Σε αυτό το βιβλίο η ψυχίατρος Κατερίνα Μάτσα* κάνει μια κατάδυση στον
ψυχικό κόσμο των εξαρτημένων από ναρκωτικές ουσίες ανθρώπων. Ο λόγος της
ουσιαστικός, περιεκτικός, αγγίζει με ευαισθησία τις ρίζες αυτού του
μεγάλου προβλήματος: «H χρήση των ναρκωτικών για όλα αυτά τα νέα
παιδιά, που περιφέρουν την δυστυχισμένη τους ύπαρξη σε δρόμους και
πλατείες, γίνεται ένα παιχνίδι ρώσικης ρουλέτας, μια διαρκής αναμέτρηση
με το θάνατο. Αναζητούν απελπισμένα τη δόση τους, γνωρίζοντας ότι κάθε
δόση μπορεί να είναι η μοιραία δόση. Επιμένουν όχι από ευχαρίστηση, όπως
πιστεύουν πολλοί, αλλά από ανάγκη. Η ίδια ή εξάρτηση δεν είναι παρά
ένας τυραννικός καταναγκασμός πού μετατρέπει τη ζωή τους σε κόλαση. Ο
θάνατος κυριαρχεί στην ψυχική σκηνή. Σφραγίζει την καθημερινότητα της
ζωής τους, γιατί έχει ήδη σφραγίσει από πριν τον εσωτερικό ψυχικό τους
κόσμο. Μέσα σ' αυτόν βρίσκεται, συχνά, κλεισμένος ένας αγαπημένος νεκρός
που δεν μπόρεσαν να πενθήσουν, εγκιβωτισμένος σε μια «κρύπτη» στο
εσωτερικό του Εγώ. Το πένθος αυτού του νεκρού ήταν ανέφικτο μέσα στις
συνθήκες πού συντελέστηκε η μεγάλη απώλεια...»
«Η έναρξη της χρήσης των ναρκωτικών τοποθετείται, συνήθως, μετά
την τραυματική εμπειρία του θανάτου του αγαπημένου προσώπου, το ανέφικτο
πένθος και τη δημιουργία της κρύπτης. Βαθύτερη επιδίωξη αυτού του
άνθρωπου, στην ηλικία της εφηβείας συνήθως, είναι να βάλει τα ναρκωτικά
στην θέση αυτού πού έχει χάσει οριστικά, της ανεπανόρθωτης απώλειας, την
οποία αρνείται ολοκληρωτικά».
«Στις περιπτώσεις που υπάρχουν βαθιά ελλείμματα στον ψυχισμό του
ατόμου και συνθήκες κρίσης στο οικογενειακό και στο κοινωνικό
περιβάλλον, τότε το πέρασμα προς τη ζωή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί
ικανοποιητικά για το άτομο και το παιχνίδι με το θάνατο γίνεται τρόπος
ζωής, που μπορεί να πάρει τη μορφή της τοξικομανίας
Οι ναρκομανείς «κρύβουν την τρομακτική τους ανασφάλεια πίσω από την επίδειξη της –φαντασιωσικής- παντοδυναμίας που δίνουν τα ναρκωτικά».
Η τοξικομανία παρουσιάζεται ως παθολογία του σύγχρονου πολιτισμού.
Δεν σχετίζεται μόνο με προσωπικά προβλήματα, αλλά με την κρίση μιας
ολόκληρης κοινωνίας. Καλλιεργείται μέσα στην «κουλτούρα της
μελαγχολίας». Η κοινωνία προσπαθεί να αποφύγει την κατάθλιψη της
απώλειας, δεν αφήνει τους ανθρώπους να ζήσουν και να καταπιούν τον πόνο
τους για τον εκλιπόντα. Το πένθος που δεν κάνει τον κύκλο του, ωστόσο,
γεννά καρκίνους, καταθλίψεις, καρδιοπάθειες, οδηγεί στη χρήση ουσιών. Ο
θάνατος, λοιπόν, σφραγίζει την καθημερινότητα της μίζερης ζωής των
τοξικομανών γιατί έχει ήδη σφραγίσει, από πριν, τον εσωτερικό ψυχικό
τους κόσμο. Μέσα σ’ αυτόν βρίσκεται, συχνά, γράφει η συγγραφέας,
κλεισμένος ένας αγαπημένος νεκρός που δεν μπόρεσαν να τον πενθήσουν,
εγκιβωτισμένος σε μία «κρύπτη» στο εσωτερικό του Εγώ.Το πένθος αυτού του
νεκρού ήταν ανέφικτο μέσα στις συνθήκες που συντελέστηκε η μεγάλη
απώλεια. Αυτός ο ψυχικός τραυματισμός, που δεν έγινε δυνατό να
μεταβολιστεί ψυχικά, μπορεί να συνδέεται με προσωπικά βιώματα, μπορεί
όμως και να μεταδόθηκε από προηγούμενες γενιές και να αφορά συλλογικές
εμπειρίες (της κοινότητας, του έθνους, της κουλτούρας στην οποία ανήκει η
οικογένεια του συγκεκριμένου ατόμου). Αυτό το τραύμα διαμορφώνει με
πολύπλοκο και κρυπτικό, συνήθως, τρόπο τα δυναμικά της ψυχικής ζωής του
ίδιου αλλά και της οικογένειάς του: «Από τις αρχές του 19ου αιώνα
μέχρι και σήμερα, οι δημογραφικές μεταβολές, η βιομηχανική επανάσταση
και η πρόοδος της Ιατρικής άλλαξαν τη στάση των ανθρώπων απέναντι στο
θάνατο. Ο θάνατος καθενός, καθώς και ο θάνατος των οικείων του,
εσωτερικεύεται, απωθείται και εκδιώκεται από την καθημερινότητά του. Η
απώλεια ενός οικείου και ο χρόνος του πένθους δεν αποτελούν πλέον μια
εμπειρία στην οποία συμμετέχει και το κοινωνικό σώμα. Αυτό που κυριαρχεί
σε κοινωνικό επίπεδο είναι η απώθηση του θανάτου μέσα σε συνθήκες
ακραίας εξατομίκευσης... Ο βαθμός της απώθησης του πένθους σε κοινωνικό
επίπεδο αποτελεί δείκτη του βαθμού αποξένωσης των ανθρώπων, μέτρο της
κοινωνικής αλλοτρίωσης... Μέσα στις συνθήκες που ορίζονται από την
κυρίαρχη σήμερα ιδεολογία του ατομικισμού διαμορφώνεται ο ψυχισμός της
νέας γενιάς, της γενιάς «χωρίς μέλλον» (generation “no future”) και
εμφανίζεται πολύμορφα η αδυναμία της, σε συλλογικό επίπεδο, να
επιτελέσει το πένθος της για ένα καλύτερο μέλλον, που δικαιούται, αλλά
της το στερούν... Το αδύνατο πένθος των νέων της εποχής μας γίνεται έτσι
ένας από τους παράγοντες που πυροδοτούν, σε τόσο μεγάλη έκταση, τις
αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές τους. Πίσω από αυτή την αδυναμία του
μέσου ανθρώπου της εποχής μας να αποδεχτεί το θάνατο και να μιλήσει
ανοιχτά για αυτόν, βρίσκεται η αδυναμία του να πενθήσει τους νεκρούς
του. Βρίσκεται η ανικανότητά του να επεξεργαστεί ψυχικά τον τραυματισμό
της απώλειας και να τον επουλώσει. Βρίσκεται μια βαθιά ελλειμματική
λειτουργία συμβολοποίησης και μετουσίωσης. Γι’ αυτό δεν αντέχει τον
ψυχικό πόνο και προσπαθεί με κάθε τρόπο να τον ναρκώνει».
«Στην καρδιά της ορθολογικότητας της δικιάς μας κουλτούρας», γράφει η Κατερίνα Μάτσα, βρίσκεται
ένας αποκλεισμός, που προηγείται οποιουδήποτε άλλου, πιο ριζικός από
τον αποκλεισμό των τρελών, των παιδιών ή των κατώτερων φυλών, ένας
αποκλεισμός που προηγείται όλων αυτών και χρησιμεύει ως πρότυπό τους, ο
αποκλεισμός του νεκρού και του θανάτου. Η τοξικομανία δεν είναι χρόνια
και ανίατη νόσος, αλλά μία «παράδοξη στρατηγική επιβίωσης» των ευάλωτων
και ανασφαλών ατόμων όλων των τάξεων και η κρίση έχει αυξήσει τη διάδοση
όλων των ουσιών. Νόμιμων και παράνομων».
Η Μάτσα στέκεται ιδιαιτέρως στο γεγονός ότι η τοξικομανία δεν είναι
νόσος, και μάλιστα χρόνια και υποτροπιάζουσα, όπως αναφέρεται συχνά,
αλλά ο χαρακτηρισμός αυτός, η «ιατρικοποίηση» δηλαδή του κοινωνικού
φαινομένου, έχει ξεκάθαρους πολιτικοκοινωνικούς στόχους. Τέτοιοι είναι ο
δια βίου στιγματισμός των χρηστών (ανίατοι ασθενείς), ο έλεγχος και ο
περιορισμός τους, η αποενεχοποίηση του κράτους και της κοινωνίας και η
αύξηση των κερδών των φαρμακοβιομηχανιών. Το καπιταλιστικό σύστημα
παράγει αποκλεισμούς και αποκλεισμένους ανθρώπους, υποστηρίζει η
συγγραφέας. Αυτή η παραγωγή είναι μαζική. Όλο και πιο μεγάλες κατηγορίες
ανθρώπων ανήκουν στους κοινωνικά αποκλεισμένους. Ο χρήστης, λοιπόν,
αφού δεν είναι χρόνιος και ανίατος ασθενής μπορεί να θεραπευτεί. Αυτό
απαιτεί προγράμματα που δεν χρησιμοποιούν υποκατάστατα, δημόσια και
δωρεάν. Τα προγράμματα αυτά μέσα από ψυχοθεραπευτικές συνεδρίες,
οικογενειακή στήριξη και τη συμβολή της τέχνης, βοηθούν τον άνθρωπο να
επανενταχθεί στην κοινωνία με τους δικούς του όρους.
* Η Κατερίνα Μάτσα ήταν η επιστημονική υπεύθυνη του 18ΑΝΩ. Είναι επίσης υπεύθυνη έκδοσης του ιστορικού, ψυχιατρικού περιοδικού «Τετράδια Ψυχιατρικής» που εκδίδεται από το 1984 μέχρι σήμερα. Ανήκει στη γενιά των λειτουργών ψυχικής υγείας, που αγωνίστηκαν ενάντια στην βαρβαρότητα του θεσμού του ψυχιατρικού ασύλου και εξακολουθούν να δίνουν τη μάχη για μια χειραφετητική Ψυχιατρική και ενάντια στη φιλελεύθερη κατεδάφιση του δημόσιου συστήματος υγείας και ψυχικής υγείας. Μετά τη συνταξιοδότησή της από το ΕΣΥ, το 2013, συμμετέχει στο συλλογικό έργο που προσφέρουν τα ιατρεία Κοινωνικής Αλληλεγγύης, ως μια μορφή αντίστασης στην ανθρωπιστική καταστροφή. Ως ψυχίατρος δίνει τη μάχη για να χειραφετηθούν οι άνθρωποι από τις ουσίες και αυτή η χειραφέτηση τονίζει ότι συνδέεται με την κοινωνική χειραφέτηση.
πηγή:artinews
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου