβίκοι του Τουρκεστάν πραγματοποίησαν το πρώτο τους συνέδριο στο όποιο πήραν μέρος όχι περισσότεροι από 40 αντιπρόσωποι. Ο μικρός αριθμός των μελών του ήταν ωστόσο η λιγότερο ίσως σημαντική από τις αδυναμίες του νέου κόμματος. Έχοντας ιδρυθεί μετά τη νίκη της επανάστασης, το κόμμα δεν είχε καμιά αγωνιστική και οργανωτική πείρα. Από την πρώτη μέρα της ζωής του ήταν «κυβερνητικό» κόμμα, πράγμα που επηρέαζε και τη συμπεριφορά των μελών του. Η ρωσική παροικία του Τουρκεστάν περιλάμβανε από τη μια μεριά κρατικούς λειτουργούς, εμπόρους και διανοούμενους και από την άλλη ρωσικής καταγωγής εργάτες, από τους οποίους οι περισσότεροι ήταν σιδηροδρομικοί. Και οι δύο αυτές κατηγορίες ατόμων είχαν σοβαρούς λόγους να προσχωρήσουν στο κόμμα, το όποιο, σύμφωνα με έναν αυτόπτη μάρτυρα, περιλάμβανε στις τάξεις του εκτός απ' αυτούς και περίεργες μορφές όπως «τον κομμουνιστή ιερωμένο, το ρώσο αξιωματικό της αστυνομίας και τον κουλάκο του Σεμιρέτσιε, ο όποιος εξακολουθεί να μισθώνει την εργασία δεκάδων εργατών, διατηρεί εκατοντάδες κεφάλια ζώα και κυνηγάει τους καζάχους σαν άγρια θηρία»56. Οι μπολσεβίκοι του Τουρκεστάν δεν άργησαν να αποκτήσουν σημαντική δύναμη αλλά, στερημένοι από κάθε επικοινωνία και καθοδήγηση, έπεσαν σε δύο μεγάλα πολιτικά σφάλματα. Πρώτον, θεωρούσαν, όπως και οι μενσεβίκοι, την αγροτιά σαν κατά βάση αντε-παναστατική τάξη και απέρριπταν τη λενινιστική θεωρία για την ανάγκη μιας συμμαχίας ανάμεσα στο προλεταριάτο και τη φτωχή αγροτιά με στόχο την πραγματοποίηση της επανάστασης κατά των γαιοκτημόνων και της αστικής τάξης. Δεύτερον, διατηρούσαν σε μεγάλο βαθμό τη νοοτροπία της κυρίαρχης φυλής περιφρονώντας τους μουσουλμάνους και αποκλείοντας τους όσο το δυνατόν περισσότερο από τα κυβερνητικά αξιώματα57, στάση πού όπως ήταν φυσικό ενίσχυε τα εθνικιστικά αισθήματα των λίγων μουσουλμάνων μελών του κόμματος. Έτσι λοιπόν το κόμμα παρουσίαζε τάσεις τόσο «μεγαλορωσικού σωβινισμού» όσο και μουσουλμανικού εθνικισμού, τάσεις που και οι δύο ήταν απαράδεκτες σύμφωνα με τη θεωρία των μπολσεβίκων.

«Ένας έντονος μεγαλορωσικός σωβινισμός (έγραφε το 1920 ο Μπρόιντο) και ένας αμυντικός εθνικισμός των καταπιεσμένων αποικιακών μαζών σε συνδυασμό με γενική δυσπιστία προς τους ρώσους, ήταν το κύριο και βασικό γνώρισμα της κατάστασης που επικρατούσε στο Τουρκεστάν»58.

Στο μεταξύ το Μάρτιο του 1919 έγινε στη Μόσχα το 8ο Συνέδριο του Κ.Κ. Ρωσίας, στο όποιο το θέμα της πολιτικής που θα έπρεπε να ακολουθήσει το κόμμα στο ζήτημα των εθνοτήτων συζητήθηκε πλατιά. Παρόλο ότι η περίπτωση του Τουρκεστάν δεν αναφέρθηκε ειδικά, αρκετοί από τους συνέδρους ήταν φυσικό να γνωρίζουν την ανακολουθία που υπήρχε ανάμεσα σε όσα συνέβαιναν στην Τασκένδη και τις αρχές του κόμματος. Άλλωστε τότε μόλις η Μόσχα άρχισε να έχει για πρώτη φορά πληροφορίες για το τι συνέβαινε στη μακρινή Κεντρική Ασία. Την 1η Ιουνίου 1919 ένα άρθρο στην επίσημη εφημερίδα του Ναρκομνάτς τόνιζε τη σημασία του Τουρκεστάν σαν σημείου εκκίνησης για την απελευθέρωση της ανατολής, ενώ 15 μέρες αργότερα ένα άλλο άρθρο έγραφε ότι «το Τουρκεστάν, προκεχωρημένο φυλάκιο του κομμουνισμού στην Ασία, περιμένει βοήθεια από το κέντρο»59. Στις 12 Ιουλίου 1919 ένα τηλεγράφημα της κεντρικής επιτροπής του κόμματος προς την κυβέρνηση της Τασκένδης τόνιζε την ανάγκη «να ανατεθούν κυβερνητικά καθήκοντα στον ντόπιο πληθυσμό του Τουρκεστάν σε αναλογική δόση» και «να σταματήσει η δήμευση των μουσουλμανικών περιουσιών χωρίς την έγκριση των τοπικών οργανισμών των μουσουλμάνων»60. Σύμφωνα με έναν άγγλο αξιωματικό που βρισκόταν την εποχή εκείνη στην Τασκένδη η πρώτη από τις οδηγίες αυτές αντιμετωπίστηκε με δέος· η ανάθεση του 95% των διοικητικών θέσεων σε ντόπιους μουσουλμάνους θα σήμαινε και «το τέλος της μπολσεβίκικης κυβέρνησης»61. Η αμοιβαία κατανόηση ανάμεσα στη Μόσχα και την Τασκένδη προχωρούσε με πολύ αργό ρυθμό. Τον Οκτώβριο του 1919, όταν μετά από δύο σχεδόν χρόνια διακοπή η επικοινωνία αποκαταστάθηκε62, η VtsIK και το Σοβναρκόμ όρισαν με κοινή τους απόφαση μια επιτροπή η οποία θα είχε σαν αποστολή της να προσπαθήσει να ξεκαθαρίσει την κατάσταση στο Τουρκεστάν63. Η απόφαση υπενθύμιζε ότι:

«Η αυτοδιάθεση των λαών του Τουρκεστάν και η κατάργηση των εθνικών ανισοτήτων και όλων των προνομίων μιας εθνικής ομάδας σε βάρος μιας άλλης αποτελούν τις βάσεις της πολιτικής της σοβιετικής κυβέρνησης της Ρωσίας και χρησιμεύουν σαν κατευθυντήρια αρχή για κάθε ενέργεια των οργάνων της... Μόνο με μια τέτοια αντιμετώπιση του θέματος η δυσπιστία των μουσουλμανικών μαζών του Τουρκεστάν για τους εργάτες και τους αγρότες της Ρωσίας, πού οφείλεται στη μακρόχρονη τσαρική κυριαρχία, θα μπορέσει τελικά να ξεπεραστεί»64.

Το έργο της επιτροπής διευκολύνθηκε από ένα γράμμα του Λένιν προς τους «συντρόφους κομμουνιστές του Τουρκεστάν» με το όποιο ο ηγέτης των μπολσεβίκων τους ζητούσε «να αποκτήσουν συντροφικές σχέσεις με τους λαούς του Τουρκεστάν» και «να ξεριζώσουν από μέσα τους κάθε κατάλοιπο μεγαρωσικού ιμπεριαλισμού»65 Στα τέλη Ιανουαρίου 1920 το πρώτο «κόκκινο τραίνο» ξεκίνησε από τη Μόσχα για το Τουρκεστάν γεμάτο προπαγανδιστές και έντυπο υλικό σε όλες τις τοπικές γλώσσες66.

Η άφιξη της επιτροπής, και χωρίς αμφιβολία η παράλληλη ενίσχυση του κύρους και της δύναμης της κεντρικής κυβέρνησης λόγω της ήττας του Κολτσάκ και του Ντενίκιν, οδήγησαν σε μια σημαντική και σύντομη βελτίωση της κατάστασης. Για πρώτη φορά εξάλλου έκαναν την εμφάνιση τους στην περιοχή και μονάδες του Κόκκινου Στρατού συμβάλλοντας στην ενίσχυση του κύρους της κυβέρνησης της Τασκένδης. Οι μέχρι τότε ανεξάρτητες ηγεμονίες της Μπουχάρας και της Χίβας αναγκάστηκαν να υποταχτούν στην εξουσία της. Ο χάν της Χίβας καταργήθηκε, και τον Απρίλιο του 1920 ιδρύθηκε μια Σοβιετική, όχι όμως ακόμη Σοσιαλιστική, Δημοκρατία της Χωρεσμίας (Χωρεσμία ήταν το αρχαίο όνομα της Χίβας)67. Την ίδια περίπου εποχή ο εμίρης της Μπουχάρας καταργήθηκε από τις δυνάμεις του Κόμματος της Νέας Μπουχάρας, ενώ οι δυνάμεις των μπολσεβίκων με επικεφαλής τον Φρούντζε προχωρούσαν προς την πρωτεύουσα του68. Στις 5 Οκτωβρίου 1920 συνήλθε στο παλιό ανάκτορο του εμίρη το 1ο Συνέδριο των Εργατών της Μπουχάρας69. Σύμφωνα με έναν αυτόπτη μάρτυρα, η επιρροή του Κόμματος της Νέας Μπουχάρας, που το αποτελούσαν «η νέα γενιά των φωτισμένων εμπόρων οι οποίοι εμπνέονταν από το παράδειγμα των Νεότουρκων και ονειρεύονταν μια εθνική αναγέννηση», άρχισε να περιορίζεται και να αντικαθίσταται από την επιρροή του νεαρού Κομμουνιστικού Κόμματος της Μπουχάρας με ηγέτη τον Φαϊζούλα Χοζάεφ70. Το Δεκέμβριο του 1920 εμφανίστηκε στη Μόσχα ένας εκπρόσωπος της Μπουχάρας ο όποιος μετέφερε τους χαιρετισμούς της «Σοβιετικής Μπουχάρας» στο 8ο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ71, ενώ πολύ σύντομα τα σοβιετικά καθεστώτα της Χωρεσμίας και της Μπουχάρας προχώρησαν στην υπογραφή συνθηκών με τη ΡΣΟΣΔ72.

860490_636185933089799_568907127_o.jpgΟι νίκες των μπολσεβίκων στην περιοχή οφείλονταν σε μεγάλο βαθμό στην επιτροπή που ορίστηκε από τη Μόσχα και ιδιαίτερα στο στρατιωτικό της υπεύθυνο, τον Φρούντζε. Η προσπάθεια ωστόσο προσαρμογής του τοπικού κόμματος σε ένα πνεύμα πραγματικής ενότητας και ορθοδοξίας συνάντησε μεγάλες δυσκολίες, όπως άλλωστε και η προσπάθεια εφαρμογής στην περίπτωση του Τουρκεστάν της «ανατολικής» πολιτικής του κόμματος - της εξασφάλισης δηλαδή της συμμαχίας των μουσουλμανικών λαών. Το καλοκαίρι του 1920 ένα γράμμα της κεντρικής επιτροπής του κόμματος προς τις κομματικές οργανώσεις του Τουρκεστάν τόνιζε ότι «το πρώτο και βασικό καθήκον των ρώσων κομμουνιστών ήταν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των καταπιεσμένων λαών»73, και πράγματι έγιναν σοβαρές προσπάθειες να καταργηθούν οι εθνικές διακρίσεις74. Όμως, οι έμπειροι κομμουνιστές στο Τουρκεστάν ήταν λίγοι και οι θεωρίες πού διατυπώνονταν στη Μόσχα ήταν δύσκολο να εφαρμοστούν σε μια χώρα όπου η εφαρμογή της αρχής της εθνικής ισοτιμίας και της κατάργησης των εθνικών διακρίσεων θα είχε σαν αποτέλεσμα την υποταγή της μικρής αλλά σχετικά προοδευτικής ρωσικής μειοψηφίας στις καθυστερημένες αγροτικές μάζες που εκπροσωπούνταν από μια μικρή ομάδα εθνικιστές μουσουλμάνους διανοούμενους. Ο Σαφάρωφ, ένας από τους λίγους «παλιούς μπολσεβίκους» που είχαν επισκεφθεί το Τουρκεστάν, έγραφε το 1920:

«Από τις πρώτες μέρες της επανάστασης η σοβιετική εξουσία εγκαθιδρύθηκε στο Τουρκεστάν χάρις στις ενέργειες μιας μικρής ομάδας ρώσων εργατών των σιδηροδρόμων. Ακόμη και σήμερα κυριαρχεί η αντίληψη ότι μόνο οι ρώσοι μπορούν να είναι φορείς της δικτατορίας του προλεταριάτου στο Τουρκεστάν... Στο Τουρκεστάν συναντάει κανείς σε κάθε του βήμα την εθνική ανισότητα, την ανισότητα ανάμεσα στους ευρωπαίους και τους ντόπιους... Στο Τουρκεστάν έδρασαν ορισμένοι ιδιόμορφοι κομμουνιστές, από τους οποίους μερικοί εξακολουθούν να βρίσκονται εκεί»75.

Λίγες εβδομάδες αργότερα ένας μουσουλμάνος αντιπρόσωπος από το Τουρκεστάν μίλησε με ειλικρίνεια πάνω στο ίδιο θέμα στο Συνέδριο των Λαών της Ανατολής του Μπακού. Αφού παραπονέθηκε ότι ο Ζηνόβιεφ, ο Ράντεκ και οι άλλοι ηγέτες των μπολσεβίκων δεν είχαν ποτέ πάει στο Τουρκεστάν και αφού αναφέρθηκε στην «ανεπάρκεια» της σοβιετικής πολιτικής τα τρία τελευταία χρόνια, ο αντιπρόσωπος του Τουρκεστάν ζήτησε την απομάκρυνση «των αποικιστών εκείνων που κρύβονται πίσω από το όνομα του κομμουνισμού» (η περιγραφή αναφέρει ότι ή φράση του αυτή συνοδεύτηκε από χειροκροτήματα και κραυγές «Μπράβο!») και συνέχισε:

«Ανάμεσα σας σύντροφοι υπάρχουν άνθρωποι που φορώντας τη μάσκα του κομμουνιστή ζημιώνουν τη σοβιετική εξουσία και καταστρέφουν την ανατολική πολιτική της σοβιετικής κυβέρνησης»76.

Οι κατηγορίες επαναλήφθηκαν στο 10ο Συνέδριο του κόμματος, το Μάρτιο του 1921 στη Μόσχα, οπότε ο Σαφάρωφ, σαν ένας από τους εκπροσώπους του Τουρκεστάν, επέκρινε για μια ακόμη φορά τη σύνθεση του τοπικού κόμματος και ζήτησε να ενταθεί η πάλη τόσο κατά του μεγαλορωσικού σωβινισμού όσο και κατά του μουσουλμανικού εθνικισμού77. Ακόμη και τον Ιανουάριο του 1922 ή κεντρική επιτροπή του κόμματος εξακολουθούσε να καλεί τους κομμουνιστές του Τουρκεστάν να απαλλαγούν από την «αποικιακή παρέκκλιση» και τους προειδοποιούσε ότι το Τουρκεστάν δεν θα γινόταν ποτέ «το ρωσικό Ώλστερ, κράτος δηλαδή μιας εθνικής μειονότητας αποίκων που να στηρίζεται στην υποστήριξη της κεντρικής εξουσίας»78.

Όταν επομένως στις 11 Απριλίου 1921 δημιουργήθηκε με διάταγμα της VTsIK η Σοσιαλιστική Σοβιετική Δημοκρατία του Τουρκεστάν σαν Αυτόνομη Δημοκρατία στο εσωτερικό της ΡΣΟΣΔ79, το εθνικό ζήτημα δεν είχε λυθεί ακόμη οριστικά. Οι δισταγμοί που υπήρχαν για τη λήψη μιας τέτοιας απόφασης φαίνονται από την αποστολή στην Τασκένδη «μιας προσωρινής επιτροπής για τις υποθέσεις του Τουρκεστάν», ή οποία ήταν υπεύθυνη απέναντι στη VTsIK και το Σοβναρκόμ για «την πρακτική εφαρμογή της πολιτικής της σοβιετικής κυβέρνησης στο εθνικό ζήτημα»80. Η νέα αυτή Δημοκρατία περιλάμβανε ολόκληρη την Κεντρική Ασία από την Κασπία Θάλασσα στα δυτικά μέχρι το Σινκιάνγκ στην ανατολή, και από τα σύνορα με την Περσία και το Αφγανιστάν στο νότο μέχρι τα σύνορα του Καζαχστάν στο βορρά. Ανώτατο όργανο της Δημοκρατίας ήταν το «Συνέδριο των Σοβιέτ των Αντιπροσώπων των Εργατών, Ντεκάνων, Αγροτών, Στρατιωτών και Κοζάκων». Η σαφής αναφορά στους «ντεκάνους», τους μουσουλμάνους δηλαδή αγρότες, είχε προφανώς σκοπό να υπογραμμίσει την πρόθεση εφαρμογής της νέας πολιτικής της εθνικής ισοτιμίας. Το νέο καθεστώς δεν κατάφερε να επιβάλει αμέσως την ειρήνη. Το φθινόπωρο του 1921 εμφανίστηκε ξαφνικά στο προσκήνιο ο Εμβέρ πασάς σαν επικεφαλής μιας σοβαρής εξέγερσης που ξέσπασε στην Ανατολική Μπουχάρα. Κάνοντας έκκληση στα παντουρανικά αισθήματα των οπαδών του Κόμμα- τος της Νέας Μπουχάρας και πολλών μουσουλμανικών κοινοτήτων του Τουρκεστάν, ο Εμβέρ κατάφερε να ενώσει τις δυνάμεις του με τους Μπασμάτσι και να ξεσηκώσει την ανατολική περιοχή της χώρας κατά της Τασκένδης81. Η εξέγερση καταπνίγηκε τελικά μετά από πολύμηνες μάχες στη διάρκεια των οποίων - στις 4 Αυγούστου 1922 συγκεκριμένα - σκοτώθηκε και ο ίδιος ο Εμβέρ, τελειώνοντας έτσι άδοξα τη μελοδραματική του καριέρα. Μετά τη συντριβή της εξέγερσης, το σοβιετικό καθεστώς επιβλήθηκε σιγά-σιγά και πάλι σε ολόκληρη τη χώρα. Μόνο πάντως μετά τη δημιουργία της ΕΣΣΔ και το θάνατο του Λένιν αποφασίστηκε να δοθεί ικανοποιητικότερη λύση στο πρόβλημα της διακυβέρνησης του Τουρκεστάν και να ικανοποιηθούν κάπως οι εθνικοί πόθοι των διάφορων μουσουλμανικών λαών μέσω της διαίρεσης του παλιού Τουρκεστάν σε τέσσερεις χωριστές εθνικές Δημοκρατίες. Με τη νέα εξάλλου αυτή διαίρεση της περιοχής δόθηκε στην κυβέρνηση της Μόσχας η ευκαιρία να τηρήσει την υπόσχεση που είχε δώσει το 1920 στην πρόσφατα δημιουργημένη Αυτόνομη Δημοκρατία των Καζάχων ότι θα της επιστρέφονταν, «με τη σύμφωνη θέληση του πληθυσμού» φυσικά82, τα κατοικούμενα από καζάχους εδάφη που μέχρι τότε ανήκαν στο Τουρκεστάν.



Απόσπασμα από τον πρώτο τόμο του έργου του Καρ Ε. Χ., Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης 1917-1923, Υποδομή 1977, σελ. 417 – 447
 

Σημειώσεις

1 Μάρξ-Ένγκελς, Historisch-Kritische Gesamtausgabe, IIIer Teil, I, 206.

2 O Σ. Μ. Ντιμανσταίν, ένας αξιωματούχος του Ναρκομνάτς, περιγράφει την επίδραση που είχε ή επανάσταση του 1905 στους λαούς αυτούς στη Revolyutsiya I Natsional'nosti, Νο 8 και 9, 1930 και Νο 1, 1931. Ό Ισχυρισμός του πάντως ότι οι λαοί αυτοί ονομάζονταν μουσουλμάνοι γιατί τα ονόματα των φυλών τους ή των εθνοτήτων τους «δεν άρεσαν στους ρώσους κρατικούς λειτουργούς» (ο.π., Νο 1. 1931, σ.73) αληθεύει μόνο εν μέρει· η συνείδηση πολλών απ' αυτούς τους λαούς ήταν τόσο θρησκευτική όσο και εθνική.

3 Καζάχοι ονομάζονταν αρχικά οι τουρκόφωνοι και κατά βάση νομάδες κάτοικοι των αχανών και αραιοκατοικημένων στεπών της Κεντρικής Ασίας που κάλυπταν την περιοχή ανατολικά και βορειοανατολικά της Κασπίας Θάλασσας. Το 18ο όμως και το 19ο αιώνα καζάχοι ονομάζονταν οι ρώσοι κυρίως άποικοι πού εποικούσαν τις μεθοριακές ή τις νεοκατακτημένες εκτάσεις της Ρωσικής Αυτοκρατορίας (οι «κοζάκοι» των δυτικών), ενώ οι πραγματικοί καζάχοι ονομάζονταν τόσο από τους ρώσους όσο και από τους δυτικούς συγγραφείς «κιργίσιοι». Κιργίσιοι ήταν όνομα που προερχόταν από έναν πολύ μικρότερο μη νομαδικό και τουρκόφωνο λαό της ορεινής περιοχής πού συνόρευε με το Σινκιάνγκ. Η σοβιετική κυβέρνηση και οι σοβιετικοί συγγραφείς αποκατέστησαν τα πράγματα ονομάζοντας την περιοχή τών καζάχων της Κεντρικής Ασίας Καζαχστάν, αλλά παρόλα αυτά η ονομασία κιργίσιοι εξακολούθησε να χρησιμοποιείται παράλληλα μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1920.

4 Revolyutsiya I Natsional'nosti Vopros: Documenty I Materialy, έκδ. Σ. Μ. Ντίμανσταϊν, III (1930), 294-305.

5 ο.π., III, 315-17, 328, 363-5.

6 ο.π., III, 414-28.

7 ο.π., III, 372-7.

8 Σ. Ατναγκούλωφ, Bashkiriya (1925), σ. 57.

9 Revolyutsiya I Natsional'nosti Vopros: Documenty I Materialy, έκδ. Σ. Μ. Ντίμανσταϊν, III (1930), 377.

10 Κλιουτσνικώφ και Σαμπάνιν, Mezhdunarodnaya Politika, II (1926), 94-6 και γαλλική μετάφραση σε Revue du monde musulman, II (1922), 7-9. Η αναφορά στους «ινδούς» και τους «αρμένιους» στο τελευταίο μέρος της έκκλη-σης δείχνει ότι ο ορός «μουσουλμάνοι» υπονοούσε για τους μπολσεβίκους όλους τους λαούς της Ανατολής.

11 Sobranie Uzakonenii, 1917-18, Νο 17, άρθρο 243.

12 ο.π., Νο 6, άρθρο 103. Τελικά η χειρονομία αυτή είχε σαν αποτέλεσμα να χαθεί το περίφημο αυτό κοράνι, το οποίο και σήμερα ακόμη είναι άγνωστο που βρίσκεται.

13 Politika Sovetskoi Vlasti po Natsional'nomu Voprosu (1920), σ. 80, άρθρο 99.

14 Vos'moi S''ezd RKP(B) (1933), σ. 433-4. Το γραφείο μετονομάστηκε το Μάρτιο του 1919 σε «κεντρικό γραφείο των κομμουνιστικών οργανώσεων των λαών της ανατολής» (Zhizn' Natsional'nostei, Νο 8(16), 9 Μαρτίου 1919) και την ευθύνη γι': αυτό ανέλαβε το Ναρκομνάτς.

15 Λένιν, Άπαντα, XXIV, 542-51· Στάλιν, Άπαντα, IV, 279-80.

16 Σ. Ατναγκούλωφ, Bashkiriya (1925), σ. 56-9. Σε ένα άρθρο δημοσιευμένο στο Voprosy Istorii, Νο 4, 1948, σ. 26 αναφέρεται η 11/24 Νοεμβρίου 1917 σαν ημερομηνία υπογραφής της συμφωνίας ανάμεσα στον Βαλίντωφ και τον Ντούτωφ, αταμάνο των κοζάκων του Όρενμπουργκ.

17 Η ανακήρυξη έγινε με διάταγμα του Σοβναρνόμ (Sobranie Uzakonenii, 1917-18, Νο 30, άρθρο 394). Το «επιτροπάτο για τις υποθέσεις των μουσουλμάνων της Ρωσίας» επρόκειτο να ορίσει μια επιτροπή η οποία θα αναλάμβανε να οργανώσει και να συγκαλέσει «ένα συντακτικό συνέδριο των σοβιέτ» της νέας Δημοκρατίας. Η αλήθεια είναι ότι τυπικά δεν υπήρχε ακόμη «Ρωσική Σοβιετική Ομοσπονδία», καθώς το σύνταγμα της ΡΣΟΣΔ βρισκόταν την εποχή εκείνη ακόμη στο στάδιο της σύνταξης του.

18 Revue du monde musulman, (1922), 131.

* Vserossiiski (Vseeoyuznyi) Tsentral'nyi Ispolnitel'nyi Komitet, Πανρωσική (Πανενωσιακή) Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή.

19 Αναφέρεται σε Λ. Τρότσκυ, Στάλιν. Η πληροφορία φαίνεται να επιβεβαιώνεται από ένα άρθρο στο Voprosy Istorii, Νο 4, 1948, σ. 34, όπου γίνεται λόγος για «τις αντιρρήσεις των μπασκίρων αστών εθνικιστών από τη μια μεριά και των οπαδών του Μπουχάριν που απέρριπταν την αρχή της αυτοδιάθεσης από την άλλη».

** Σόβναρκόμ, Συμβούλιο των Επιτρόπων του Λαού, Sovet Narodnykh Komissarov.

20 Politika Sovetskoi Vlasti po Natsional'nomu Voprosu (1920), σ. 8-9, άρθρο 4. (107)

21 Η κατάσταση που επικρατούσε την εποχή εκείνη στο Καζαχστάν περιγράφεται σε ένα άρθρο της επίσημης εφημερίδας του Ναρκομνάτς: «Οι αρχές της δεύτερης επανάστασης ήταν ακατανόητες στους κιργίσιους (δηλαδή τους καζάχους) γιατί σ' αυτούς δεν υπήρχε ούτε καπιταλισμός ούτε ταξική διαφοροποίηση! Ακόμη και η αντίληψη τους για την ιδιοκτησία ήταν διαφορετική, και πολλά αντικείμενα καθημερινής χρήσης θεωρούνταν στην Κιργισία κοινόκτητα. Ταυτόχρονα η εξωτερική εμφάνιση της Οκτωβριανής Επανάστασης τρόμαζε τους καζάχους. Οι μορφές με τις όποιες εμφανίστηκε το μπολσεβίκικο κίνημα στην Κεντρική Ασία ήταν κάτι εντελώς καινούργιο γι' αυτούς, καθώς μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις το κίνημα αυτό συνοδευόταν από βία, λεηλασίες, καταχρήσεις και από μια εντελώς ιδιόμορφη μορφή δικτατορίας. Στην πραγματικότητα το κίνημα στις χώρες των συνόρων ήταν πολλές φορές όχι επανάσταση αλλά κα θαρή αναρχία». Ο ίδιος αρθρογράφος έγραφε σχετικά με τους σοβιετικούς οργανισμούς που είχαν καταλάβει την εξου- σία στο Σεμιπαλατίνσκ και άλλες πόλεις του Καζαχστάν: «Τα μέλη των οργανισμών αυτών ήταν απλώς τυχοδιώκτες, που ονόμαζαν τους εαυτούς τους μπολσεβίκους και συχνά συμπεριφέρονταν με απαράδεκτο τρόπο» (Zhizn' Natsional'nostei, Νο 29 (37), 3 Αυγούστου 1919).

22 Ντ. Π. Πετρώφ, Chuvashiya (1926), σ. 70.

23 Στάλιν, Άπαντα, IV, 85-92.

24 Sobranie Uzakonenii, 1917-18, Νο 79, άρθρο 831. Η «κοινότητα» αυτή σύντομα μετατράπηκε σε αυτόνομη Περιοχή της ΡΣΟΣΑ και αργότερα, στα τέλη του 1923, σε Αυτόνομη ΣΣΔ (Sobranie Uzakonenii, 1924, Νο 7, άρθρο 13).

25 Η ζωή της εφήμερης αυτής κυβέρνησης περιγράφεται σε ένα βιβλίο που εξέδωσε αργότερα ο υπουργός της των εξωτερικών (Μ. Βιναβέρ, Nashe Pravitel'stvo, Παρίσι, 1928).

26 Κατά τον Στάλιν (Ο Μαρξισμός και το Εθνικό και Αποικιακό Ζήτημα) «η στάση της κυβέρνησης του Κολτσάκ, η οποία εξέδωσε ένα διάταγμα που καταργούσε την αυτονομία της Μπασκιρίας, ανάγκασε την κυβέρνηση του Βαλίντωφ να προσχωρήσει το 1919 στο σοβιετικό καθεστώς». Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται σε μεγάλο βαθμό από τον Β. Τσερνώφ στο Mes Tribulations en Russie (Παρίσι, 1921), σ. 10.

27 Sobranie Uzakonenii, 1919, Νο 46, άρθρο 451. Το καλοκαίρι του 1919 η Μπασκιρία δέχτηκε για μια ακόμη φορά την εισβολή των «συμμοριών του Κολτσάκ» και μόνο τον Αύγουστο του 1919 επιβλήθηκε οριστικά το σοβιετικό καθεστώς (Politika Sovetskoi Vlasti po Natsional'nomu Voprosu (1920), σ. 19-20, άρθρα 18-19). Στο 7ο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ, το Δεκέμβριο του 1919 στη Μόσχα, ο Βαλίντωφ εμφανίστηκε σαν εκπρόσωπος «του προλεταριάτου της Μπασκιρίας και των φτωχών αγροτών της Μπασκιρίας και της Κιργισίας» και εξύμνησε τα κατορθώματα του μπασκιρικού κόκκινου στρατού στον αγώνα για την υπεράσπιση «της προλεταριακής πρωτεύουσας, της Πετρούπολης» από την επιδρομή του Γιουντένιτς (7 Vserossiiskii S''ezd Sovetov [1920], σ. 17). Την εποχή εκείνη Βαλίντωφ εμφανιζόταν σαν κομμουνιστής και προσπαθούσε να ιδρύσει ένα ανεξάρτητο Κομμουνιστικό Κόμμα Μπασκιρίας (Σ. Ατναγκούλωφ, Bashkiriya [1925], σ. 71-2).

28 Sobranie Uzakonenii, 1919, Νο 36, άρθρο 354.

29 Ο Καστανιέ, ένας αντισοβιετικός αυτόπτης μάρτυς, αναφέρει τη διάλυση του Αλάς-Ορντά αλλά όχι το διάταγμα του Ιουνίου και προσθέτει ότι «ενώ σε όλη την άλλη Ρωσία ο αγώνας ήταν αγώνας ανάμεσα σε τάξεις στην περίπτωση των καζάχων ήταν αγώνας ανάμεσα σε πάτριες και φυλές» (Revue du monde musulman, [1922], 175-7).

30 Politika Sovetskoi Vlasti po Natsional'nomu Voprosu (1920), σ. 38-9, άρθρο 56.

31 Sobranie Uzakonenii, 1919, Νο 37, άρθρο 368. Μια περιγραφή των εξελίξεων στη Σοβιετική Καλμουκία - ίσως κάπως ειδυλλιακή αλλά σε γενικές γραμμές αρκετά πιστή - υπάρχει σε Τ. Κ. Μπορισώφ, Kalmykia (1926).

32 Ένας γνωστός μουσουλμάνος μπολσεβίκος της περιόδου αυτής αναφέρει ότι η μουσουλμανική ενορία – το mechet - περιλάμβανε 700-1000 άτομα με επικεφαλής ένα μουλά και δύο βοηθούς του ενώ η ενορία των ορθοδόξων αποτελείτο από 10-12.000 άτομα (Μ. Σουλτάν-Γκαλίεφ, Metody Antireligioznoi Propagandy Sredi Mususl'man, σ. 4).

33 Στο Dagestan του Ε. Σαμούρσκυ σ. 126-37 υπάρχει μια ζωντανή περιγραφή της μουσουλμανικής εξουσίας στο Νταγκεστάν η οποία απέκρουσε με επιτυχία κάθε απόπειρα σοβιετικής διείσδυσης από το 1917 μέχρι το 1921.

34 Παραδείγματα της πολιτικής αυτής υπάρχουν σε Ε. Σαμούρσκυ, Dagestan, σ. 133-6.

35 Sobranie Uzakonenii, 1920, Νο 45, άρθρο 203· Νο 51, άρθρο 222· Νο 59 άρθρο 267.

36 Politika Sovetskoi Vlasti po Natsional'nomu Voprosu, σ. 44, άρθρο 65· σ. 41 άρθρο 60.

37 Σ. Ατναγκούλωφ, Bashkiriya (1925), σ. 72-4. Παραπέρα πληροφορίες υπάρχουν σε Στάλιν, Ο Μαρξισμός και το Εθνικό και Αποικιακό Ζήτημα και σε Revue du monde musulman, (1922), 162-3. Το φθινόπωρο του 1921 η κεντρική επιτροπή του κόμματος υποχρεώθηκε να ασχοληθεί με τη διαμάχη ανάμεσα σε δύο ομάδες κομματικών στελεχών της Μπασκιρίας οι όποιες «είχαν προσδώσει στην εντονότατη σύγκρουση τους καί εθνικό χρώμα». Ό Γκολοστσιέκιν, ένα μέλος της κεντρικής επιτροπής του κόμματος, στάλθηκε στη Μπασκιρία αλλά «δεν κατάφερε να ρυθμίσει απόλυτα το ζήτημα» (Izvestiya Tsentral'nogo Komiteta Kommunisticheskoi Partii (Bol'shevikov), Νο 34, Νοέμβριος 1921, σ. 5). Οι εξελίξεις στη Μπασκιρία μετατράπηκαν σε θέμα γενικού ενδιαφέροντος και η συζήτηση γύρω απ' αυτές συνεχίστηκε για αρκετά χρόνια (π.χ. Proletarskaya Revolutsiya, Νο 11(58) και 12(59), 1926 καθώς και Νο 3(74) και 5(76), 1928). Οι αναμνήσεις όσων πήραν μέρος στον εμφύλιο πόλεμο στην περιοχή αυτή είναι συγκεντρωμένες σε Grazhdanskaya Voina v Baskirii (Ούφα, 1932). Μια πιο βαθιά μελέτη των πηγών αυτών μπορεί να φωτίσει καλύτερα τη σοβιετική πολι- τική στις χώρες των ανατολικών συνόρων την περίοδο εκείνη. Ο Βαλίντωφ ήταν μια χαρακτηριστική μορφή της ολι- γάριθμης αστικής διανόησης των περιοχών αυτών. Όντας ένας αντίθετος με κάθε σε βάθος κοινωνική επανάσταση αστός εθνικιστής πέρασε με το μέρος των μπολσεβίκων στην περίοδο του εμφυλίου πολέμου λόγω της αδιαφορίας των λευκών για τις διεκδικήσεις των μικρών εθνοτήτων. Μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου, ο Βαλίντωφ έγινε και πάλι αντιμπολσεβίκος, ενώθηκε με τους Μπασμάτσι της Κεντρικής Ασίας (βλ. παρακάτω), εξελίχτηκε σε υπέρμαχο του πα- ντουρανισμού και τελικά κατέληξε σε ένα γερμανικό πανεπιστήμιο. Το 1944 ξαναγύρισε στην Τουρκία όπου και κατα- δικάστηκε για παράνομη παντουρανική δραστηριότητα. Τέλος, το 1948 ο Βαλίντωφ αποκατέστησε τις σχέσεις του με τις τουρκικές αρχές και έγραψε μια έντονα αντιρωσική ιστορία του Τουρκεστάν στα τούρκικα με τον τίτλο Turkesta Tarihi.

38 Στη Revue du monde musulman, (1922), 182-91 υπάρχουν μερικές μάλλον ασύνδετες μεταξύ τους σημειώσεις του Καστανιέ για τα γεγονότα στο Καζαχστάν το 1920 και 1921. Την εποχή εκείνη ο Καστανιέ δεν ήταν πια στην Κεντρική Ασία.

39 Στάλιν, Άπαντα, IV, 397.

40 ο.π., IV, 400.

41 Βλέπε Κεφάλαιο 13 παρακάτω.

42 Στάλιν, Άπαντα, IV, 394-7.

43 ο.π., IV, 399-403. Αυτό το ενδιαφέρον παράδειγμα μετακίνησης πληθυσμών φαίνεται ότι αποτελούσε εν μέρει τιμωρία και εν μέρει μέτρο πρόληψης μελλοντικών ταραχών. Δεν υπάρχουν στοιχεία για την έκταση που πήραν τελικά οι μετακινήσεις αυτές ούτε και είναι πολύ σαφές αν μεταφέρθηκαν ορεσίβιοι από τη βόρεια στη νότια όχθη του Τέρεκ ή κοζάκοι από τη νότια όχθη στη βόρεια.

44 Τα διατάγματα της 20ής Ιανουαρίου 1921 με τα όποια ιδρύθηκαν η Αυτόνομη ΣΣΔ του Νταγκεστάν και η Αυτόνομη ΣΣΔ των Ορεσίβιων υπάρχουν σε Sobranie Uzakonenii, 1921, Νο 5, άρθρο 39 και Νο 6. άρθρο 41.

45 Sobranie Uzakonenii, 1921, Νο 69, άρθρο 556.

46 Ο Μπρόιντο ήταν ένα από τα πέντε μέλη του συμβουλίου του Ναρκομνάτς και αργότερα έγινε διευθυντής του Κομμουνιστικού Πανεπιστημίου των Εργαζόμενων της Ανατολής στη Μόσχα.

47 Proletarskaya Revolutsiya, Νο 10(33), 1924, σ. 138-61.

48 Η σημαντικότερη πηγή για την περίοδο αυτή είναι το Kolonial'naya Revolyutsiya: Opyt' Turkestana (1921) του Γκ. Σαφάρωφ, ενώ υπάρχει και μια σύντομη περιγραφή του Ο Καστανιέ (που ήταν ο ίδιος στο Τουρκεστάν μέχρι το καλοκαίρι του 1920) στη Revue du monde musulman, (1922), σ. 28-73. Πολύτιμη πηγή για τα γεγονότα στην περιοχή αυτή θα ήταν και το έργο Pobeda Velikoi Oktyabr'skoi Sotsialisticheskoi Revolyutsii v Turkestan: Sbornik Documentov (Τασκένδη, 1947), αλλά δεν κατάφερα να το βρω. Μια κριτική δημοσιευμένη στην Partiinaya Zhizn', Νο 4, 1948 παρα- τηρεί ότι το έργο αυτό δίνει την εντύπωση «πως ο αγώνας των εργαζομένων του Τουρκεστάν ήταν αποκομμένος από το γενικότερο επαναστατικό αγώνα σε όλη τη Ρωσία καθώς και πως στην πρώτη περίοδο της ζωής του σοβιετικού καθε- στώτος, το Τουρκεστάν, όντας κυκλωμένο από παντού από εχθρούς, είχε αφεθεί ατή μοίρα του», χωρίς όμως και να προσφέρει καμιά απόδειξη για το ότι τα όσα αναφέρονται στο έργο δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Ο Σα- φάρωφ γράφει ότι το Τουρκεστάν από το 1917 μέχρι το 1919 αποτελούσε «το ιδεώδες "κλειστό εμπορικό κράτος" του Γιόχαν Γκότλιμπ Φίχτε» (ο.π., α. 75). Τέλος ο ίδιος ο Μπρόιντο έγραφε σε μια εφημερίδα της εποχής: «Επί δύο σχεδόν χρόνια το Τουρκεστάν είχε αφεθεί στη μοίρα του. Επί δύο σχεδόν χρόνια όχι μόνο δεν υπήρχε στρατιωτική βοήθεια από τη Μόσχα αλλά δεν υπήρχαν ουσιαστικά ούτε καν σχέσεις» (Novyi Vostok, II [1922], 79).

49 Γκ. Σαφάρωφ, Kolonial'naya Revolyutsiya: Opyt' Turkestana (1921), σ. 70.

50 ο.π., σ. 71.

51 Πλήρη στοιχεία για την κυβέρνηση της Κοκάνδης και την τύχη της υπάρχουν σε Π. Αλεξένκωφ, Revolyutsiya v Srednei Azii: Sbornik (Τασκένδη), Ι (1928), 21-40. II (1929), 43-81. Το πρόγραμμα της κυβέρνησης της Κοκάνδης πρόβλεπε τη διατήρηση της ατομικής ιδιοκτησίας, του σαριάτ και της απομόνωσης των γυναικών. Η κυβέρνηση αυτή υποστηριζόταν και από ορισμένους αντιμπολσεβίκους ρώσους αστούς. Στη σύγκρουση πάντως αυτή ανάμεσα σε ρώσους επαναστάτες και μουσουλμάνους συντηρητικούς το εθνικό αίσθημα ήταν εκείνο πού έπαιζε το μεγαλύτερο ρόλο.

52 Για σύντομες από πρώτο χέρι πληροφορίες για τους Μπασμάτσι βλέπε Revue du monde musulman, (1922), 236-43 και Novyi Vostok, II (1922), 274-8.

53 Revue du monde musulman, (1922), 217-18.

54 Τα γεγονότα στη Χίβα από το 1917 μέχρι το 1920 περιγράφονται σε Novyi Vostok, III (1923), 241-57.

55 Στη Revue du monde musulman, (1922), 192-201 υπάρχει μια περιγραφή της ζωής αυτής της κυβέρνησης που επέζησε μέχρι τον Απρίλιο του 1919 από τον Καστανιέ. Για το ρόλο των βρετανών βλέπε Journal of the Central Asian Society, IX (1922), II, 96-110.

56 Desyatyi S''ezd Rossiskoi Kommynisticheskoi Partii (1921), σ. 105. Το Σεμιρέτσιε ήταν η βορειοανατολική επαρχία του Καζαχοτάν, ενώ οι κουλάκοι ήταν ρώσοι αγρότες εγκαταστημένοι σε εδάφη που είχαν αφαιρεθεί από τους καζάχους.

57 Το 5ο Συνέδριο των Σοβιέτ, το Μάιο του 1918, είχε καταργήσει τυπικά την απαγόρευση ανάληψης κυβερνητικών καθηκόντων από τους μουσουλμάνους, αλλά παρόλα αυτά «πολύ σπάνια ανατίθενταν σε κιργίσιους, ουζμπέκους και τατάρους παρόμοια καθήκοντα» (Γκ. Σαφάρωφ, Kolonial'naya Revolyutsiya: Opyt' Turkestana (1921), σ. 85). Τα συνδικάτα δέχονταν μόνο ρώσους εργάτες (ο.π., σ. 115), ενώ η διάταξη του συντάγματος της ΡΣΟΣΔ που στερούσε το δικαίωμα ψήφου από όσους μίσθωναν την εργασία άλλων δεν ίσχυε στην περίπτωση του Τουρκεστάν.

58 Zhizn' National'notei, Νο 23(80), 18 Ιουλίου 1920. Μια περιγραφή της ανάπτυξης του κόμματος στο Τουρκεστάν και των πρώτων δύο συνεδρίων του (Ιούνιος και Δεκέμβριος 1918) υπάρχει σε Π. Αντρόπωφ, Revolyutsiya v Srednel Azii: Sbornik (Τασκένδη), Ι (1928), 7-20, II (1929), 10-42. Η καλύτερη πάντως έκθεση των θεωρητικών του αδυναμιών και των διαφωνιών στο εσωτερικό του υπάρχει σε ορισμένες σημειώσεις πού είχε κρατήσει ο Φρούντζε όταν βρισκόταν στο Τουρκεστάν το 1919-20 (Μ.Β. Φρούντζε, Sobranie Sochineii, Ι [1929], 119-21).

59 Zhizn' National'notei, Νο 20(28), 1 Ιουνίου 1919· Νο 22(30), 15 Ιουνίου 1919.

60 Λένιν, Άπαντα, XXIV, 811.

61 Φ. Μ. Μπαίηλυ, Mission to Tashkent (1946), σ. 190-1.

62 Η κατάληψη του Ασχαμπάντ από τους μπολσεβίκους τον Οκτώβριο του 1919 άνοιξε το δρόμο κατά μήκος της Κασπίας. Η σιδηροδρομική επικοινωνία μέσω Όρενμπουργκ δεν αποκαταστάθηκε παρά την επόμενη άνοιξη.

63 Η επιτροπή αποτελείτο από τους Ελιάβα (ένα γεωργιανό που είχε πρόσφατα εγκαταλείψει τους Μενσεβίκους προσχωρώντας στους Μπολσεβίκους), Φρούντζε (που ορίστηκε και γενικός διοικητής του μετώπου του Τουρκεστάν), Κουιμπίτσεφ, Ρουτζουτάκ, Μπόκι και Γκολοστσέκιν (Γκ. Σαφάρωφ, Kolonial'naya Revolyutsiya: Opyt' Turkestana, σ. 105).

64 Λένιν, Άπαντα, XXIV, 810-11.

65 ο.π., XXIV, 531.

66 Zhizn' National'notei, Νο 4(61), 1 Φεβρουαρίου 1920.

67 Ο Καστανιέ (Revue du monde musulman, 1i [1922], 207) τοποθετεί τα γεγονότα αυτά στο πρώτο μισό του 1919 και προσθέτει ότι αμέσως μετά άρχισαν διαπραγματεύσεις για την υπογραφή μιας συνθήκης με τη Μόσχα. Καθώς η συνθήκη αυτή είναι βέβαιο ότι υπογράφτηκε το Σεπτέμβριο του 1920 είναι φανερό ότι ο Καστανιέ έχει κάνει λάθος χρονολογία.

68 Μ. Β. Φρούντζε, Sobranie Sochineii, Ι (1929), 142-3· Revue du monde musulman, (1922), 219.

69 Novyi Vostok, II (1922), 272.

70 Α. Μπαρμίν, One Who Survived (1945), σ. 103.

71 Vos'moi Vserossilskii S''ezd Sovetov (1921), σ. 225-6.

72 Βλέπε παρακάτω Κεφάλαιο 13.

73 Γκ. Σαφάρωφ, Kolonial'naya Revolyutsiya: Opyt' Turkestana (1921), σ. 133.

74 Δύο παραδείγματα μιας πιο διαλλακτικής πολιτικής στα εθνικά θέματα που αναφέρονται από τον Καστανιέ (Revue du monde musulman, [1922], 68-9) δείχνουν το πόσο πολύπλοκα ήταν τα προβλήματα του Τουρκεστάν: το χειμώνα του 1920-1 η Κυριακή αντικαταστάθηκε από την Παρασκευή σαν μέρα αργίας και οι ταχυδρομικές αρχές άρχισαν να δέχονται για πρώτη φορά τηλεγραφήματα σε τοπικές γλώσσες.

75 Πράβντα, 20 Ιουνίου 1920. Στο 10ο Συνέδριο του κόμματος, το Μάρτιο του 1921 στη Μόσχα, ο Σαφάρωφ ανέφερε ότι το προηγούμενο καλοκαίρι είχε δει την έξης ανακοίνωση σε μια μικρή πόλη του Τουρκεστάν: «Εφόσον η θεία λειτουργία τελείται σήμερα από έναν κομμουνιστή ιερέα όλα τα μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος καλούνται να πάρουν μέρος σ' αυτή» (Desyatyi S''ezd RKP [1921], σ. 104). Ο Μπρόιντο έγραφε ότι υπήρχαν μουσουλμάνοι κομμουνιστές που «προσεύχονταν την καθιερωμένη ώρα» καθώς και ένας ρώσος αρχιμανδρίτης που «ήταν πρόεδρος μιας τοπικής επιτροπής των σοβιέτ και εκδότης μιας κομματικής σοβιετικής εφημερίδας» (Zhizn' National'notei, Νο 23(80), 18 Ιουλίου 1920).

76 1 yi S''ezd Norodov Vostoka (1920), σ. 85-91.

77 Desyatyi S''ezd RKP (1921), σ. 163-8. Ο Στάλιν δεν απάντησε στον Σαφάρωφ στο συνέδριο, και δέχτηκε τις περισσότερες από τις τροπολογίες του στην απόφαση για το εθνικό ζήτημα. Σε μια προηγουμένη περίσταση ο Στάλιν είχε απορρίψει εν μέρει τις κατηγορίες για «σωβινισμό μεγάλης δύναμης» και είχε επικρίνει κυρίως τα «εθνικιστικά κατάλοιπα» των τουρκόφωνων κομμουνιστών (Άπαντα, V, 1-3).

78 Zhizn' National'notei, Νο 3(132), 26 Ιανουαρίου 1922.

79 Sobranie Uzakonenii, 1921, Νο 32, άρθρο 172.

80 ο.π., Νο 32, άρθρο 173. Την επιτροπή αποτελούσαν οι Τόμσκυ και Ρουτζουντάκ, που είχαν πρωταγωνιστήσει πρόσφατα, στο 10ο Συνέδριο του Κόμματος, στη διαμάχη γύρω από το θέμα των συνδικάτων. Στο One Who Survived, σ. 99 ο Α. Μπαρμίν περιγράφει μια συνάντηση του μαζί τους στην Τασκένδη.

81 Η πληρέστερη περιγραφή της εξέγερσης των Μπασμάτσι μαζί με μερικές γραφικές λεπτομέρειες για τις πανι - σλαμικές φιλοδοξίες του Εμβέρ υπάρχει σε Novyi Vostok, II (1922), 274-84. Κατά τον Καστανιέ (Revue du monde musulman, 1i [1922], 228-9), ενώ ο Εμβέρ κλήθηκε από τους μπολσεβίκους για να μεσολαβήσει τελικά προσχώρησε στους επαναστάτες. Πάντως ο Καστανιέ δεν ήταν πλέον την εποχή εκείνη στην Κεντρική Ασία και οι πληροφορίες του δεν είναι πάντοτε έγκυρες.

82 Politika Sovetskoi Vlasti po Natsional'nomu Voprosu, (1920), σ. 44, άρθρο 65. 

(Μέρος ΙΙΙ, Μαρκ Βασίλιεφ, Ναϊλ Γιουνούσοφ, «Σοσιαλιστική Επανάσταση και Μουσουλμανική Ανατολή») 

 

Το όνομα του Μιρσαϊντ Χαϊνταργκάλιεβιτς Σουλτάν Γκαλίεφ – επικεφαλής του κεντρικού γραφείου των κομμουνιστικών οργανώσεων της Ανατολής το 1918 έως 1921, του Κεντρικού Μουσουλμανικού Επιτροπάτου ΝΑΡΚΟΜΝΑΤΣ της ΡΣΟΣΔ, προέδρου της κεντρικής Μουσουλμανικής Στρατιωτικής Επιτροπής που υπάγεται στο Λαϊκό Επιτροπάτο της ΡΣΟΣΔ, για μεγάλο διάστημα ήταν περισσότερο γνωστό στη Δύση, απ’ ότι στην ΕΣΣΔ και τη Ρωσία. Οι απόψεις του ανθρώπου αυτού, που οι δυτικοί ιστορικοί τον ονόμαζαν «μουσουλμάνο Τρότσκι», έγιναν προσιτές στον ντόπιο αναγνώστη μόνο στις αρχές του '90, όταν εκδόθηκαν στη Μόσχα τα υλικά της συνδιάσκεψης της ΚΕ του ΡΚΚ (μπ) που εξέταζε την υπόθεση του Σουλτάν – Γκαλίεφ το 1923.

Όπως γράφει ο γνωστός ρώσος ιστορικός Ρ. Γκ. Λάντα: «Αυτά τα ντοκουμέντα μέχρι το 1992 ήταν διαβαθμισμένα ως “άκρως απόρρητα”, καθώς αποκάλυπταν ένα εντελώς καινούργιο στάδιο της εθνικής πολιτικής στην ΕΣΣΔ που συνδέεται με την απεμπόληση πολλών αρχών – θέσεων της τακτικής των μπολσεβίκων την περίοδο από 1917 έως 1922. Ακριβώς κατά την αλλαγή του ενός σταδίου της πολιτικής από το άλλο προκλήθηκε και η τραγική στροφή στην μοίρα του Σουλτάν – Γκαλίεφ. Δηλαδή η διαγραφή του από το κόμμα, η σύλληψη και η εκτέλεσή του το 1940.

Όσον αφορά αυτό πρέπει να υπογραμμίσουμε, ότι οι επιτυχίες των μπολσεβίκων κατά τη διάρκεια του εμφυλίου οφείλονται κατά πολύ στην μεγάλη ευλυγισία της πολιτικής του ΡΚΚ(μπ) προς τον πληθυσμό των «μουσουλμανικών» περιοχών της Ρωσίας, οι οποίες υποστήριξαν τελικά τη Σοβιετική εξουσία στην αγώνα εναντίον των λευκών. Αυτήν την πολιτική μπορούσαν να την εξασφαλίσουν μόνο άνθρωποι σαν τον Σουλτάν – Γκαλίεφ. Από τη μια διεθνιστές και από την άλλη γνώστες του πολιτισμού και της ιδιοτυπίας των λαών τους. Το κάλεσμα προς όλους τους εργαζόμενους μουσουλμάνους της Ρωσίας και της Ανατολής του Σουλτάν – Γκαλίεφ περιελάμβανε τα εξής: «Εσείς οι ίδιοι πρέπει να είστε νοικοκυραίοι στην ίδια σας τη χώρα! Εσείς πρέπει να κτίσετε τη ζωή σας με τρόπο που να ταιριάζει σε σας! Έχετε αυτό το δικαίωμα, καθώς η τύχη σας βρίσκεται στα ίδια σας τα χέρια!» («Βοπρόσι ιστόριι» – 1999 – Νο 8).

Σύμφωνα με αυτά, επιστράφηκαν στους μουσουλμάνους της Πετρούπολης και του Ποβόλζι τα κλεμμένα από τη βασιλική κυβέρνηση ιερά κειμήλια των μουσουλμάνων. Η δημοσίευση από τη Σοβιετική Κυβέρνηση των μυστικών συμφωνιών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας που αφορούσαν τα συμφέροντα της Τουρκίας, ανέβασαν πολύ το γόητρο της νέας Ρωσίας στα μάτια των μουσουλμάνων. Τον Ιούνιο του 1918 ο Σοβιετικός Λαϊκός Επίτροπος δημιούργησε ειδικό Λαϊκό Επιτροπάτο τόσο στα ρωσικά κυβερνεία, όσο και στη Μέση Ασία. Με την υποστήριξη των μπολσεβίκων διεξήχθησαν μουσουλμανικά συνέδρια, στα οποία οι επαναστάτες άθεοι κάθονταν δίπλα στους μουλάδες και μαζί με αυτούς διακήρυτταν το σύνθημα: «πίστη, ελευθερία και εθνική ανεξαρτησία». Ως αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν ένα τμήμα του μουσουλμανικού κλήρου να προωθήσει το εξής σύνθημα: «Για τη Σοβιετική Εξουσία, για σαριάτ!». Το 1922 στη Μέση Ασία οι μπολσεβίκοι επανέφεραν τα καταργημένα στο παρελθόν θρησκευτικά δικαστήρια στα τζαμιά και έδωσαν πίσω την περιουσία που τους είχαν πάρει. Το Δεκέμβριο του 1923 έγινε συνδιάσκεψη των μουλάδων με σύνθημα: «Η Σοβιετική Εξουσία δεν έρχεται σε αντίθεση με το Ισλάμ».



Η συντηρητική αντίδραση.

Οι πεποιθήσεις του Σουλτάν – Γκαλίεφ αργά ή γρήγορα θα έρχονταν σε αντιπαράθεση με τη γραμμή του Στάλιν λόγω της αυταρχικής συγκεντροποίησης στις αποφάσεις όλων των ζητημάτων και κυρίως του εθνικού.

Ο Σουλτάν – Γκαλίεφ ήταν ένας από τους πρώτους, οι οποίοι έκαναν δριμεία κριτική εναντίον του σταλινικού σχεδίου «αυτονόμησης», κατά την περίοδο προετοιμασίας της Ενωσιακής συμφωνίας το 1922, μιλούσε για λάθη στις μορφές ένωσης των δημοκρατιών σε ενιαία Ένωση,όπως πρότεινε ο Στάλιν και ιδιαίτερα για τη μη σωστή αρχή διαχωρισμού «των σοβιετικών δημοκρατιών σε εθνικότητες, οι οποίες έχουν δικαίωμα να συμπεριληφθούν στην ΚΕΕ (Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή) της Ένωσης και σε εθνικότητες που δεν έχουν αυτό το δικαίωμα». Την ίδια περίπου περίοδο έκανε οξεία κριτική εναντίον του σταλινικού σχεδίου «αυτονόμησης» και ο Λένιν παρατηρώντας ότι «κατά τα φαινόμενα, όλο αυτό το «σχέδιο αυτονόμησης» ήταν εντελώς λαθεμένο και καθόλου επίκαιρο».

Όμως ο Στάλιν μιας και δεν μπορούσε να τα βάλει ανοικτά με τον Λένιν, μέσω του Σουλτάν – Γκαλίεφ αποφάσισε να συνετίσει και να φοβίσει όλους τους δυνατούς αντιπάλους. Στις 4 Μάη 1923 η κομματική επιτροπή του ΡΚΚ (μπ) διέγραψε τον Σουλτάν – Γκαλίεφ από το κόμμα, του αφαίρεσε όλα τα πόστα και παρέδωσε την υπόθεσή του στην ΓΚΕΠΕΟΥ. Όμως τόσο οι ομοϊδεάτες του Σουλτάν – Γκαλίεφ, όσο και ο ίδιος δραστηριοποιούνταν ενεργά έως το 1929.

Η κατηγορία στηρίζονταν στα συνωμοτικά γράμματα του Σουλτάν – Γκαλίεφ προς τους ομοϊδεάτες του στην Ταταρία, στην Μπασκίρια, στην Κριμαία που έπιασαν, με τα οποία προέτρεπε να υπερασπίζουν τις θέσεις τους στις κομματικές συνελεύσεις. Όπως έγραφε ο Τρότσκι αργότερα, ο Στάλιν με την υπόθεση του Σουλτάν – Γκαλίεφ «έγλειψε αίμα» για πρώτη φορά.



Ο Σουλτάν Γκαλίεφ και η αριστερή αντιπολίτευση

Ο Σουλτάν – Γκαλίεφ συνελήφθη εκ νέου το 1929 και μετά από πολλές ανακρίσεις έδωσε αναλυτικό χαρακτηρισμό των απόψεών του και της δραστηριότητάς του στο τέλος της δεκαετίας του 20.

«Εγώ προσωπικά συμπαθώ την αντιπολίτευση. Το γεγονός αυτό δεν θέλω να το κρύψω από εσάς, ανεξάρτητα από το γεγονός, ότι η αντιπολίτευση σήμερα θεωρείται από εσάς αντεπαναστατική οργάνωση και έχει απομονωθεί. Συμπαθώ γενικά την αντιπολίτευση. Κατ’ αρχάς την εργατική και στη συνέχεια την τροτσκιστική.

Ο σεβασμός μου προς μεμονωμένους καθοδηγητές της αντιπολίτευσης δεν οφείλεται μόνο στο γεγονός ότι το ίδιο το κόμμα είχε δημιουργήσει μια αίγλη γύρω από τα ονόματα αυτών των καθοδηγητών. Εξηγείται και από το γεγονός, ότι είχα πολλές φορές επαφή με πολλούς από αυτούς κατά τη διάρκεια της επαναστατικής δουλειάς. Έτσι, ο Τρότσκι για παράδειγμα ήταν ο άμεσος καθοδηγητής μου στη στρατιωτική δουλειά από το Σεπτέμβριο του 1918 έως το τέλος του 1920. Άμεσος καθοδηγητής μου μετά την ίδρυση του τμήματος της Ανατολής ήταν ο Μπελομπορόντοφ, ο Σμίλγκα και ο Ρακόφσκι. Εκτός αυτού, οι θέσεις του Τρότσκι και του Ρακόφσκι στο εθνικό ζήτημα κατά τη διάρκεια του 12ου κομματικού συνεδρίου ταίριαζαν περισσότερο με τις απόψεις και τις πεποιθήσεις μου. Όπως είχα μάθει εκείνη την περίοδο η πλειοψηφία των γεωργιανών “αποκλινόντων” με τους οποίους είχα την ίδια θέση στο εθνικό ζήτημα το 1922, κατά τη διάρκεια του 12ου συνεδρίου υποστήριζαν την αντιπολίτευση.

Το σύνθημα του Τρότσκι για την “αναγέννηση του κόμματος”, κατά τη γνώμη μου συμφωνούσε με τη θέση για ”υποχώρηση της επανάστασης στις θέσεις του ρώσικου εθνικισμού”. Τα συνθήματα του Κάμενεφ και του Ζινόβιεφ το 1926 για τον “εθνικό περιορισμό της ρώσικης επανάστασης” και για “υποχώρηση της επανάστασης στις θέσεις του κρατικού καπιταλισμού με πρόσχημα την οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα” σήμαιναν σχεδόν ένα και το αυτό, ότι έλεγα στην κατάθεσή μου στη Γκε Πε ου, όταν “επέκρινα” το κόμμα πως “αντί για την οργάνωση της διεθνούς επανάστασης ασχολούταν με την οικοδόμηση του ρώσικου κρατικού μηχανισμού”».



Ο κομμουνιστής στην ανάκριση

Ο Σουλτάν - Γκαλίεφ αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες περί αστικού εθνικισμού και προσπαθειών ίδρυσης νέου κόμματος. Στην κατάθεσή του στις 29.02.1929 παρέθεσε την εκτίμησή του ως προς την δραστηριότητα στο ΠΚΚ(μπ) της κυβερνητικής φράξιας κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών.

«1. Δεν διεξάγεται αρκετά ξεκάθαρη και επαναστατική πολιτική σε σχέση με την ιμπεριαλιστική αστική τάξη της Δύσης. Έτσι εκτιμήσαμε την άρνησή σας για διεξαγωγή επαναστατικής προπαγάνδας στην Ινδία και γενικά στην Ανατολή κατά την περίοδο της πρόσκλησής σας στη συνδιάσκεψη της Γένοβας και όταν οι συζητήσεις σας με τα κράτη της Δύσης έπαιρναν το χαρακτήρα παζαρέματος στα εθνικο-απελευθερωτικά κινήματα.

2. Εσείς παίζατε “από τα πάνω” με μεμονωμένες ομάδες της Διεθνούς του Άμστερνταμ, εν μέρει και με τον τρεϊντγιουνισμό.

3. Η γραμμή στο αγροτικό ζήτημα στο εσωτερικό της ΕΣΣΔ δεν αντιστοιχούσε στα συμφέροντα των εθνικών περιοχών, καθώς δώσατε έμφαση στην υποστήριξη του “ισχυρού νοικοκύρη” και σημαίνει ότι υπήρχε κίνδυνος αγροτικής αποικιοποίησης από τους ρώσους μετανάστες ορισμένων εθνικών περιοχών, ενισχύοντας ταυτόχρονα μ’ αυτό τα ήδη υπάρχοντα νοικοκυριά των κουλάκων (ρωσικά στην πλειοψηφία τους).

4. Εσείς κάτω από την πίεση της ανάπτυξης του μεγαλορώσικου εθνικισμού, ως αποτέλεσμα της ενίσχυσης του “ιδιωτικού τομέα της λαϊκής οικονομίας”, παραμορφώσατε το πρόγραμμα του κομμουνιστικού κόμματος στο εθνικό ζήτημα. Να γεγονότα:

Α. η μη εκτέλεση σε μια σειρά μεγάλες περιοχές, τέτοιες όπως η Ταταρία, η Μπασκίρια, το Καζαχστάν και μερικές άλλες των αποφάσεων του 10ου και του 12ου συνεδρίου του κόμματος για το ζήτημα της εκβιομηχάνισης των εθνικών περιοχών και τη δημιουργία στελεχών του εθνικού προλεταριάτου

Β. αργός ρυθμός “ριζώματος” του κομματικού μηχανισμού, του σοβιετικού και των επαγγελματικών οργανώσεων σ’ αυτές τις περιοχές, αδύναμη προσέλκυση στο κόμμα ντόπιων εργαζομένων.

Γ. ανισόμετρη διανομή κεφαλαίων χρηματοδότησης της λαϊκής παιδείας, της υγείας στην πλειοψηφία των εθνικών περιοχών,

Δ. μονόπλευρος αγώνας εναντίον του εθνικισμού στις εθνικές περιοχές, καθώς η κατεύθυνση του αγώνα εναντίον της εθνικιστικής απόκλισης κατευθύνθηκε προς μια πλευρά, προς την πλευρά του αυτόχθονου πληθυσμού και με σχεδόν πλήρη έλλειψη, ενώ αυτό δεν συνέβαινε καθόλου με τους ρώσους κατοίκους. Είναι περίεργο και ακατανόητο να δικάζονται και διώκονται από το κόμμα με τις κατηγορίες για εθνικισμό μόνο οι αυτόχθονες κομμουνιστές, όταν κατά τη διάρκεια όλης της περιόδου της επανάστασης δεν υπήρξε ούτε μια περίπτωση δίωξης από το κόμμα, είτε δίκης ρώσου ή οποιουδήποτε “ευρωπαίου” κομμουνιστή με την κατηγορία του εθνικιστή ή με μεγαλοϊδεάτικες τάσεις. Τουλάχιστον εμείς δεν είδαμε κάτι τέτοιο.

Ε. φθορά λόγω της εισδοχής αυτοχθόνων ατόμων στις κομματικές οργανώσεις των εθνικών περιοχών με ξένα για την επανάσταση στοιχεία, με τους γιους των μουλάδων, της εθνικής αστικής τάξης. Μεταξύ αυτών θα βρείτε και άτομα που κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου πήραν μέρος στον τυφεκισμό των εθνικών κομμουνιστών, οι οποίοι κομμουνιστές ήταν εντεταλμένοι από τον ίδιο τον Ιλίτς (έχω υπόψη μου την τιμωρία του τατάρου κομμουνιστή Μ. Βαχίτοφ, που πραγματοποιήθηκε από την αστική τάξη της Ταταρίας το 1918 μετά την κατάληψη της πόλης Καζάν από τους τσεχοσλοβάκους). Μόνο λόγω αυτής της φθοράς με τη διείσδυση μπορούμε να εξηγήσουμε γιατί για παράδειγμα, ο τατάρος μενσεβίκος Σεϊφούλ - Μουλιουκόφ, ο οποίος κάνοντας δραστήριο αγώνα τις πρώτες ημέρες της επανάστασης, ήδη το 1925 βρέθηκε στους “παλιούς μπολσεβίκους” και στους “ηγέτες του τατάρικου προλεταριάτου”.

Αυτοί λοιπόν είναι οι παράγοντες στη βάση των οποίων οικοδομήσαμε τα συμπεράσματά μας, όσον αφορά το βαθμό της επαναστατικότητας του ΠΚΚ (μπ) και της Διεθνούς. Το βασικό μας συμπέρασμα, ότι κάτω από την επίδραση των αποτυχιών στη Δύση κάνατε υποτροπή που είχε την κληρονομιά της στην 2η Διεθνή των μενσεβίκικων προλήψεων σε σχέση με το εθνικό ζήτημα. Στηριζόμενοι σ’ αυτό το συμπέρασμα βρίσκαμε ότι η Διεθνής και το ΠΚΚ (μπ) δεν είναι αρκετά επαναστατικές οργανώσεις και τις θεωρούσαμε ως οργανώσεις μεταβατικές από το μενσεβικισμό σε αληθινά επαναστατικό μπολσεβικισμό».



Σοσιαλιστική επανάσταση και Μουσουλμανική Ανατολή

Η αφύπνιση της Ανατολής

Από ποιους δρόμους θα περάσει η επανάσταση στην Ανατολή; Οι σοσιαλιστές του προηγούμενου αιώνα απαντούσαν μονοσήμαντα: η επαναστατημένη Ανατολή θα ακολουθήσει κατά βήμα τους επαναστάτες της Δύσης, οι οποίοι θα τους βοηθήσουν να ξεπεράσουν την καθυστέρηση. Όμως η πραγματική πορεία της ιστορίας αποδείχθηκε πιο σύνθετη και με διαφορετικές εκδοχές εξέλιξης απ’ ό,τι τα θεωρητικά σχήματα. Στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν οι ευρωπαϊκές χώρες έμπαιναν σε πολεμικές περιπέτειες, ενώ η σοσιαλδημοκρατία βρισκόταν σε βαθιά κρίση, σύμφωνα με τον Λένιν, στην Ασία «εκατοντάδες εκατομμύρια ξεχασμένου αγριεμένου πληθυσμού της μεσαιωνικής στασιμότητας, ξύπνησαν με στόχο τη νέα ζωή, στον αγώνα για τα στοιχειώδη δικαιώματα του ανθρώπου, για τη δημοκρατία».

Το 1908 η Ιρανική Επανάσταση αποτίναξε το ζυγό της διοικούσας δυναστείας και ίδρυσε τη συνταγματική μοναρχία. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός, ότι παράλληλα με την ολιγάριθμη διανόηση δυτικού τύπου μεταξύ των σταθερών, μαχητικών αγωνιστών του συντάγματος δεν ήταν λίγοι οι εκπρόσωποι του ανώτατου κλήρου των μουσουλμάνων. Αυτοί θεωρούσαν, ότι η απεριόριστη εξουσία του σάχη, του ηγέτη επί της γης βρισκόταν σε αντιπαράθεση με τις αρχές της συγκρότησης του κράτους που αναφέρει το κοράνι.

Στην Ολλανδική Ινδία (Ινδονησία) το μαζικό δημοκρατικό κίνημα προέβαλε συνθήματα του Ισλάμ και της εθνικής ανεξαρτησίας. Το τελευταίο αυτό γεγονός τέθηκε ως βάση στο άρθρο του Λένιν «Η αφύπνιση της Ασίας». Το 1911 έπεσε η δυναστεία των κυβερνητών της Μαντζουρίας στην Κίνα. Στη χώρα άρχισαν με ταχείς ρυθμούς να σχηματίζονται κόμματα της εθνικής αστικής τάξης και στην Ασία για πρώτη φορά σχηματίστηκε βουλή ευρωπαϊκού τύπου. Η διάλυση της βουλής από μιλιταριστικές δυνάμεις καθάρισε το δρόμο στη νέα δυναστεία, εξασφαλίζοντας οικονομική βοήθεια από το κονσόρτσιουμ των τραπεζών της Αγγλίας, Γαλλίας, Γερμανίας και της Ρωσίας, και έδωσε στον Λένιν την αφορμή να γράψει το άρθρο «Η καθυστερημένη Ευρώπη και η προοδευτική Ασία»: «Είναι δύσκολο να φέρει κανείς ενδεικτικότερο παράδειγμα σήψης όλης της ευρωπαϊκής αστικής τάξης, όπως η υποστήριξη της οικονομικής ολιγαρχίας και των απατεώνων για ιδιοτελείς σκοπούς προς την Ασία», έγραψε ο συγγραφέας.

Στο συνέδριο της Διεθνούς το 1920 συζητήθηκαν έντονα το εθνικό και το αποικιακό ζήτημα, η στρατηγική και η τακτική του επαναστατικού κινήματος στις χώρες με κυρίαρχο το προκαπιταλιστικό σύστημα. Ο αντιπρόσωπος του συνεδρίου Χ. Σνέφλιντ, μιλώντας με το ψευδώνυμο Μάρνι, στην ομιλία του υπογράμμιζε τα εξής: «Xθές άκουσα από ένα σύνεδρο, ότι οι μαζικές εξεγέρσεις στην Ινδία μπορούν να φέρουν μόνο δυστυχία και σφαγές, καθώς οι μάζες ακόμη δεν ωρίμασαν. Εγώ υποστηρίζω, ότι μόνο μέσω των μαζικών εξεγέρσεων μπορούμε πραγματικά να οργανώσουμε στασιαστικό κίνημα και να αντιπαραθέσουμε στον καπιταλισμό πραγματική δύναμη». Το μαζικό κίνημα που εμφανίστηκε στη νήσο Ιάβα, σύμφωνα με τα λόγια του Σνέφιλντ ήδη το 1912 ένωσε στις γραμμές του εργάτες και αγρότες. «Αυτή η οργάνωση, παρά τη θρησκευτική της ονομασία –Σαρρεκάτ Ισλάμ – πήρε μαζικό χαρακτήρα, παρατήρησε ο εισηγητής. Εάν προσέξουμε ότι στο πρόγραμμα του κινήματος συμπεριλαμβάνεται και ο αγώνας εναντίον του εγκληματικού καπιταλισμού, ότι ο αγώνας δεν γίνεται μόνο εναντίον της κυβέρνησης, αλλά και εναντίον των ευγενών, τότε το σοσιαλιστικό επαναστατικό κίνημα πρέπει να αποκτήσει στενές σχέσεις με αυτή τη μαζική οργάνωση… Εμείς διαπιστώσαμε στην Ιάβα, ότι η αστική τάξη δεν είχε καμιά επιτυχία στο να προσελκύσει το ενδιαφέρον των μαζών στα εθνικά ζητήματα, όμως όταν απευθυνθήκαμε στους προλετάριους των πόλεων και των περιοχών της βιομηχανίας της ζάχαρης και μιλήσαμε μαζί τους για τα χαμηλά ημερομίσθια, για τους αριθμούς θνησιμότητας, για τους υψηλούς φόρους κ.λ.π. κατορθώσαμε να αποκτήσουμε την εμπιστοσύνη τους προς το επαναστατικό στασιαστικό κίνημα».

Ο Σνέφλιτ κάνει την εξής πρόταση: «καθώς η Μόσχα και η Πετρούπολη, αποτελούν τη Μέκκα για την Ανατολή και καθώς τα αστικά κράτη θα προσπαθήσουν να εμποδίσουν τους κομμουνιστές να φθάσουν στη Μόσχα και στην Πετρούπολη, τότε εμείς εδώ στη Ρωσία πρέπει να δώσουμε τη δυνατότητα στους επαναστάτες της Ανατολής να αποκτήσουν θεωρητική μόρφωση, ώστε η Ανατολή να γίνει ενεργό μέλος της 3ης Διεθνούς».

Στο μανιφέστο του Β΄ συνεδρίου της Kομμουνιστικής Διεθνούς αναφερόταν: «Στο αποικιακό κίνημα των λαών το κοινωνικό στοιχείο συνδυάζεται με διάφορες μορφές με το εθνικό, όμως και οι δυο κατευθύνσεις είναι εναντίον του ιμπεριαλισμού…Η πολλά υποσχόμενη προσέγγιση των μουσουλμανικών και των μη μουσουλμανικών λαών, οι οποίοι είναι αλυσοδεμένοι με κοινές αλυσίδες από τη βρετανική και γενικά τη ξένη κυριαρχία, η εσωτερική κάθαρση αυτού του κινήματος, μετατρέπουν τον αναπτυσσόμενο στρατό του αποικιακού κινήματος σε μεγάλη ιστορική δύναμη, σε ισχυρή εφεδρεία του παγκόσμιου προλεταριάτου.

Στο σοσιαλιστή, ο οποίος υποστηρίζει άμεσα ή έμμεσα την προνομιακή θέση κάποιων εθνών εις βάρος άλλων, ο οποίος αποδέχεται την αποικιακή δουλεία, ο οποίος διακρίνει ανθρώπους βάσει των διαφορών της ράτσας και του χρώματος του δέρματός τους…, σ’ αυτό το σοσιαλιστή αν δεν είναι άξιος να δεχτεί μια σφαίρα, τότε του αξίζει η καταισχύνη και όχι βέβαια η εντολή και η εμπιστοσύνη του προλεταριάτου».


Η Σοβιετική Ανατολή.

Η λήψη της απόφασης του συγκεκριμένου Μανιφέστου στο συνέδριο που έγινε στη Μόσχα με θέμα τα αποικιακά και τα εθνικά ζητήματα δεν στηρίχθηκε μόνο στην πείρα των κομμουνιστών του εξωτερικού. Το 1918 ακόμη στην πόλη Καζάν στην Πανρωσική συνδιάσκεψη των κομμουνιστών μουσουλμάνων, ιδρύθηκε το Πανρωσικό Μουσουλμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα, που αργότερα μετασχηματίσθηκε σε μουσουλμανικές οργανώσεις του ΠΚΚ (μπ). Επικεφαλής του κόμματος ήταν ο Σουλτάν Γκαλίεφ, ο οποίος το εκπροσωπούσε ως «όργανο όλων των επαναστατημένων μουσουλμάνων που αποδέχονται λίγο – πολύ το πρόγραμμα του ΡΚΚ (μπ)». Ο Σουλτάν Γκαλίεφ σχεδίασε επίσης την ίδρυση του μουσουλμανικού κόκκινου στρατού, ο οποίος θα έπρεπε να αποτελεί μέχρι το μισό όλων των ενόπλων δυνάμεων των μπολσεβίκων. Σύμφωνα με τις αναμνήσεις του πρώην αρχηγού της αυτόνομης Μπασκιρίας Ζακι Βαλίντοβα, ο οποίος έφυγε από την ΕΣΣΔ το 1923, η άποψη αυτή των ενόπλων δυνάμεων έβρισκε υποστήριξη από τον Λαϊκό Επίτροπο των Ενόπλων Δυνάμεων Λ. Τρότσκι. Ως θέμα αρχής ο Σουλτάν Γκαλίεφ έθετε την απαρέγκλιτη πραγματοποίηση του καλέσματος «πρόσκληση προς όλους τους εργαζόμενους της Ρωσίας και της Ανατολής». Απαιτούσε από τους συντρόφους του τού ΠΚΚ (μπ) να δώσουν προσοχή στο γεγονός, ότι το «Ισλάμ ως θρησκεία στα μάτια των μουσουλμάνων της Ρωσίας έχει το χαρακτήρα της καταπιεσμένης θρησκείας, ότι σ’ αυτή τη νέα, γι’ αυτό πιο σταθερή και ισχυρή στην επίδρασή της, θρησκεία υπάρχουν πολλοί νόμοι, οι οποίοι στην ουσία τους έχουν πολύ θετικό χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένης της άρνησης της ατομικής ιδιοκτησίας στο νερό, στη γη και δάση».

Ο Σουλτάν Γκαλίεφ, πέφτοντας ένα από τα πρώτα θύματα των σταλινικών διώξεων το 1929, βρισκόμενος στη φυλακή εξέθεσε τις απόψεις του για το εθνικό ζήτημα, συν τοις άλλοις και για το πρόβλημα της συνένωσης των τουρανικών λαών που μιλούν συγγενείς γλώσσες, κατά τον εξής τρόπο:

«Η ιστορική αναγκαιότητα των τουρανικών λαών της ΕΣΣΔ και των γειτονικών με αυτούς χωρών (Κινέζικη Τουρκμενία, τουρανικές περιοχές του Αφγανιστάν και της Περσίας) να αποτελέσουν ενιαίο κρατικό οργανισμό, προκαλείται από τη διάλυση του πατριαρχικού φεουδαρχικού συστήματος και την ανάπτυξη του καπιταλισμού. Η σοσιαλιστική επανάσταση στη Ρωσία απλώς ενίσχυσε, εμβάθυνε, διεύρυνε αυτή τη διαδικασία… η αναπτυσσόμενη αστική τάξη προσπαθεί να χρησιμοποιήσει αυτή τη διαδικασία προς δικό της όφελος και προωθεί συνθήματα “απελευθέρωσης των τουρανικών λαών της ΕΣΣΔ από τη Σοβιετική εξουσία”. Να που βρίσκεται η ουσία του κινήματος του παντουρκισμού. Εγώ σκεφτόμουν, ότι η αναπτυσσόμενη διαδικασία συνένωσης των τουρκικών λαών της ΕΣΣΔ και των γειτονικών με αυτούς χωρών μπορεί και πρέπει να χρησιμοποιηθεί για την ενίσχυση των οικονομικών και στρατηγικών θέσεων της ΕΣΣΔ στη Μέση Ανατολή… Εγώ θεωρούσα», έγραφε παρακάτω ο Σουλτάν Γκαλίεφ, «ότι στη δυνατή και αναμενόμενη επίθεση της αντίδρασης εκ μέρους της Κίνας και της Ινδίας πρέπει να αντιπαρατεθεί ένα δυνατό και σταθερό κράτος – ομοσπονδία των τουρανικών σοβιετικών δημοκρατιών που άμεσα μπορεί να συμπεριληφθεί στην ένωση επί ίσοις όροις με την Ουκρανία».

Σε περίπτωση ήττας της επανάστασης στη Ρωσία που ο Σουλτάν Γκαλίεφ θεωρούσε πιθανή σε συνθήκες σταθεροποίησης του καπιταλισμού, επίθεσης της αντίδρασης του εσωτερικού και του εξωτερικού στη Ρωσία, θα έπρεπε να γίνει το εξής: «…ένα τμήμα των τουρανών κομμουνιστών πρέπει να περάσει στην παράνομη δράση στα μετόπισθεν με το ΡΚΚ, ένα άλλο μέρος πρέπει να μπει στο νόμιμο Τουρανικό σοσιαλιστικό κόμμα και να αγωνιστεί κάτω από εθνικά συνθήματα αυτονόμησης του Τουρανικού κράτους, καθώς σε περίπτωση ήττας της επανάστασης η διεθνής αστική τάξη μπορεί για στρατηγικούς σκοπούς να προωθήσει το σύνθημα «διατήρηση της ενότητας της περιοχής της Ρωσίας», ενώ η εθνική αστική τάξη να έλθει σε συμφωνία με τη ρωσική μπουρζουαζία και να περιορίσει την όρεξη στα εθνικά όρια της αστικής «αυτονομίας».

«Στην περίπτωση που το κοινό κομμουνιστικό κόμμα και μαζί μ’ αυτό και η Σοβιετική εξουσία τραβούσαν το δρόμο της αναγέννησης, τότε η ομάδα των εθνικών – κομμουνιστών – αντιπολιτευόμενων», σύμφωνα με τη γνώμη του Σουλτάν Γκαλίεφ «πρέπει να μπει στην παρανομία μαζί με την Αριστερή Αντιπολίτευση, ενώ η οργάνωση της μαζικής ένοπλης εξέγερσης και η χρησιμοποίηση του συνθήματος της ανεξάρτητης Τουρανικής Δημοκρατίας ήδη ως συνθήματος ολοκληρωτικής απόσχισης από τη Ρωσία, πρέπει να κατευθύνονται εναντίον της αναγεννημένης και εισερχόμενης στο δρόμο της αστικής παλινόρθωσης της εξουσίας, όπως και να αυτοαποκαλείται».



Ο ΙΣΛΑΜΙΚΟΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ

Αυτή είναι η ιστορία. Οι σύγχρονοι σοσιαλιστές στην Ευρώπη και στην Αμερική πρέπει να συνειδητοποιήσουν πραγματικά, ότι η Ανατολή δεν πρέπει γενικά να θεωρείται καθυστερημένη, όπως 70 χρόνια πριν. Όπως υπογράμμισε ο γνωστός ρώσος ειδικός επί αραβικών θεμάτων Α. Α. Ιγκνατιένκο, ο ισλαμικός κόσμος προσπαθεί να γίνει συσπειρωμένο υποκείμενο της διεθνούς πολιτικής. Εκτός αυτού, οι ισλαμικές διεθνείς οργανώσεις έχουν σαφή τάση να καταστούν σύστημα που να αντικαθιστούν με αρμοδιότητες αλληλοεπικαλυπτόμενες αυτές των διεθνών οργανισμών παγκοσμίου κλίμακας. Υπάρχει η Ισλαμική Τράπεζα Ανάπτυξης, ανάλογη με τη ΔΤΑ, Ισλαμική Οργάνωση για την εκπαίδευση, την επιστήμη και τον πολιτισμό, ανάλογη της Ουνέσκο. Υπάρχουν ακόμη και σχέδια για ίδρυση «Ισλαμικής οκτάδας» με συμμετέχοντες την Τουρκία, το Ιράν, το Πακιστάν, την Αίγυπτο, το Μπαγκλαντές, τη Μαλαισία, την Ινδονησία και τη Νιγηρία ως αντίβαρο στους G 7.

Εκτός αυτού, τα αποτελέσματα της αλληλεπίδρασης της Δύσης και της Μουσουλμανικής Ανατολής στο τέλος του 20ου αιώνα είναι τόσο αντιφατικά, όσο και 100 χρόνια πριν. Εμπεριέχοντας μέσα του τα καθυστερημένα συστήματα και τον ασιατικό δεσποτισμό σε ενιαίο σύστημα, ο αποικισμός έπρεπε να κάνει υποχωρήσεις προς την ανατολική αντίδραση συγκαλυμμένες εξωτερικά, κάτι που σημειώθηκε από το Λένιν ήδη από το 1913. Ταυτόχρονα, η βίαιη συμμετοχή στο αποικιακό και το καπιταλιστικό σύστημα γέννησε στις χώρες της Ανατολής διαδικασίες και δυνάμεις αντικαπιταλιστικής αντιπαράθεσης, όπου η αντιδυτική και η αντιαστική αρχή παίρνει τόσο προοδευτικές, όσο και αντιδραστικές μορφές.

Μετά το χτύπημα στη Νέα Υόρκη στις 11 Σεπτεμβρίου του 2001 πέρασε κάποιο διάστημα που έδωσε τη δυνατότητα να σκεφτούμε και να ενισχύσουμε τις σκέψεις μας με γεγονότα. Η οργάνωση «Αλ – Κάιντα και οι Αφγανοί Tαλιμπάν (εάν στ’ αλήθεια είναι υπεύθυνοι για το τρομοκρατικό χτύπημα) παρά την ισλαμική τους ορθοδοξία και την αδιαλλαξία, είναι βεβαρυμένοι από το «προπατορικό αμάρτημα», τα χρήματα της C . I . A ., των ειδικών υπηρεσιών του Πακιστάν και της Σαουδικής Αραβίας που βρίσκονταν στις ρίζες αυτών των οργανώσεων στο Αφγανιστάν το 1979, σύμφωνα με τη μυστική οδηγία του τότε προέδρου των ΗΠΑ Τζ. Κάρτερ. Σύμφωνα με αυτές τις συνθήκες σημαντικό σημείο στην ιδεολογική προετοιμασία των «ισλαμιστών αγωνιστών εναντίον του κομμουνισμού» ήταν ιδέες, οι οποίες ανάγονται εν μέρει στη διδασκαλία των ουαχαβιτών του 18ου αιώνα, οι οποίοι ερμήνευαν την Τζιχάντ, αποκλειστικά ως ένοπλο αγώνα και οι ιδέες τακφίρα, δηλαδή η ανακήρυξη ως απίστων ενός μέρους των μουσουλμάνων, οι οποίοι με τα όπλα στα χέρια υπεράσπιζαν το καθεστώς της Λαοκρατικής Δημοκρατίας του Αφγανιστάν (αυτοί σύμφωνα με τις πιο επιεικείς εκτιμήσεις δεν ήταν λιγότεροι από 150.000 άνθρωποι). Η έξοδος των σοβιετικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν έκανε την ύπαρξη του ισλαμικού εκστρατευτικού σώματος περιττή και πολλές μουσουλμανικές χώρες δεν επιθυμούσαν διακαώς να δεχθούν για πολύ ως επισκέπτες αυτό το εκρηκτικό υλικό και κατ’ αυτόν τον τρόπο έπεσαν σε τακφίρ. Μια σειρά τρομοκρατικών πράξεων που συνέβησαν σε διάφορες χώρες κατά τη διάρκεια της περασμένης δεκαετίας ήταν θα λέγαμε τα προεόρτια της τραγωδίας της Νέας Υόρκης.

Τα παραδείγματα κάλυψης των βρώμικων υποθέσεων μπορούν να συνεχιστούν. Δεν είναι μυστικό, ότι ο μουσουλμανικός εξτρεμισμός των αλβανικών ομάδων υποστηρίζεται τεχνητά και κατευθύνεται προς τις γειτονικές με την Αλβανία χώρες μετά τη λαϊκή αντικαπιταλιστική εξέγερση του 1997 που περιλαμβάνει όλο το νότο της χώρας, ενώ πίσω από τις πλάτες των διοικητών μαχητών της Ιτσκέριας βρίσκονται οι εκπρόσωποι της πετρελαϊκής κοινοπραξίας Γκόλντσμιτ.

Σε σχέση με αυτά είναι επίκαιρο να θυμηθούμε τα χαιρέκακα λεγόμενα ενός ρώσου αριστερού δημοσιογράφου, ο οποίος σκεφτόταν εάν θα αποφάσιζε ο Μπους να γίνει ανοιχτά ο νέος Τάρας – Μπούλμπα για τον Μπιν Λαντεν (εγώ σε γέννησα, εγώ θα σε σκοτώσω), αλλά και οι σκέψεις που εξέφρασε η Μπεναζίρ Μπούτο από την προσφυγιά: «Το Οσάμα Μπιν Λάντεν είναι περισσότερο τίτλος μεγάλης εμπορικής φίρμας, παρά ενός ανθρώπου, πρέπει να κοπούν οι ρίζες και όχι τα κλαδιά του δένδρου». Όμως, παρ’ όλ’ αυτά κανείς δεν σκέφθηκε τί οδηγεί στην έξαρση της οργής της ισλαμικής νεολαίας στη Μέση Ανατολή, ακόμα και εκείνους που ανατινάζουν τους εαυτούς τους… Τι ανάγκασε αυτούς τους ανθρώπους να οδηγηθούν σε αυτές τις πράξεις, γιατί η ζωή τους τους φάνηκε χειρότερη απ’ ό,τι ο θάνατος; Πάνω σ’ αυτό να τι έγραψε η ρωσική εφημερίδα «Bήμα του Ισλάμ»: «Ακόμα και αν οι τρομοκράτες είναι τρομοκράτες μουσουλμάνοι, την αιτία των πράξεών τους δεν πρέπει να την ψάξουμε στο Ισλάμ, αλλά στις κοινωνικο – οικονομικές, πολιτικές και πνευματικές συνθήκες της ύπαρξής τους».

Δεν χωρεί αμφιβολία, ότι η Οκτωβριανή επανάσταση του 1917 έδωσε μια τεράστια ευκαιρία στους λαούς της Ανατολής να ακολουθήσουν το δρόμο της κοινωνικής προόδου. Όμως είναι εξίσου προφανές ότι αυτή η ευκαιρία δεν πραγματοποιήθηκε εξ ολοκλήρου. Η εκπόρνευση του μαρξισμού από το σταλινικό και τα μετασταλινικά καθεστώτα στην ΕΣΣΔ, η χρησιμοποίηση των λαών του τρίτου κόσμου ως ανταλλάξιμο νόμισμα στο γεωπολιτικό παιχνίδι με τη Δύση, η διάλυση της ΕΣΣΔ και η ιδεολογική «σταυροφορία εναντίον του κομμουνισμού» τη δεκαετία του '90, δημιούργησαν στις χώρες του τρίτου κόσμου τεράστιο κενό. Το Ισλάμ (σε σημαντικό βαθμό λόγω των εξισωτικού χαρακτήρα αρχών και κελευσμάτων του κορανίου) έχει καταστεί στη συνείδηση πολλών απλών ανθρώπων η δύναμη εκείνη, η οποία προσπαθεί να υπερασπιστεί την πολιτισμική ιδιαιτερότητα και την οικονομική ανεξαρτησία των χωρών τους.

Η ιστορία διατήρησε μαρτυρίες, όπου κατά τη διάρκεια αγώνων των μουσουλμανικών λαών εναντίον του αποικισμού έγιναν αρκετές προσπάθειες δημιουργίας «κρατικής δικαιοσύνης» στην Αλγερία το 1843-45 ή στο Ανατολικό Σουδάν στο τέλος του 19ου αιώνα, όπου ο μισθός των ανώτατων υπαλλήλων δεν ξεπερνούσε τα έσοδα του τεχνίτη της πόλης, ενώ οι πλούσιοι ήταν υποχρεωμένοι να δίνουν ένα τμήμα των εσόδων στους φτωχούς. Η διάρκεια ζωής αυτών των κρατών ήταν σύντομη, όμως η μνήμη, όπως είναι γνωστό, δεν διατηρεί απλώς το παρελθόν, αλλά έχει και την τάση να το εξιδανικεύει.


Πηγή: Πολιτικό Καφενείο και Το Οπλοστάσιο του Μαρξισμού, 12 Δεκεμβρίου 2012.


(Μέρος ΙV, Maxime Rodinson, «Σουλτάν Γκαλίεφ - ένας ξεχασμένος πρόδρομος») 

 

Εισαγωγή του Richard Price

Ο Maxime Rodinson, ο συγγραφέας του άρθρου που ακολουθεί, πέθανε στις 23 Μαΐου του 2004 στην ηλικία των 89 ετών.i Γεννημένος στη Μασσαλία το 1915, από γονείς Ρωσο-Πολωνο- Εβραίους μετανάστες που προσχώρησαν αργότερα στο Κομμουνιστικό Κόμμα, εγκατέλειψε το σχολείο στα 13 του για να εργαστεί ως παιδί για θελήματα. Παρά το γεγονός ότι δεν είχε τα τυπικά προσόντα, κατάφερε να περάσει τις εξετάσεις για να μπει στο πανεπιστήμιο, και μετά την αποφοίτησή του, η ακαδημαϊκή σταδιοδρομία του άρχισε να απογειώνεται. Εντάχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα το 1937, και είχε την τύχη να βρει μια θέση διδασκαλίας στο Γαλλικό Ινστιτούτο στη Δαμασκό το 1940, αποφεύγοντας την τελευταία στιγμή την μοίρα των γονέων του, οι οποίοι πέθαναν στο Άουσβιτς. Έγινε ειδικός σε θέματα ιστορίας και πολιτισμού του μουσουλμανικού κόσμου, και κατέλαβε διάφορες ανώτερες ακαδημαϊκές θέσεις. Τα βιβλία του που διαβάστηκαν περισσότερο, είναι Ισλάμ και Καπιταλισμός, Το Ισραήλ και οι Άραβες, και Ο Μωάμεθ. Έφυγε από το Κομμουνιστικό Κόμμα το 1958, καταγγέλλοντάς το, ότι ήταν υπερβολικά άκαμπτο και δογματικό, αλλά παρέμεινε ένας ανεξάρτητος στρατευμένος μαρξιστικής. Αυτό το αντισεχταριστικό πνεύμα εκδηλώθηκε στην προθυμία του να συμβάλει με μια εισαγωγή στην πρώτη γαλλική έκδοση του κλασικού βιβλίου, Το Εβραϊκό ζήτημα του Βέλγου τροτσκιστή Abram Leon. Αν και έκανε κριτική σε ορισμένα σημεία, ο Rodinson αναγνώρισε τη σημασία του έργου Leon. Όλο και περισσότερο επικριτικός προς το Σιωνισμό, ειδικά μετά από το 1968, ο Rodinson έκανε εκστρατεία υπέρ ενός παλαιστινιακού κράτος, και το 1973 δημοσίευσε το Ισραήλ: Ένα αποικιακό κράτος εποίκων. Σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες συνδέθηκε με το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα των ΗΠΑ.

* * *

Όταν οι Μπολσεβίκοι πήραν την εξουσία το 1917, κληρονόμησαν την αχανή πολυεθνική, πολυθρησκευτική τσαρική αυτοκρατορία. Ένα κλασικό παράδειγμα της άνισης και συνδυασμένης ανάπτυξης, που περιλάμβανε τις πόλεις στην ευρωπαϊκή Ρωσία με μια μεγάλη εργατική τάξη συγκεντρωμένη στις μεγάλες επιχειρήσεις, καθώς και τεράστιες εκτάσεις σχεδόν χωρίς βιομηχανική εργατική τάξη που κατοικούνταν από μη ρωσικές εθνότητες, πολλές από αυτές κυρίως μουσουλμανικές. Αυτό ίσχυε ιδιαίτερα για τα εδάφη στο νότιο άκρο της Ρωσίας, πολλά από τα οποία είχαν αποκτηθεί με τις κατακτήσεις του δέκατου ένατου αιώνα, και για την Κεντρική Ασία. Η ανατροπή του τσαρισμού έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από πολλές μειονότητες μη Ρώσων. Προπαγανδίζοντας υπέρ της αυτοδιάθεσης των καταπιεσμένων λαών και της παραχώρησης της γης στους αγρότες, οι Μπολσεβίκοι κέρδισαν ικανοποιητική υποστήριξη για να πραγματοποιηθεί η επανάσταση στις μη-Ρωσικές περιοχές.ii

Κατά τη διάρκεια αυτών των αγώνων στην περιφέρεια, οι Μπολσεβίκοι ήταν υποχρεωμένοι να πραγματοποιήσουν μερικές περίεργες συμμαχίες. Τον Αύγουστο του 1919, για παράδειγμα, ο Στρατηγός του Λευκού στρατού Deniken νικήθηκε από τις συνδυασμένες προσπάθειες των Μπολσεβίκων και μιας δύναμη Τσετσένων υπό την ηγεσία του Uzun Haji, ενός Sufi κληρικού του ισλάμ, ο οποίος δήλωνε: «Έχω φτιάξει ένα σχοινί για να κρεμάσω τους μηχανικούς, τους φοιτητές και όλους εκείνους που γράφουν από τα αριστερά προς τα δεξιά». Οι συντάκτες ενός πρόσφατου βιβλίου για την Τσετσενία σημείωναν γι' αυτόν: «Πέθανε τον Μάιο του 1920 πριν έχει την ευκαιρία να αρχίσει τη δίωξη και εναντίον των μπολσεβίκων.»iii

Η υποστήριξη για την ανατροπή του τσαρισμού και για την ήττα των Λευκών στον εμφύλιο πόλεμο δεν μεταφραζόταν απαραιτήτως σε πολιτική υποστήριξη, ή ακόμα και σε ουδετερότητα απέναντι στο μετα-επαναστατικό καθεστώς. Στην Ουκρανία και τη Γεωργία, η αρχή της αυτοδιάθεσης αγνοήθηκε από τις στρατηγικές στρατιωτικές εκτιμήσεις. Το δίλημμα που αντιμετώπιζαν οι Μπολσεβίκοι ήταν σημαντικό. Δεν υπήρχε σχέδιο για την επίτευξη ισορροπίας μεταξύ των ανταγωνιστικών αξιώσεων: της συγκέντρωσης των δυνάμεων της επανάστασης και της πραγματοποίησης παραχωρήσεων στις τοπικές πολιτιστικές και πολιτικές συνθήκες. Το ραβδί ήταν συχνά λυγισμένο, πρώτα προς μία κατεύθυνση και μετά προς την άλλη. Με την πλήρη αυτονομία διακινδύνευαν την επικράτηση των αντιδραστικών παν-ισλαμιστών και άλλων αντεπαναστατικών δυνάμεων. Με το συγκεντρωτισμό διακινδύνευαν την ρίξουν τις μάζες στα χέρια των ίδιων δυνάμεων μέσα από μια διαφορετική διαδρομή.

Οι κίνδυνοι του γραφειοκρατικού συγκεντρωτισμού στοίχειωναν τον Λένιν προς το τέλος της ζωής του, και ήταν στο επίκεντρο της «τελευταίας μάχης» του, που τον οδήγησε στην διακοπή των σχέσεων του με τον Στάλιν πριν εξασθενήσει πλήρως το 1923.iv

Στα χαρτιά, το Κομμουνιστικό πρόγραμμα υποστήριζε το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης μέχρι και την απόσχιση, ακόμη και κάτω από μια αστική ηγεσία.v Στην πράξη, η προθυμία των αντεπαναστατικών ομάδων και των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων να χρησιμοποιήσουν αντισοβιετικά κινήματα, καθώς και η ανάγκη των Μπολσεβίκων να χρησιμοποιήσουν οποιαδήποτε στηρίγματα υπήρχαν στην περιφέρεια της πρώην Τσαρικής αυτοκρατορίας για να ενεργοποιήσουν τις καταπιεσμένες μάζες της «Ανατολής» εναντίον του βρετανικού ιμπεριαλισμού, σήμαινε ότι το δικαίωμα αυτό παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό αφηρημένο.

Υπήρχαν ιδιαίτερες δυσκολίες στο πώς θα συνδέονταν με τους καταπιεσμένους μουσουλμάνους, ειδικά στα ζητήματα της θρησκείας και της απελευθέρωσης των γυναικών. Ο E. H. Carr επισημαίνει ότι: «... το εθνικό ζήτημα στην ανατολή... κατ' αρχάς... παρουσιάστηκε στους σοβιετικούς ηγέτες σχεδόν αποκλειστικά στην μουσουλμανική του μορφή... με έκπληξη ανακάλυψαν ότι, ενώ η επίδραση του Ισλάμ επάνω στους νομαδικούς λαούς και στις περιοχές της κεντρικής Ασίας ήταν μάλλον τυπική, αλλού παρέμεινε σταθερό και δυναμικό όργανο που πρόβαλε πολύ πιο άγρια αντίσταση απ' ο,τι η Ορθόδοξη Εκκλησία στις νέες πεποιθήσεις και πρακτικές. Στις περιοχές όπου ήταν ισχυρή - ειδικότερα στο βόρειο Καύκασο - η μουσουλμανική θρησκεία ήταν ένα κοινωνικό, νομικό και πολιτικό, καθώς επίσης και ένα θρησκευτικό όργανο που ρύθμιζε τον καθημερινό τρόπο ζωής των πιστών σχεδόν σε κάθε πτυχή της. Οι ιμάμηδες και οι μουλάδες ήταν δικαστές, νομοθέτες, δάσκαλοι και διανοούμενοι, καθώς επίσης και πολιτικοί και μερικές φορές στρατιωτικοί αρχηγοί».vi

Μερικοί εκπρόσωποι στο Συνέδριο των Λαών της Ανατολής, που πραγματοποιήθηκε στο Μπακού, το Σεπτέμβριο 1920, μεταξύ των οποίων ήταν και ο John Reed, σκέφτηκαν ότι ο Ζινόβιεφ είχε υπερέβη τα όρια όταν καλούσε επανειλημμένα σε «ένα πραγματικό ιερό πόλεμο» εναντίον Βρετανών και Γάλλων ιμπεριαλιστών.vii Σύμφωνα με μια μαρτυρία, ο Ζινόβιεφ μάλιστα επιδίωκε να δημιουργήσει εκ νέου «το πνεύμα του αγώνα που έδινε ζωντάνια κάποτε στους λαούς της Ανατολής, όταν βάδισαν εναντίον της Ευρώπης υπό την ηγεσία των μεγάλων κατακτητών τους».viii Ο Ινδός κομμουνιστής M. N. Roy αρνήθηκε να παραστεί στο Μπακού, αποκαλώντας εκ των προτέρων το συνέδριο «τσίρκο του Ζινόβιεφ».ix

Ο Σουλτάν Γκαλίεφ, με τον οποίο ασχολείται το άρθρο – μια κριτική του βιβλίου του Alexandre Bennigsen και της Chantal Quelquejay, Les Mouvements Nationaux chez les Musulmans de Russie, 1: le «Sultangalievisme» au Tatarstan (Τα Εθνικά Κινήματα στους Μουσουλμάνους της Ρωσίας, 1: ο «Σουλτανγκαλιεφισμός» στο Ταταριστάν) - είναι μια σχεδόν ξεχασμένη μορφή της πρώιμης σοβιετικής ιστορίας. Η διαδρομή του – από προστατευόμενος του Στάλιν (όταν ο Στάλιν ήταν Κομισάριος των εθνοτήτων) σε θύμα του Στάλιν - είναι ένα οδυνηρό σχόλιο σχετικά με την αποτυχία της ρωσικής επανάστασης να ανταποκριθεί στις αρχικές της υποσχέσεις απέναντι σε πολλούς από αυτούς που διακήρυσσε ότι θα απελευθέρωνε. Η κληρονομιά του σταλινικού Μεγαλορωσικού σωβινισμού στις μουσουλμανικές δημοκρατίες επιζεί στην ωμή άρνηση της ανεξαρτησίας της Τσετσενίας από τον Πούτιν και στα συγκλονιστικά αντίποινα στο Μπεσλάν.

 882941 636202189754840 155866042 o



Maxime Rodinson

Sultan Galiev - ένας ξεχασμένος πρόδρομος.

Ο Σοσιαλισμός και το Εθνικό Πρόβλημα



Το βιβλίο στο οποίο βασίζονται οι σκέψεις αυτές μόλις δημοσιεύθηκε υπό την αιγίδα της Ecole Pratique des Hautes Etudes (6ο τμήμα).1 Είναι μια ευσυνείδητη και λεπτομερής μελέτη για μια σειρά από ερωτήματα στα οποία έχει δοθεί συνολικά πολύ πιο σοβαρή προσοχή στις αγγλοσαξονικές χώρες από ό,τι στη Γαλλία, όπου ανέξοδες πολιτικές προφητείες περνούν πολύ συχνά για επιστημονική έρευνα. Ένα βιβλίο όπως αυτό γίνεται δεκτό συνήθως με μία a priori υποψία από τους στρατευμένους κύκλους, και όχι μόνο από αυτούς. Στόχος μου είναι να δημιουργήσω κάποιο αντίβαρο απέναντι σ' αυτόν το παραδοσιακό σεχταρισμό.

Ο Sultan Galiev ήταν ένας από τους ανθρώπους που έπαιξαν σημαντικό ρόλο τις πρώτες ημέρες της Κομμουνιστικής Διεθνούς και της Σοβιετικής Ένωσης. Οι περισσότεροι σοσιαλιστές αγωνιστές γνωρίζουν γι' αυτόν μόνο μέσα από μια σύντομη αναφορά που γίνεται από τον Στάλιν,2 μάλλον μια συναισθηματική αναφορά, νομίζω. Ίσως έχω δίκιο. Το να είχε προκαλέσει κάποια συγκίνηση στο Στάλιν ήταν ήδη με τον τρόπο του ένα επίτευγμα.

Ο Mir Sayit Sultan Galiev ήταν ο γιος ενός Τάταρου δασκάλου και γεννήθηκε περίπου το 1900. [Η ημερομηνία αυτή είναι σχεδόν σίγουρα λάθος. Άλλες πηγές αναφέρουν ότι γεννήθηκε σε ένα χωριό της Bashkiria το 1880] Οι Τάταροι ήταν μια μουσουλμανική μειονότητα της τσαρικής αυτοκρατορίας, με έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα. Υπήρχαν περίπου τριάμισι εκατομμύρια Τάταροι σκορπισμένοι σε όλη την αυτοκρατορία, αλλά ήταν συγκεντρωμένοι σε κάποιο βαθμό στο «Κυβερνείο» του Καζάν, το πολιτικό και πολιτιστικό κέντρο τους.

Ήταν κυρίως αγρότες, ενώ οι λίγοι Τάταροι βιομηχανικοί εργάτες παρέμεναν ακόμη στενά συνδεδεμένοι με την αγροτική ζωή. Αλλά υπήρχε και μια αστική τάξη: κάποιοι βιομήχανοι και πολλοί καταστηματάρχες, απ' τους οποίους είχε προκύψει ο μουσουλμανικός «κλήρος» και η διανόηση. Αυτοί οι αστοί και οι διανοούμενοι ήταν δραστήριοι, δυναμικοί και φιλόδοξοι. Πολλοί ήταν από καιρό «νεωτεριστές» στη στάση τους απέναντι στο μουσουλμανικό δόγμα, και «προχωρημένοι», στη στάση τους απέναντι στον παραδοσιακό τρόπο της μουσουλμανικής ζωής.

Οι διδακτικές τους δραστηριότητες τους ώθησαν συχνά να διεισδύσουν, ακόμη και να εγκατασταθούν σε περιοχές που κατοικούνταν από λιγότερο εξελιγμένους θρησκόληπτους, όπως η Κεντρική Ασία, η Σιβηρία και ο Καύκασος. Με τον τρόπο αυτό, εισήγαγαν νέες ιδέες και μοντέρνους τρόπους, και γενικά έφερναν αναστάτωση. Μπορούμε να το δούμε αυτό στις μεταφράσεις καζάκικων και τατζίκικων μυθιστορημάτων που δημοσιεύτηκαν από τον Aragon, για παράδειγμα.3 Όλα αυτά αντιμετωπίζονταν φυσικά με μεγάλη καχυποψία από τους αντιδραστικούς Khan.

Στη συνέχεια ήρθε η Οκτωβριανή Επανάσταση. Ένα σημαντικό μέρος της διανόησης των Τα- τάρων την υποστήριξε, πιστεύοντας ότι ο σοσιαλισμός που οικοδομούνταν από το νέο καθεστώς θα πραγματοποιούσε και θα εμβάθυνε το πρόγραμμα του μεταρρυθμιστικού κινήματος. Φυσικά αρκετοί εκτίμησαν ιδιαίτερα τον διεθνιστικό προσανατολισμό του Μπολσεβικισμού. Είχαν την ελπίδα ότι αυτό θα οδηγούσε στην ισότητα μεταξύ των εθνικών ομάδων και θα έθετε τέρμα στη Μεγαλορωσική κυριαρχία, μια κυριαρχία που θα την επέβαλαν ξανά οι «Λευκοί» εάν νικούσαν.

Ο Σουλτάν Γκαλίεφ εντάχθηκε στο Μπολσεβίκικο Κόμμα το Νοέμβριο του 1917 και χάρη στο ταλέντο του ως ομιλητής και οργανωτής, έγινε σύντομα μια σημαντική μορφή, ως εκπρόσωπος αυτής της «αποικιακής» διανόησης. Έγινε μέλος και στη συνέχεια πρόεδρος του «Κεντρικού μουσουλμανικού Κομισαριάτου», ενός νέου οργανισμού που συνδέθηκε με την Narkomnats (Λαϊκό Κομισαριάτο των Εθνοτήτων), ένα Επιτροπάτο στο οποίο ήταν πρόεδρος ένας μπολσεβίκος ηγέτης που παρέμενε σχετικά άγνωστος τότε, ο Ιωσήφ Στάλιν. Με την βοήθεια φίλων, ο Σουλτάν Γκαλίεφ δημιούργησε ένα Μουσουλμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα, και αύξησε τις ταταρικές στρατιωτικές μονάδες που έπαιξαν βασικό ρόλο στον αγώνα εναντίον του Koltchak. Παρά την αντίθεση των τοπικών Ρώσων Σοβιετικών και των κομμουνιστών, απέσπασε την υπόσχεση από την κεντρική κυβέρνηση ότι θα δημιουργηθεί ένα μεγάλο, κατά βάση μουσουλμανικό κράτος, η Ταταρο-Μασκιρική Δημοκρατία, η οποία θα είχε πέντε έως έξι εκατομμύρια κατοίκους και θα κάλυπτε τις τεράστιες εκτάσεις του Μέσου Βόλγα και των Νοτίων Ουραλίων. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ανέπτυξε μια σειρά από ιδέες που ήλπιζε να υπερασπίσει και να πραγματοποιήσει. Είδε την Μουσουλμανική κοινωνία, με εξαίρεση λίγους μεγάλους φεουδάρχες γαιοκτήμονες και καπιταλιστές, ως κάτι ενιαίο που καταπιέζονταν συλλογικά από τους Ρώσους στα πλαίσια του Τσαρισμού. Επομένως, δεν υπήρχε κανένα νόημα να τη διαχωρίσει με τεχνητά δημιουργημένες διαφορές και ταξική πάλη. Καθώς μέχρι τότε οι φτωχότεροι μουσουλμάνοι ήταν υπερβολικά φτωχοί και αμόρφωτοι για να παρέχουν στελέχη, δεν έπρεπε να διστάσει να χρησιμοποιήσει τα μέσα που διέθετε: τους μικροαστούς διανοούμενους ακόμη και τους μεταρρυθμιστές κληρικούς, οι οποίοι είχαν δώσει κάποια απόδειξη της πίστης τους στην Επανάσταση. Στην πραγματικότητα, η σοσιαλιστική επανάσταση θα έπρεπε να προσαρμοστεί για να ταιριάζει σε μια κοινωνία τόσο πολύ διαποτισμένη με τις μουσουλμανικές παραδόσεις. Ως εκ τούτου, ο Σουλτάν Γκαλίεφ, άθεος ο ίδιος, πρότεινε να αντιμετωπίζεται το Ισλάμ με ηπιότητα, σε μια σταδιακή διαδικασία «αποφανατισμού» και εκκοσμίκευσης. Οι Μουσουλμάνοι της Ρωσίας, και ιδιαίτερα οι πιο φωτισμένοι μεταξύ τους, οι Τάταροι, θα μπορούσαν να παίξουν τότε ένα τεράστιο ιστορικό ρόλο. Γιατί σε παγκόσμια κλίμακα η Επανάσταση θα έπρεπε να είναι πάνω από όλα μια απελευθέρωση των αποικιακών λαών. Συνεπώς ήταν ζωτικής σημασίας η εξουδετέρωση της τάσης της Κομιντέρν να επικεντρώνεται κυρίως στη Δύση. Και ποιος θα μπορούσε να φέρει τη φλόγα του πολιτισμού και του σοσιαλισμού στην Ασία καλύτερα από τους Μπολσεβίκους Μουσουλμάνους της Ρωσίας;

Για να αποφευχθεί η σύγχυση, πρέπει να αναφερθεί εξαρχής ότι κανένα θρησκευτικό ή κληρικό αίτημα δεν τίθονταν στη συζήτηση. Υπήρχαν διάφορες εθνικές ομάδες στη Ρωσία, των οποίων η θρησκεία ήταν το Ισλάμ, που τους είχε δώσει μια κοινή κουλτούρα και παράδοση, και είχε καθορίσει με παρόμοιο τρόπο πολλές σημαντικές πτυχές της ζωής τους. Υπήρχε επομένως μια ορισμένη αναμφισβήτητη πολιτιστική ενότητα μεταξύ αυτών των ανθρώπων, η οποία υπερέβαινε τις εθνικές τους ιδιαιτερότητες, κυρίως επειδή οι τελευταίες σε πολλές περιπτώσεις δεν ήταν πολύ έντονες. Αυτή η πολιτιστική ενότητα είχε ενισχυθεί από την αντίστασή τους στις προσπάθειες για τον προσηλυτισμό τους στον Χριστιανισμό και για την μετατροπή τους σε Ρώσους, μια προσπάθεια η οποία δεν έγινε αντιληπτή ως ιδεολογικός αγώνας, αλλά ως αποικιοκρατική επίθεση κατά της κοινής πολιτιστικής κληρονομιάς τους. Οι ιδέες αυτές ανησυχούσαν τους ηγέτες των Μπολσεβίκων. Ο Στάλιν υποστήριξε τον Σουλτάν Γκαλίεφ εναντίον εκείνων που ήθελαν να ανάψουν τον ταξικό πόλεμο στους Μουσουλμανικούς κύκλους και να διακόψουν κάθε επαφή με τα μη προλεταριακά στοιχεία. Αλλά σε αντίθεση με τους Τάταρους, είδε την ταξική συμμαχία μόνο ως προσωρινή. Μόλις ο Κόλτσακ και οι Τσέχοι νικήθηκαν, η υποστήριξη των Μουσουλμάνων του Βόλγα και των Ουραλίων, των οποίων στελέχη τους είχαν απενεργοποιηθεί κατά τη διάρκεια του αγώνα, έγινε λιγότερο σημαντική. Το Μουσουλμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα έχασε την αυτονομία του και η ιδέα μια διαρκούς συμμαχίας μεταξύ των μικροαστών και του προλεταριάτου απορρίφθηκε το Σεπτέμβριο του 1920 από το Συνέδριο των Λαών της Ανατολής στο Μπακού. Εκεί διακηρύχτηκε ότι η εθνική επανάσταση έπρεπε να καθοδηγείται από το προλεταριάτο, δηλαδή το Δυτικό προλεταριάτο και ότι, όπως δήλωσε ένας αντιπρόσωπος στο Συνέδριο, «η σωτηρία της Ανατολής βρίσκεται μόνο στη νίκη του προλεταριάτου». Το σχέδιο ενός μεγάλου μουσουλμανικού κράτους εγκαταλείφθηκε. Αντ' αυτού, δημιουργήθηκαν δύο μικρές δημοκρατίες, η μία Μπασκιρική και η άλλη Ταταρική. Οι περισσότεροι Τάταροι ζούσαν έξω από την τελευταία, και ο πληθυσμός της περιλάμβανε μόλις 51,6% Τατάρους. Το Καζάν, η πρωτεύουσα, ήταν ένα ρωσικό κέντρο.

Ήταν σε αυτή τη φάση που ο Σουλτάν Γκαλίεφ, ο οποίος ήταν ένας σημαντικός κρατικός αξιωματούχος, κινήθηκε προς την αντιπολίτευση, σε μια προσπάθεια να καταπολεμήσει τις εκδηλώσεις αυτού που αποκαλούσε «Μεγαλορωσικό σωβινισμό», και προσπάθησε να τοποθετήσει Τάταρους οπαδούς του στις κομματικές και σοβιετικές οργανώσεις. Ήθελε να κάνει το Καζάν ένα κέντρο της ταταρικής εθνικής κουλτούρας και ένα επαναστατικό φυτώριο από το οποίο ο «Μουσουλμανικός Κομμουνισμός» θα εξαπλώνονταν σε όλους τους Μουσουλμανικούς λαούς της Σοβιετικής Ένωσης και πέραν αυτής, σε ολόκληρη την Μουσουλμανική Ανατολή. Αγωνίστηκε εναντίον των αριστεριστών, που τάχθηκαν υπέρ μιας πιο αντι-αστικής πολιτικής, η οποία υποστηριζόταν από ρωσικά στοιχεία. Και εργάστηκε για να γίνει η ταταρική, και όχι η ρωσική, η επίσημη γλώσσα της διοίκησης.

Έχοντας έρθει αντιμέτωπος με την ανένδοτη αντίθεση της Κεντρικής Κυβέρνησης και των Ρώσων κομμουνιστών, ειδικά μετά το 10ο Συνέδριο του Κόμματος στο οποίο πέρασε ένα σαφές ψήφισμα καταδίκης της «εθνικιστικής απόκλισης», ο Σουλτάν Γκαλίεφ προχώρησε σε λίγο – πολύ μυστικές επαφές με έναν αριθμό δυσαρεστημένων αγωνιστών. Ήθελε να δημιουργήσει ένα κοινό μέτωπο ενάντια στους Ρώσους, τους οποίους κατηγορούσε για επανεμφάνιση της τσαρικής αποικιακής πολιτικής. Πόσο μακριά προχώρησε στην αναζήτηση υποστήριξης για αυτό το μέτωπο;

Ο Στάλιν τον κατηγόρησε ότι είχε προχωρήσει τόσο πολύ ώστε να επικοινωνήσει με τους Μπασμάκι, τις συμμορίες των μουσουλμάνων ανταρτών που διεξήγαγαν ένοπλο αγώνα κατά των μπολσεβίκων του Τουρκεστάν. Αλλά δεν υπάρχει λόγος να δώσουμε κυριολεκτική αξία στα λόγια του Στάλιν. Εν πάση περιπτώσει, το 1923 ο Στάλιν συνέλαβε τον Σουλτάν Γκαλίεφ και τον διέγραψε από το Κομμουνιστικό Κόμμα. Λίγο μετά αφέθηκε ελεύθερος, αλλά ο Κάμενεφ επρόκειτο αργότερα να εκφράσει τη λύπη του, επειδή ο ίδιος και ο Ζινόβιεφ είχαν δώσει τη συγκατάθεσή τους γι' αυτή την «πρώτη σύλληψη ενός εξέχοντος μέλους του Κόμματος με πρωτοβουλία του Στάλιν».4

Λίγα είναι γνωστά για τη ζωή του Σουλτάν Γκαλίεφ μετά το 1923. Ίσως εξορίστηκε, συνελήφθη ξανά και στη συνέχεια απελευθερώθηκε. Εργάστηκε στη Μόσχα σε κρατικούς εκδοτικούς οίκους. Όμως, συνέχισε τον αγώνα του κρυφά. Είχε δημιουργήσει μια ολόκληρη μυστική οργάνωση που είχε προσελκύσει πάρα πολλούς Μουσουλμάνους κομμουνιστές, κυρίως Τάταρους.

Ανέπτυξε τις ιδέες του, υπό το πρίσμα της εξελισσόμενης κατάστασης. Όπως την έβλεπε τώρα, η σοσιαλιστική επανάσταση δεν επέλυε το πρόβλημα της ανισότητας μεταξύ των λαών. Το πρόγραμμα των Μπολσεβίκων ερχόταν να αντικαταστήσει την καταπίεση από την Ευρωπαϊκή αστική τάξη με την καταπίεση από το Ευρωπαϊκό προλεταριάτο. Σε κάθε περίπτωση, η κυριαρχία των Σοβιέτ θα διαλύονταν. Η ΝΕΠ ήταν σε πλήρη εξέλιξη. Είτε θα ανατρέπονταν από την Δυτική αστική τάξη είτε θα μετατρεπόταν σε κρατικό καπιταλισμό και αστική δημοκρατία. Όποιο κι αν ήταν το αποτέλεσμα, οι Ρώσοι ως λαός θα ξαναγίνονταν κυρίαρχοι καταπιεστές. Η μόνη πιθανή λύση θα ήταν να εξασφαλιστεί η ηγεμονία του αναπτυσσόμενου αποικιακού κόσμου επάνω στις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Αυτό σήμαινε τη δημιουργία μιας Αποικιακής Κομμουνιστικής Διεθνούς, η οποία θα ήταν ανεξάρτητη από την Τρίτη Διεθνή, και ίσως ακόμη και σε αντίθεση με αυτήν. Η Ρωσία, ως μια βιομηχανική δύναμη, θα έπρεπε να αποκλειστεί. Η εξάπλωση του κομμουνισμού στην Ανατολή, που θα προωθούσε αυτή η νέα Διεθνής, θα επέτρεπε σε όλο τον κομμουνιστικό κόσμο να αποτινάξει ρωσική ηγεμονία.

Καθώς το ρωσικό καθεστώς δυνάμωνε, γινόταν όλο και λιγότερο ανεκτικό στη διαφωνία. Σε αρκετές περιπτώσεις οι Ρώσοι κατάλαβαν ότι αντιμετώπιζαν μια οργανωμένη ταταρική αντιπολίτευση. Ο Στάλιν έθεσε τέρμα σε αυτό. Τον Νοέμβρη του 1928 ο Σουλτάν Γκαλίεφ συνελήφθη και καταδικάστηκε σε ποινή δέκα χρόνων, την οποία εξέτισε στο Solovski. Απελευθερώθηκε το 1939 και τα ίχνη του χάθηκαν το 1940...



Μαθήματα μιας ξεχασμένης ιστορίας

Ο Alexandre Bennigsen και η Chantal Quelquejay αξίζουν την ευγνωμοσύνη μας για το γεγονός ότι αναβίωσαν αυτή την ξεχασμένη ιστορία. Ο στόχος τους να κάνουν μια λεπτομερή διαλογή, να εξετάσουν και να οργανώσουν μια πληθώρα εγγράφων στα ρωσικά και τα ταταρικά, ήταν δύσκολος και σημαντικός. Ας ελπίσουμε ότι μπορούμε να αντλήσουμε ορισμένα συμπεράσματα από τα πορίσματά τους.

Το πρώτο πράγμα που έρχεται στο μυαλό, είναι ότι η ανάλυση της πολιτικής πάλης για το πρόβλημα των μουσουλμανικών μειονοτήτων στη Σοβιετική Ένωση, αποδεικνύει σαφώς ότι μπορούν να υπάρξουν αντιφάσεις στο πλαίσιο ενός σοσιαλιστικού καθεστώτος. Αυτό βεβαίως δεν είναι κάτι καινούργιο: ο ίδιος Μάο Τσε Τουνγκ το είχε πει, ότι τέτοιες αντιφάσεις μπορεί να είναι «μη ανταγωνιστικές». Αλλά αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι κάθε φορά που κάποιος προβάλλει μία από αυτές τις αντιφάσεις, σε πρακτικό επίπεδο γίνονται τα πάντα για να αμφισβητηθεί ή να ελαχιστοποιηθεί. Φυσικά, οι πιο δογματικοί δεν κάνουν καμία προσπάθεια για να αναλύσουν αυτές τις αντιφάσεις, να τις εξηγήσουν ή να κατανοήσουν τις αιτίες τους και τις επιπτώσεις τους. Αντίθετα, κάθε φάση της πολιτικής που υιοθετήθηκε από τους κομμουνιστές ηγέτες παρουσιάζεται σαν να καθορίζεται από μια ανώτερη σοφία που ακολουθεί προσεκτικά τα γυρίσματα και τις στροφές της εθνικής και της διεθνούς συγκυρίας, και καθοδηγείται από την αλάνθαστη πυξίδα της μαρξιστικής θεωρίας. Φυσικά, η πραγματικότητα είναι αρκετά διαφορετική: κάθε πολιτική απόφαση είναι το αποτέλεσμα διαρκούς πάλης μεταξύ αντιτιθέμενων τάσεων και εκφράζει την ισορροπία των δυνάμεων μεταξύ τους. Το κοινωνικό υπόβαθρο αυτών των αγώνων είναι πιθανώς πολύ διαφορετικό από ό,τι σε μια ταξική κοινωνία αλλά ο μηχανισμός είναι ουσιαστικά παρόμοιος.

Με άλλα λόγια, η ιστορία συνεχίζεται και δεν έχουμε ακόμα εισέλθει στο πέραν του χρόνου βασίλειο της ιερής πόλης. Πολλοί άνθρωποι θα απαντήσουν ότι όλα αυτά είναι προφανή, αλλά ίσως δεν κατανοούν όλες τις επιπλοκές τους.

Η σοβιετική πολιτική θα μπορούσε να ήταν διαφορετική, περισσότερο προσανατολισμένη προς την Ασία, για παράδειγμα. Μερικές από τις ιδέες του Σουλτάν Γκαλίεφ θα μπορούσαν ίσως να είχαν τεθεί σε εφαρμογή. Αλλά υπήρχαν πολύ πραγματικά εμπόδια για ένα τέτοιο πρόγραμμα: η έλλειψη μουσουλμανικών στελεχών και η κατάσταση στην Ανατολή αυτή την περίοδο. Στο εσωτερικό υπήρχε σαφής κίνδυνος ταταρικής εθνικιστικής απόκλισης, ενισχυμένος από τον επιζήμιο ταταρικό σοβινισμό. Στο εξωτερικό, ακόμα και αν οι ιδέες του Σουλτάν Γκαλίεφ, τις οποίες εν μέρει συμμερίζονταν και ο Ινδός κομμουνιστής Manabendra Nath Roy και άλλοι που τις υπερασπίστηκαν στα πρώτα Συνέδρια της Κομιντέρν, είχαν εφαρμοστεί, τα οφέλη θα ήταν ενδεχομένως λίγα και σποραδικά. Ακόμη και ο Walter Z. Laqueur συμφωνεί με αυτή την απαισιόδοξη άποψη, και κανείς δεν θα μπορούσε να τον υποπτευτεί για επιείκεια απέναντι στους Μπολσεβίκους ηγέτες.5 Αλλά είναι σαφές ότι η επιλογή του προσανατολισμού από αυτή την άποψη επηρεάστηκε επίσης από άλλους παράγοντες: υπήρχε ο δογματισμός των ηγετών, το γεγονός ότι σε ορισμένες περιόδους, η ιδέα ότι το προλεταριάτο ήταν η κυρίαρχη δύναμη της επανάστασης εφαρμόστηκε μηχανιστικά και ενάντια σε κάθε κοινή λογική, ακόμη και στις περιοχές όπου το προλεταριάτο ήταν ανύπαρκτο. Μάλιστα, στο σύνολό τους, και μέχρι πρόσφατα, οι κομμουνιστές ηγέτες επέδειξαν την ίδια με τους καπιταλιστές βραδύνοια, στην προσέγγισή της αφύπνισης των αποικιακών λαών. Και, αν και η έλλειψη κατανόησης είναι συγχωρητέα σε πολλά επίπεδα, παραμένει γεγονός ότι είχε πολλές καταστροφικές συνέπειες, ακόμη και από τη δική τους άποψη.



Ο Σοσιαλισμός και το εθνικό ζήτημα

Είναι επίσης σαφές ότι ο σοσιαλισμός, και με αυτό εννοώ την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, δεν επιλύει αυτομάτως όλα τα προβλήματα. Ο Σταλινισμός μας έχει δείξει ότι ο αυταρχισμός ήταν δυνατός κάτω από τον σοσιαλισμό, και ως εκ τούτου, ότι υπήρξε ένα πρόβλημα πολιτικής εξουσίας. Άλλα γεγονότα δείχνουν επίσης, ότι το εθνικό πρόβλημα, δεν εξαφανίζεται απαραιτήτως στα πλαίσια του σοσιαλισμού. «Το γεγονός ότι το προλεταριάτο θα έχει πραγματοποιήσει την κοινωνική επανάσταση δεν θα το μετατρέψει σε έναν άγιο», έγραψε ο Λένιν το 1916.

«Αλλά τα πιθανά λάθη (και τα εγωιστικά συμφέροντα, τα οποία σπρώχνουν κάποιον να κάθεται στο σβέρκο των άλλων) θα το οδηγήσουν αναπόφευκτα να κατανοήσει την ακόλουθη αλήθεια... Με την μετατροπή του καπιταλισμού σε σοσιαλισμό, το προλεταριάτο δημιουργεί τη δυνατότητα για την ολοκληρωτική κατάργηση της εθνικής καταπίεσης: αυτή η δυνατότητα υπάρχει “μόνο” [“Μόνο”!] όταν η δημοκρατία έχει πλήρως καθιερωθεί σε όλους τους τομείς».6 Το παράδειγμα του Σουλτάν Γκαλίεφ δείχνει ότι μεταξύ 1920 και 1928 οι Τάταροι ήταν πολύ επιφυλακτικοί απέναντι στους Ρώσους κομμουνιστές, και φοβόταν μια ρωσική κομμουνιστική νεο-αποικιοκρατία. Οι ηγέτες των Μπολσεβίκων αρνήθηκαν ότι ένας τέτοιος φόβος ήταν δικαιολογημένος. Ο ίδιος ο Στάλιν δήλωσε, το 1923, ότι «εάν το Τουρκεστάν είναι όντως μια αποικία, όπως συνέβαινε και επί Τσαρισμού, τότε οι Μπασμάκοι έχουν δίκιο, και δεν είμαστε εμείς αυτοί που θα πρέπει να κρίνουμε τον Σουλτάν Γκαλίεφ, αλλά αυτός θα πρέπει να μας κρίνει, ως ανθρώπους που ανέχονται την ύπαρξη μιας αποικίας, στο πλαίσιο της σοβιετικής εξουσίας».7 Αλλά τα πράγματα δεν ήταν και τόσο απλά. Η Σοβιετική πολιτική απέναντι στις μουσουλμανικές μειονότητες της Σοβιετικής Ένωσης, συνολικά, είναι εξαιρετικά προσεκτική. Υπήρχε φροντίδα για τους Μουσουλμάνους και οι περιοχές τους βιομηχανοποιήθηκαν. Τα ντόπια στελέχη προωθούνταν σταδιακά και η διαδικασία αυτή συνεχίζεται. Οι Μουσουλμάνοι προστατεύονται από τους ίδιους ακριβώς νόμους με τους άλλους σοβιετικούς πολίτες, και στην πράξη οι «ντόπιοι» απολαμβάνουν ακόμα και ορισμένα προνόμια έναντι των Ρώσων. Αλλά αυτή η εξέλιξη ελέγχεται προσεκτικά.

Ένας αυστηρός έλεγχος διατηρείται για όλες τις βασικές θέσεις. Επιπλέον, η γενική τάση των σταλινικών ηθών δεν ευνόησε αλληλοδιείσδυση μεταξύ των κοινοτήτων. Η κατάσταση αυτή δεν έχει τίποτα κοινό με τις αποικιακές καταστάσεις αλλού. Όμως, τα εθνικά προβλήματα εξακολουθούν να υφίστανται, όπως σαφώς προκύπτει από την συμπεριφορά πολλών μειονοτικών ομάδων κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, και όπως επιβεβαιώνεται από πολλά μικρά επεισόδια ακόμα σήμερα.8 Και παρεμπιπτόντως, τέτοια γεγονότα θα προσέλκυαν λιγότερο την προσοχή, και θα μπορούσαν κάλλιστα να διαστρεβλώνονται λιγότερο στο εξωτερικό, εάν οι Σοβιετικοί δεν κατέβαλαν τόσες πολλές προσπάθειες για να τα καλύπτουν και εάν δεν επιτίθονταν εναντίον των «συκοφαντών» που τολμούν να δείχνουν ότι δεν είναι όλα τέλεια σε αυτές τις περιοχές της Σοβιετικής Ένωσης.

 1501536 636202069754852 348555022 o

Ένας πρόδρομος

Δεν φαίνεται να υπάρχουν πραγματικοί πνευματικοί κληρονόμοι του Σουλτάν Γκαλίεφ στις μουσουλμανικές περιοχές της Σοβιετικής Ένωσης. Δεν ξέρουμε τι θα συνέβαινε σήμερα αν υπήρχε η δυνατότητα να προκύψουν πολιτικές ομάδες πίεσης. Αλλά μπορεί κανείς να υποθέσει ότι οι φιλοδοξίες που διατηρούν οι λαοί των περιοχών αυτών δείχνουν να έχουν ελάχιστα κοινά στοιχεία με τον Σουλτάν Γκαλίεφ. Τα αιτήματά τους φαίνεται να είναι περισσότερο «μεταρρυθμιστικά», παρά επαναστατικά. Αν μπορούσαν, θα ασκούσαν πιέσεις για μικρές αλλαγές, χωρίς να αμφισβητήσουν το δικαίωμα του καθεστώτος να κυριαρχεί. Η υποχρέωση της διάδοσης της Επανάστασης στην Ανατολή φαίνεται ότι ασκεί μικρή έλξη σ' αυτούς. Είναι δυνατόν ή και αυτονόητο, ότι κάτω από το καπάκι του επίσημου κομφορμισμού κρύβεται μια πολύ πιο ενθουσιώδης πραγματικότητα... Αλλά είναι εκτός της Σοβιετικής Ένωσης, στις λεγόμενες υπανάπτυκτες χώρες, που η σύγχρονη κατάσταση κάνει συνεχώς κάποιον να σκέφτεται τις ιδέες Σουλτάν Γκαλίεφ. Μέχρι ποιο σημείο μπορούμε να πούμε ότι είναι ένας πρόδρομος της νέας γραμμής που εγκρίθηκε από τη Σοβιετική Ένωση το 1954, μια γραμμή η οποία υποστηρίζει την αδέσμευτη Αφροασιατική αστική τάξη; Μέχρι ποιο σημείο μπορούμε να πούμε ότι είναι ένας πρόδρομος του μαοϊκού κομμουνισμού, ο όποιος επικεντρώνεται ουσιαστικά στην άμεση πάλη για τη σοσιαλιστική επανάσταση στις πρώην αποικίες;

Η στάση του Σουλτάν Γκαλίεφ και των Τάταρων κομμουνιστών το 1918 προήλθε από την άρνησή τους να αποτελέσουν απλώς μια εφεδρεία για ένα ευρωπαϊκό προλεταριακό κίνημα, όσο και αν το θεωρούσαν δίκαιο. Θέλησαν η επανάσταση να είναι και δική τους επανάσταση, και να ακολουθήσουν μια πορεία που θα καθορίζονταν από δικές τους ενέργειες, όχι από εκείνες τις κάπως υπερβολικά υπερπροστατευτικές του μεγαλύτερου αδελφού τους, του ρωσικού προλεταριάτου. Πρέπει να σημειωθεί ότι μία από τις μεθόδους παρέμβασης του τελευταίου, η οποία αργότερα θα χρησιμοποιηθεί κι αλλού, ήταν η επιμονή ότι η ντόπια υποστήριξη θα πρέπει να προέλθει μόνο από το προλεταριάτο. Στις χώρες όπου το προλεταριάτο ήταν ακόμα σε εμβρυακό στάδιο, η επιμονή αυτή ισοδυναμούσε με τον αυθαίρετο διορισμό ατόμων που θεωρούνταν άξια λόγου. Το «ουσιώδες αίτημα» των Τατάρων «να πραγματοποιήσουμε τη δική μας επανάσταση», ήρθε σε λάθος χρόνο. Η ηγεσία των Μπολσεβίκων πραγματοποιούσε ήδη μια πολύ διαφορετική στροφή: προσεκτικό γραφειοκρατικό έλεγχο κάθε πτυχής του μαζικού κινήματος. Οι Σοβιετικές και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις της χώρας και τα συμμαχικά ή κομμουνιστικά κόμματα στο εξωτερικό, κρατούνταν μ' ένα πολύ σφιχτό χαλινάρι. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο άνθρωπος της στιγμής ήταν ο Στάλιν, του οποίου η καθολική και στενόμυαλη δυσπιστία επρόκειτο αργότερα να γίνει εντελώς παθολογική. Αγνοήθηκε ο προβληματισμός του Λένιν όταν προειδοποιούσε ότι «η ζημιά που μπορεί να προκαλέσει η έλλειψη ενότητας μεταξύ των εθνικών κρατικών μηχανισμών και του ρωσικού κρατικού μηχανισμού δεν είναι τίποτα σε σύγκριση με τις ζημιές που θα προκύψουν από μια υπερβολή του συγκεντρωτισμού. Αυτό δεν θα τραυματίσει μόνο εμάς, αλλά το σύνολο της Διεθνούς, καθώς και τις εκατοντάδες εκατομμύρια των Ασιατών οι οποίοι σύντομα θα ακολουθήσουν στα βήματά μας και θα εκτιναχτούν στο ιστορικό προσκήνιο».9 Θεωρητικά ο σκοπός της Διεθνούς ήταν κατευθύνει την πορεία του κόσμου προς το σοσιαλισμό. Το καθήκον της επομένως θα φαινόταν να είναι να αναπτύξει έναν μαρξιστικό εθνικισμό που θα πάλευε για την εθνική ανεξαρτησία και την κοινωνικοποίηση στις εξαρτημένες χώρες. Η κοινωνική ανάπτυξη της ανατολής την εποχή εκείνη εμπόδιζε τότε κάθε άλλο φιλόδοξο σχέδιο. Παρ' όλα τα λάθη του, είναι σαφές ότι ο Σουλτάν Γκαλίεφ διέθετε αυτή τη βασική διαίσθηση. Το σταλινικό καθεστώς εμπόδισε τα αποικιακά Κομμουνιστικά Κόμματα να εκπληρώσει αυτό το καθήκον. Ουσιαστικά, ήταν η άκαμπτη υποταγή τους στην παγκόσμια στρατηγική μια Διεθνούς επικεντρωμένης στον ευρωπαϊκό κόσμο που ευθύνεται για την αποτυχία αυτή. Τα αποικιακά Κομμουνιστικά Κόμματα ήταν μερικές φορές ακόμη και άμεσα εξαρτημένα από τα ευρωπαϊκά τους αντίστοιχα. Ο μαρξιστικός εθνικισμός ωστόσο θα αναδυθεί τελικά, γεννημένος από την παλίρροια της ιστορίας. Αλλά αυτό δεν έγινε στο πλαίσιο των κομμουνιστικών κομμάτων, και χρειάστηκε η αμερικανική αντικομουνιστική ηλιθιότητα για να σπρωχτούν η μαροκινή και η αλγερινή αριστερά, ο Κάστρο, ο Sekou Toure και ο Modibo Keita στην αγκαλιά αυτού που είχε απομείνει από την Τρίτη Διεθνή.

Σήμερα η Αποικιακή Διεθνής που αναγνωρίστηκε από τον Σουλτάν Γκαλίεφ υπάρχει. Παίρνει τη μορφή του Αφρο-Ασιατικού μπλοκ, το οποίο αρχίζει να επεκτείνεται σε χώρες της Λατινικής Αμερικής, και να ενώνεται εναντίον της λευκής κυριαρχίας, όπως ονειρεύτηκε ότι θα γίνει ο Τάταρος κομισάριος. Όμως, ήδη υπάρχουν διαφορές, οι οποίες δεν έχουν καταλήξει ακόμη σε διάσπαση, μεταξύ της μαρξιστικής πτέρυγας που επιδιώκει την ταχεία πορεία προς τον σοσιαλισμό, και της αστικής πτέρυγας που ευνοεί τον αργό μετασχηματισμό ή ακόμη και να μην αλλάξει τίποτα. Υπάρχουν επίσης ορισμένες αμφιλεγόμενες περιπτώσεις, οι οποίες είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες.

Από το 1954 η Σοβιετική Ένωση έχει υποστηρίξει αυτή την Αποικιακή Διεθνή. Αλλά ο Khrushchev μόνο φαινομενικά και εν μέρει ακολουθεί τη γραμμή του Σουλτάν Γκαλίεφ. Οι αποικιακοί λαοί εξακολουθούν να θεωρούνται μόνο ως εφεδρική δύναμη το έργο της οποίας είναι να ασκήσει πίεση στους λευκούς αντιπάλους της Σοβιετικής Ένωσης, για να αποσπάσει παραχωρήσεις από αυτούς, ώστε να μην τους καταστρέψει. Η Σοβιετική Ένωση δεν ενθαρρύνει τις κοινωνικοποιήσεις στον τρίτο κόσμο και πιθανότατα ακόμα και να μην τις επιθυμεί. Φαίνεται ότι οι σοβιετικές αρχές, τελικά, συμφωνούν με τον Σουλτάν Γκαλίεφ σε αυτό το σημείο, αλλά το κίνητρό τους δεν είναι να ενισχυθεί η επανάσταση· ο στόχος τους είναι πολύ πιο εγωιστικός. Ο παγκόσμιος θρίαμβος του σοσιαλισμού εξακολουθεί να θεωρείται ουσιαστικά αποτέλεσμα της περισσότερο ή λιγότερο επαναστατικής εξέλιξης των βιομηχανικά προηγμένων χωρών. Μόνο στην Κίνα, όπου η απόσταση και η παραδοσιακή κινεζική πονηριά διευκόλυναν να παρακαμφθεί η διεθνής σταλινική στρατηγική, ο μαρξιστικός εθνικισμός ήταν σε θέση να αναδυθεί θριαμβευτικά στο πλαίσιο ενός παραδοσιακού Κομμουνιστικού Κόμματος. Πράγματι, ο Μάο Τσε Τουνγκ ήταν αρκετά ικανός για να εφαρμόσει τις ιδέες που υπερασπίζονταν η Κομιντέρν κατά τη διάρκεια της φάσης των λαϊκών ή εθνικών μετώπων. Αλλά τις εφάρμοσε συστηματικά και με συνέπεια. Η νίκη του και οι περιστάσεις που ακολούθησαν, η μαχητική εχθρότητα των λευκών εθνών και η κοινωνικοποίηση της κινεζικής κοινωνίας, τον οδήγησαν να αναλάβει το τιμόνι ενός νέου τύπου αποικιακού κομμουνισμού, τον οποίο πρότεινε ως πρότυπο για ολόκληρο τον υπανάπτυκτο κόσμο από το 1949. Από τότε, τα γεγονότα στην Κίνα φέρνουν συνεχώς τις ιδέες των νέων Κινέζων ηγετών όλο και πιο κοντά σε μερικές ιδέες του Σουλτάν Γκαλίεφ. Η υπεροχή της αποικιακής επανάστασης και ο φόβος ότι η νεο-αποικιοκρατία, ή έστω ο νεο-πατερναλισμός, θα μπορούσαν ενδεχομένως να προκύψουν μέσα από την καρδιά του ίδιου του σοσιαλιστικού κόσμου είναι ένα διαρκώς επαναλαμβανόμενο θέματα.

Έτσι, οι ιδέες του Σουλτάν Γκαλίεφ ξαναέρχονται στην επιφάνεια στα δύο βασικά ρεύματα του παγκόσμιου κομμουνισμού. Φυσικά, κανένας δεν αναφέρει αυτόν τον καταδικασμένο πρωτοπόρο των χθεσινών σκοτεινών αγώνων. Και όμως μπορεί να θεωρηθεί ως ο πρώτος προφήτης του αποικιακού αγώνα ενάντια λευκή ηγεμονία μέσα στο εσωτερικό του σοσιαλισμού, ο πρώτος που πρόβλεψε μια διάσπαση μεταξύ ευρωπαϊκού και ρώσικου κομμουνισμού και του Αποικιακού κομμουνισμού. Θα μπορούσε επίσης να είναι γνωστός ως αυτός που διακήρυξε πρώτος τη σημασία του μαρξιστικού εθνικισμού στις αποικιακές χώρες, καθώς και το διεθνές ενδιαφέρον για το σοσιαλισμό αυτών των εθνικών κινημάτων που δεν προβλέπουν την άμεση ολοκλήρωση του ταξικού πολέμου και την κοινωνικοποίηση. Ακόμα και ο ίδιος ο Μάο υιοθέτησε αυτή τη θέση στο Yenan. Το μέλλον χωρίς αμφιβολία θα βγάλει τη δική του ετυμηγορία σχετικά με τον πρώτο εκπρόσωπο του Τρίτου Κόσμου, στο πλαίσιο του κομμουνιστικού κινήματος. Σίγουρα δεν θα δυσκολευτεί να του αναγνωρίσει τον ρόλο του απόκληρου προφήτη.



1960



Μετάφραση: e la libertà

Πηγή: Maxime Rodinson, «Sultan Galiev - a forgotten precursor. Socialism and the National Question», Europe solidaire sans frontieres, 26 Οκτωβρίου 2006.



Σημειώσεις

i Βλ. Douglas Johnson, «Maxime Rodinson, Marxist historian of Islam», Guardian, Ιούνη 3, 2004.

ii Δείτε τη χρήσιμη υπόψη για την εξέλιξη της πολιτικής των Μπολσεβίκων ως προς την αυτοδιάθεση, βάσει του Λένιν στο E. H. Carr, The Bolshevik Revolution 1917-1923, τόμος 1, Penguin, 1977, Chapters 11-14, σσ. 292-435.

iii Carlotta Gall και Thomas De Waal, Chechnya, Pan, 1997, σελ. 21.

iv Βλ. M. Lewin, Lenin's Last Struggle, Pluto, 1975.

v N. Bukharin και E. Preobrazhensky, The ABC of Communism, Penguin, 1970, σελ. 248.

vi E. H. Carr, ο.π., σσ. 323, 329-30.

vii Ed. B. Pearce, Baku: Congress of the Peoples of the East, New Park, 1977, σσ. 23-36.

viii R. A. Rosenstone, Romantic Revolutionary, Penguin, 1982, σελ.378.

ix Pearce, ο.π., . σελ. 190.

1 Alexandre Bennigsen και Chantal Quelquejay, Les Mouvements Nationaux chez les Musulmans de Russie, 1: Le 'Sultangalievisme' au Tartarstan, Mouton, La Haye, 1960 (Documents et Temoignages, 3).

2 Στην πραγματικότητα, σε μία από τις ομιλίες στο Τέταρτο Συνέδριο της Κεντρικής Επιτροπής του Ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος, που αναφέρεται στους αγωνιστές που ήταν υπεύθυνοι για τις δημοκρατίες και τις εθνικές περιφέρειες, 9 - 12 Ιουνίου 1923. Βλ. I. V. Stalin,, Sotshineniya, Bk. V, Μόσχα, 1947, σσ. 301-312. Για σημαντικές λεπτομέρειες αυτής της διάσκεψης, η οποία ζήτησε να καταδικάσουν ειδικά τον Sultan Galiev, ο οποίος είχε συλληφθεί στα τέλη Απριλίου ή κάποια στιγμή το Μάιο, βλ. E. H. Carr, A History of Soviet Russia, τ.. IV, The Interregnum, Macmillan, Λονδίνο, 1960, σσ. 287-9. Οι Bennigsen και Quelquejay εκφράζουν ορισμένες επιφυλάξεις σχετικά με το απόσπασμα. Μια φωτογραφία των συμμετεχόντων στο Συνέδριο, το οποίο ήταν μόλις το τέταρτο, προκειμένου να υποβαθμιστεί η σημασία του, εμφανίζεται στην επίσημη Istoriya Kommunistitsheskoy partii Sovietskogo soyuza, Bk. IV /Ι, Μόσχα, 1970, σελ. 283. Το συνοδευτικό σχόλιο καθιστά σαφές ότι η καταδίκη του Sultan Galiev εξακολουθεί να υφίσταται στην επίσημη ιδεολογία, και πράγματι ενισχύεται από τις σύγχρονες θεωρήσεις.

3 Για παράδειγμα, Sariddine Aini, Boukhara, μεταφρασμένο από τα τατζικικά από τους S. Borodine και P. Korotkine, Gallimard, Παρίσι, 1956. Moukhtar Aouezov, La Jeunesse d' Abai, μεταφρασμένο από τα καζακικά από τους L. Sobolev και Α. Vitez, Gallimard, Παρίσι, 1959.

4 Όπως είπε κάποτε ο Τρότσκι. L. Trotsky, Stalin,, Hollis and Carter, Λονδίνο, 1947, σελ .417.

5 Walter Z. Laqueur, The Soviet Union and the Middle East, Routledge and Kegan Paul, Λονδίνο, 1959, σελ. 22.

6 «Summary of a discussion on the right of nations to self-determination [Περίληψη της συζήτησης για το δικαίωμα των εθνών στην αυτοδιάθεση]» στο V. I. Lenin, Critical Remarks on the National Question ριτικές παρατηρήσεις για το εθνικό ζήτημα], Collected Works, τόμ. 20, σ.1-34 (4η ρωσική έκδ.). Για μια ανάλυση για το πώς εξελίχθηκε η θέση του Λένιν, πού διέφερε από του Στάλιν και πώς το πρόβλημα εκδηλώνεται στη Σοβιετική Ένωση σήμερα, βλ. Η. Carrere d' Encausse, «Unite et proletarienne nationale diversite, Lenine et la Theorie de l'autodetermination» στο Revue Francaise de Science Politique, τόμ.. XXI, Αρ. 2, σσ. 221-255.

7 Stalin, Marxism and the National Question.

8 Πιθανώς ελαχιστοποιώ το πρόβλημα. Βλ. Α. Bennigsen και C. Lemercier-Quelquejay, L'Islam en Union Sovietique, Payot, Παρίσι, 1968, για μια αντικειμενική περιγραφή.

9 Παρατηρήσεις για το «Εθνικότητες και αυτονομία»· βλ. Marxist Quarterly, Οκτώβριος 1956, σελ. 255. «National apparatuses [εθνικός μηχανισμός]» αναφέρεται στο μηχανισμό των μη ρωσικών Κομμουνιστικών Κομμάτων της Ένωσης.


ΠΗΓΗ: elaliberta

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου