Φωτ.: Βασίλης Μαθιουδάκης
«Οσο υπάρχουν παιδιά που πεινούν, Θεός δεν υπάρχει».
Η φράση από τους «Αδερφοφάδες» του Καζαντζάκη απέκτησε μια νέα
διαδικτυακή ζωή, όταν τη χρησιμοποίησε πρόσφατα δημοφιλής
τηλε-παρουσιαστής.
«Σοκ, ακούστε τι είπε!», αναφώνησε το χριστεπώνυμο διαδικτυακό
πλήρωμα, που σοκάρεται πιο συχνά απ' όσο κλικάρει στο ποντίκι του.
Η ίδια λέξη-κλισέ, με κεφαλαία γράμματα και θαυμαστικά, συνοδεύει τις ειδήσεις για υποσιτισμένα παιδιά: «Σοκ!!!
Μαθητές λιποθυμούν από την πείνα στο/στην... » και πλάι η πόλη, όπου
αναφέρθηκαν τα τελευταία κρούσματα ή στατιστικά στοιχεία.
Στην πραγματικότητα όλα αυτά έχουν πάψει από καιρό να μας σοκάρουν.
Το τελευταίο... στιγμιαίο σοκ ήταν πριν από λίγες μέρες, όταν ο
γενικός γραμματέας Πρόνοιας, Δημήτρης Καρέλλας, δήλωσε ότι 200.000
μαθητές δημοτικού, ο ένας στους τρεις δηλαδή, κινδυνεύουν από
υποσιτισμό.
Νηστικοί για ύπνο
«Επισιτιστική ανασφάλεια» είναι ένας επιστημονικός
όρος που μέχρι πριν από λίγα χρόνια ήταν άγνωστος στην Ελλάδα, όπως και
το να υπάρχουν παιδιά που πηγαίνουν νηστικά για ύπνο το βράδυ.
Με απλά λόγια, ο όρος σημαίνει ότι η οικογένεια δυσκολεύεται να θρέψει σωστά τα παιδιά της.
Κι είναι τρομακτικά πια πολλές αυτές οι οικογένειες: μία στις δύο στις πιο φτωχές περιοχές της χώρας.
Αναμενόμενο, όταν πλέον ένας στους τρεις μαθητές ζει κάτω από το όριο της φτώχειας.
Οταν τον Οκτώβριο του 2011 ο σύλλογος εκπαιδευτικών Α' Αθήνας
καταγγέλλει για πρώτη φορά κρούσματα υποσιτισμού και λιποθυμικά
επεισόδια μαθητών από ασιτία, η τότε υπουργός Παιδείας, Αννα
Διαμαντοπούλου, κατήγγειλε κι αυτή με τη σειρά της αυτούς που
«καταφεύγουν μέσω των ΜΜΕ και στο έσχατο μέσο της λαϊκίστικης
προπαγάνδας, χωρίς να διστάζουν να χρησιμοποιήσουν ακόμη και τους ίδιους
τους μαθητές».
Δύο μήνες και μια τρικομματική κυβέρνηση αργότερα, αφού οι αναφορές
για υποσιτισμένα παιδιά πολλαπλασιάζονται και έρχονται από όλη την
Ελλάδα από εκπαιδευτικούς, συλλόγους γονέων, αυτοδιοικητικούς φορείς και
διευθυντές πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης από την Κρήτη ώς το Μεσολόγγι και
από τα Τρίκαλα ώς την Ξάνθη, το υπουργείο Παιδείας παραδέχεται ότι οι
πεινασμένοι μαθητές δεν είναι οφθαλμαπάτη ούτε λαϊκισμός, αλλά υπαρκτό
φαινόμενο που αφορά τουλάχιστον 100 σχολεία και 25.000 σχολιαρόπαιδα.
Θεωρία και πράξη
Ετσι, εξαγγέλλεται φιλόδοξο πρόγραμμα μικρογευμάτων και κουπονιών για 300 σχολεία στις περίφημες «Ζώνες Εκπαιδευτικής Προτεραιότητας», που αφορούν σχολεία σε υποβαθμισμένες περιοχές με υψηλούς δείκτες φτώχειας και μαθητικής διαρροής.
Στην πράξη, τα συσσίτια-μικρογεύματα θα φτάσουν σε ελάχιστα σχολεία
στο κέντρο της Αθήνας, κι αυτό, ενώ η σχολική χρονιά πλησιάζει προς το
τέλος της.
Σε αντίθεση με το βραδυκίνητο κράτος, οι σχολικές κοινότητες
αυτο-οργανώνονται, με δίκτυα αλληλεγγύης εκπαιδευτικών, γονέων και
κατοίκων.
Το δημοτικό βρεφοκομείο Αθήνας ξεκινά τη διανομή μερίδων φαγητού,
επιλεκτικά και σε συνεννόηση με τους διευθυντές σχολείων που
υποδεικνύουν πόσες χρειάζονται.
Ως το τέλος της σχολικής χρονιάς οι μερίδες που μοιράζονται θα ξεπεράσουν τις 250.
Την άνοιξη του 2012 κάνουν την εμφάνισή τους και τα πρώτα «πιλοτικά»
προγράμματα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, με βασικότερο το πρόγραμμα «Διατροφή» του Ινστιτούτου Prolepsis.
Τις χρονιές που ακολουθούν, τα συσσίτια της ανάγκης πολλαπλασιάζονται, όπως και οι αιτήσεις για ένταξη στο πρόγραμμα σίτισης.
Οι 250 μερίδες του βρεφοκομείου Αθήνας γίνονται 500 και τη σχολική χρονιά 2013-2014 ξεπερνούν τις 1.200.
Είναι η τελευταία χρονιά που θα μοιραστεί ζεστό φαγητό σε δημοτικά
σχολεία του κέντρου της Αθήνας, μολονότι ήδη το 2014 οι αιτήσεις
πλησιάζουν τις 1.800.
Η αιτία δεν είναι η έλλειψη πόρων, αλλά γραφειοκρατικά κωλύματα
εξαιτίας της αλλαγής στις προμήθειες, που γίνονται πλέον μέσα από
διεθνείς διαγωνισμούς.
Οι προμηθευτές προβάλλουν συνεχώς ενστάσεις, μπλοκάροντας τους
διαγωνισμούς, και τα μαγειρεία του δήμου ξεμένουν από πρώτες ύλες.
Την περσινή χρονιά μετ' εμποδίων καλύπτονταν οι ανάγκες σίτισης των
4.500 νηπίων και βρεφών, που κι αυτά υποβάλλονται σε μενού λιτότητας,
αφού υπάρχουν βασικές ελλείψεις σε κρέας, φρούτα, λάδι.
Σύλλογοι εκπαιδευτικών και γονείς κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, με
αποκορύφωμα παρέμβαση στο δημοτικό συμβούλιο του Δήμου Αθηναίων τον
Φεβρουάριο, όπου ο δήμαρχος δεσμεύεται δημόσια ότι «το πρόβλημα θα λυθεί σε μία εβδομάδα».
Κοντεύει ένας χρόνος από τότε και στα δημοτικά δεν έφτασε ούτε ψίχουλο.
Πάντως οι τελευταίες πληροφορίες αναφέρουν ότι οι διαγωνισμοί έχουν
σχεδόν ολοκληρωθεί και από τις αρχές του 2016 μπορεί να ξαναρχίσει η
διανομή μερίδων στα δημοτικά σχολεία.
Εκεí όπου δεν φτάνουν οι χορηγοί...
«Από φέτος που τελείωσε το πρόγραμμα του Ινστιτούτου, που έδινε σε
όλους τους μαθητές ένα πολύ ισορροπημένο διατροφικά και θρεπτικό
κολατσιό, τα παιδιά φέρνουν πάλι το κρουασάν των 30 λεπτών από το
σουπερμάρκετ.
Τρόφιμα χαμηλής διατροφικής αξίας και χαμηλής τιμής», διαπιστώνει ο Λεωνίδας Νίκας, διευθυντής σχολείου στον Πειραιά.
Το σχολείο του είχε ενταχθεί για δύο χρόνια στο πρόγραμμα «Διατροφή»
του Ινστιτούτου Prolepsis, υπό την αιγίδα του υπουργείου Παιδείας, με
βασικό χορηγό το Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος.
Το σχολείο του Λεωνίδα Νίκα δεν ήταν φέτος... τυχερό: από τα 2.032
σχολεία από όλη την Ελλάδα που έκαναν αίτηση, μόλις 110 κατάφεραν να
ενταχθούν, από τα 220 που ήταν πέρυσι, με 7.000 από 26.000 μαθητές
αντίστοιχα.
Οπως μας εξηγεί ο διευθυντής έρευνας του Προγράμματος «Διατροφή»,
Θανάσης Πετραλιάς, τα σχολεία μειώθηκαν, παρά τον διπλασιασμό των
αιτήσεων, εξαιτίας δυσκολιών στη χρηματοδότηση.
Οι υπεύθυνοι του προγράμματος αναζητούν συνεχώς χορηγούς, ώστε ώς το
τέλος της χρονιάς οι μαθητές που καλύπτονται να φτάσουν τα περσινά
επίπεδα.
Σε αυτή την κατεύθυνση κινείται το πρωτόκολλο συνεργασίας που
υπογράφηκε με τα υπουργεία Αγροτικής Ανάπτυξης και Παιδείας, με χορηγίες
σε είδος από ενώσεις αγελαδοτρόφων της βόρειας Ελλάδας, που προσφέρουν
100 λίτρα γάλακτος, βοηθώντας το κολατσιό να φτάσει σε άλλους 2.000
μαθητές σχολείων της Θεσσαλονίκης.
Δίκτυο αλληλεγγύης
Στο πειραιώτικο σχολείο, όπως και σε χιλιάδες άλλα, όπου δεν θα
φτάσουν ούτε φέτος οι χορηγοί, λειτουργεί σταθερά από το 2011 δίκτυο
αλληλεγγύης, από γονείς, εκπαιδευτικούς και κόσμο της γειτονιάς. «Βασική
μας αρχή, ότι δεν δεχόμαστε ποτέ χρήματα, μόνο είδη πρώτης ανάγκης ή
κουπόνια», μας λέει ο Λεωνίδας Νίκας. «Το κλίμα χειροτέρευσε δραματικά.
Βλέπαμε όλο και περισσότερα παιδιά να έρχονται χωρίς κολατσιό ή με κάτι
ελάχιστο και ευτελές ή στο ολοήμερο να τρώνε κάθε μέρα το ίδιο φαγητό,
π.χ. τρεις μέρες συνέχεια σπανακόρυζο».
Ακόμα κι έτσι, όταν «πριν από δύο χρόνια ένας μαθητής
παραπονέθηκε για πόνους στην κοιλιά, δεν μου φάνηκε περίεργο. Είναι
συνηθισμένο να πονάει η κοιλιά του παιδιού από ιώσεις. Αποκαλύφθηκε ότι
είχε να φάει τρεις μέρες. Τότε καταλάβαμε πόσο μεγάλη ανάγκη υπήρχε».
Το δημοτικό σχολείο που διευθύνει ο Σίμος Ζουρελίδης στο κέντρο της
Αθήνας ήταν από τα τυχερά. Με πρόσοψη καλυμμένη με όμορφες πολύχρωμες
τοιχογραφίες, είναι ένα χαρούμενο πολυεθνικό μελίσσι, σε μια περιοχή
γκρίζα και μουντή, με παιδιά από 18 χώρες.
Το σχολείο είναι ενταγμένο στο Πρόγραμμα Διατροφή για τρίτη χρονιά. Τι γινόταν πριν;
«Το 2012 είχαμε ζητήσει κάποιες μερίδες φαγητού από το Βρεφοκομείο
Αθηνών. Δεν είχανε ούτε τάπερ, μας έφερναν ένα τσουκάλι και σερβίραμε
εμείς οι δάσκαλοι με μια κουτάλα σε σκεύη που φέρναμε από το σπίτι μας.
Ασε, μας έκλεψαν δυο φορές και το τσουκάλι, δράμα», μας λέει ο
διευθυντής, περιγράφοντας με χιούμορ σκηνές που θυμίζουν ιταλικό
νεορεαλισμό.
«Ο διευθυντής πρέπει να έχει τις κεραίες του τεντωμένες σήμερα, γιατί
αλλιώς... Να, και κομπιούτερ παλιά ακόμα και χαλασμένα ζητάω, τα
επισκευάζω μόνος μου, για το μάθημα της πληροφορικής, αν έχετε να μας
φέρετε»...
«Ολοι το έχουμε ανάγκη»
Η 32χρονη Λιούμπη είναι μητέρα μαθήτριας της Α’ Δημοτικού. Η Λιούμπη
είναι άνεργη κι έτσι θεωρεί εξαιρετικά θετικό το γεγονός ότι δίνεται
κολατσιό σε όλους τους μαθητές του σχολείου:
Ολοι το έχουμε ανάγκη. Πολλοί μαθητές παίρνουν και για το σπίτι τους, αν περισσέψει κάτι, αν έχουν ένα αδερφάκι που πεινάει. Πριν ξεκινήσει το πρόγραμμα, αν είχε ο γονιός, έφερνε ένα κρουασάν στο διάλειμμα ή ένα τοστ. Το κρουασάν, όμως, και τα γαριδάκια δεν είναι φαγητό. Τώρα τρώνε υγιεινά.
Εχουν καθημερινά ένα γιαούρτι, ένα φρουτάκι, ένα σάντουιτς, πίνουν γάλα. Διαφορετικά, θα έπρεπε να δίνεις τουλάχιστον 50 ευρώ τον μήνα, για να ψωνίζεις κάτι κάθε μέρα...
Ενθουσιασμένη με το δωρεάν κολατσιό είναι η Χρύσα, μητέρα μαθήτριας της Γ’ Δημοτικού:
«Συμμαθητές του παιδιού μου από το άλλο σχολείο θέλουν να έρθουν
εδώ που έχει κολατσιό! Στη Λαμπρινή, μπορεί να έβλεπες το ένα παιδί με
i-phone και το άλλο δεν είχε να φάει. Οι ίδιοι οι δάσκαλοι ψώνιζαν από
το κυλικείο για τα παιδιά που δεν είχαν. Οσοι γονείς μπορούσαν, είτε
έδιναν λίγα παραπάνω χρήματα είτε έβαζαν περισσότερο φαγητό στα παιδιά
τους, για να δώσουν σε κάποιον συμμαθητή τους που είχε ανάγκη».
«Το φαγητό είναι ένας δείκτης φτώχειας», μας λέει ο Γιώργος, δάσκαλος εδώ και 24 χρόνια σε σχολείο της Β’ Πειραιά.
«Αλλος, είναι παιδιά που δεν είχαν ρεύμα στο σπίτι τους. Το
καταλαβαίναμε με μεγάλη δυσκολία στην αρχή, επειδή το έκρυβαν. Ενα παιδί
επί δυο μήνες ερχόταν αδιάβαστο, γιατί δεν είχε φως να διαβάσει
-γυρνούσε από τα αγγλικά στις 5 και είχε ήδη νυχτώσει τον χειμώνα.
»Φτώχεια δεν είναι μόνο ο υποσιτισμός: φαίνεται στα σχολικά είδη, στα
τετράδια που δεν αγοράζουν, στα τριμμένα ρούχα, στη συμμετοχή στις
σχολικές εκδρομές που είναι όλο και πιο μικρή, στα φροντιστήρια και τις
εξωσχολικές δραστηριότητας που τις σταματάνε…».
Τα φτωχότερα των φτωχών παιδιών, λέει η Unicef, είναι τα παιδιά των
μεταναστών και οι έφηβοι. Αν κάποια προγράμματα σίτισης φτάνουν, έστω σε
λίγα δημοτικά σχολεία, δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για τους μαθητές και
τις μαθήτριες Γυμνασίου και Λυκείου.
«Λες και, όταν πάει το παιδί στο Γυμνάσιο, σταματάει να πεινάει... Ε,
πόσο άλλο θα ψηλώσει πια, φτάνει...», λέει σαρκαστικά η Αννα, δασκάλα
σε σχολείο του κέντρου της Αθήνας.
Εδώ και χρόνια οι σύλλογοι εκπαιδευτικών, όπως και η Ομοσπονδία των
δασκάλων, διεκδικούν κρατικό πρόγραμμα σίτισης, αλλά και ιατρικής
περίθαλψης για όλα τα παιδιά.
«Εχουμε δίκτυα αλληλεγγύης, αλλά είναι αδύνατον να καλυφθούν οι
ανάγκες τόσων παιδιών με ρεφενέ από τους δασκάλους», λέει η Αννα.
«Τουλάχιστον να υπάρχει σίτιση με μερίδες ζεστού φαγητού για τα
παιδιά που ξέρουμε ότι έχουν ανάγκη, σε συνεργασία με τους δημοτικούς
παιδικούς σταθμούς και άλλες δημοτικές δομές».
Εκτάκτως...
«Σε έκτακτες συνθήκες απαιτούνται έκτακτα μέτρα», είπε ο υπουργός Εργασίας Γ. Κατρούγκαλος,
όταν μαζί με άλλους υπουργούς παρουσίασε πρόσφατα ως μάννα... εκ
χορηγού το δεκατιανό από εταιρεία «μικρογευμάτων» και προμηθευτές
μεγάλες εταιρείες, μεταξύ άλλων την πολυεθνική Κόκα-Κόλα 3Ε, που θα
διανέμεται για τρεις μήνες σε 11.000 μαθητές δημοτικών σχολείων της
Αθήνας (με την υπόσχεση ότι η χορηγία θα παραταθεί ώς το τέλος της
χρονιάς).
Η αναπληρώτρια υπουργός Κοινωνικής Αλληλεγγύης Θεανώ Φωτίου
επανέλαβε την εξαγγελία-στόχο να διανέμεται στο 30% των μαθητών
δημοτικού ένα ζεστό γεύμα, ξεκινώντας από την επόμενη σχολική χρονιά.
«Εμείς οι δάσκαλοι δεν φωνάζουμε ότι δεν θέλουμε χορηγούς, αλλά
δημόσια προγράμματα σίτισης και περίθαλψης, επειδή έχουμε κάποια
ιδεολογική αγκύλωση. Το πρόβλημα των χορηγών και των ιδιωτικών
πρωτοβουλιών είναι ότι δεν αρχίζουν με το ίδιο πρόβλημα και με τη λύση
του προβλήματος. Οταν σταματάει η ιδιωτική πρωτοβουλία, το πρόβλημα
εξακολουθεί να υπάρχει», λέει στην «Εφ.Συν.» ο Γιώργος, δάσκαλος και
συνδικαλιστής από τον Πειραιά.
Ο Γιώργος αναφέρεται στο πάγιο αίτημα δεκάδων συλλόγων εκπαιδευτικών,
αλλά και της ΔΟΕ που τέθηκε ξανά φέτος τον Νοέμβριο σε παρέμβαση στο
υπουργείο Εργασίας για τη φτωχοποίηση των μαθητών.
«Ούτε ένας μαθητής μας πεινασμένος - ούτε ένα παιδί χωρίς δωρεάν
ιατροφαρμακευτική περίθαλψη» ήταν το διπλό σύνθημα της κινητοποίησης που
διοργάνωσε συντονιστικό Συλλόγων Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης (συμμετέχουν
18 διδασκαλικοί σύλλογοι από όλη την Αττική και τοπικές ΕΛΜΕ ως
παρατηρητές).
Λάθος λογική
«Η λογική της φιλανθρωπίας, των χορηγών και των δωρεών, της
ενεργοποίησης μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων -δηλαδή των κύριων ενόχων
για τη φτωχοποίηση των μαθητών- αποτελεί μια ευκαιριακή και περιστασιακή
πολιτική που δεν έχει κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα.
»Αντίθετα, η σοβαρή αντιμετώπιση της φτωχοποίησης των μαθητών, με
πρόγραμμα και μέτρα που θα έχουν συνέπεια και συνέχεια σε βάθος χρόνου,
απαιτεί δημόσιους πόρους και δημόσιες δομές», σημείωσαν οι εκπαιδευτικοί
μετά τη συνάντηση με την αναπληρώτρια υπουργό Θεανώ Φωτίου.
Η Αννα γίνεται πιο συγκεκριμένη:
«Δεν μπορεί, για παράδειγμα, η Κόκα Κολα 3 ΕΨΙΛΟΝ, που κλείνει τα
εργοστάσιά της, έχει απολύσει τους γονείς τόσων παιδιών, να λέει ότι
δίνει στα παιδιά των ανέργων ένα κουλούρι και έναν χυμό. Δεν είναι
δυνατόν από τη μία να καταδικάζεις τους γονείς των παιδιών στην ανέχεια
και να λες “θα σου δώσω ένα πιάτο φαΐ” από την άλλη. Το πρόβλημα θα
εντείνεται όσο συνεχίζονται οι μνημονιακές πολιτικές. Ούτε είναι λύση οι
φιλανθρωπίες που θυμίζουν άλλες εποχές. Εκεί θέλουν να μας γυρίσουν,
στις παιδουπόλεις της Φρειδερίκης; Σε τρεις μήνες το πρόγραμμα
τελειώνει. Αυτό σημαίνει ότι θα έχει λήξει και το πρόβλημα των παιδιών;
Οχι».
Οι δάσκαλοι δεν λένε κάτι πολύ διαφορετικό από θέσεις που υποστήριζε ο
ΣΥΡΙΖΑ πριν γίνει κυβέρνηση, καταγγέλλοντας τη διείσδυση χορηγών στα
σχολεία, ότι «χτίζουν το “νέο” μεταμοντέρνο σχολείο της αγοράς στα
ερείπια του δημόσιου δωρεάν σχολείου» (Γ. Αμανατίδης, βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ,
Ιούλιος 2014) και ότι «νομιμοποιούν τις νεοφιλελεύθερες μνημονιακές
πολιτικές και ανοίγουν την κερκόπορτα για την είσοδο ιδιωτών και
πολυεθνικών εταιρειών στον ευαίσθητο τομέα του σχολείου» («Αυγή»,
Οκτώβριος 2014).
Ινστιτούτο PROLEPSIS: Και λίγη και κακή η διατροφή
Η χώρα μας καταλαμβάνει την πρώτη θέση μεταξύ των 27 της Ε.Ε. στην παιδική παχυσαρκία, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Prolepsis.
Οι ανθυγιεινές διατροφικές συνήθειες οφείλονται όχι τόσο σε στρεβλές καταναλωτικές συνήθειες αλλά στη διατροφική φτώχεια.
Το ποσοστό υπέρβαρων αγοριών φτάνει το 44,4% και κοριτσιών το 37,7%,
σχεδόν ένας στους δέκα μαθητές που συμμετέχουν στο πρόγραμμα έχει βάρος
χαμηλότερο από το φυσιολογικό (11%), ενώ σχεδόν τρεις στους δέκα μαθητές
που συμμετέχουν στο πρόγραμμα είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι (32%).
Τα παραπάνω στοιχεία επιβεβαιώνει και η πανευρωπαϊκή έρευνα COSI που διεξήγαγε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας.
Στην έρευνα συμμετείχαν 5.682 μαθητές από περίπου 500 σχολεία ανά την
επικράτεια που αποτέλεσαν το δείγμα της έρευνας στην Ελλάδα, και τα
στοιχεία που προέκυψαν ήταν απογοητευτικά.
Πιο συγκεκριμένα, το 48% των 7χρονων και το 54% των 9χρονων μαθητών
Β’ και Δ’ Δημοτικού, αντιστοίχως, ζύγιζαν περισσότερο από το κανονικό.
Πώς η πείνα συμβαδίζει με την εικόνα των ελληνόπουλων ως των πλέον παχύσαρκων παιδιών της Ευρώπης;
Σε περίοδο οικονομικής κρίσης ενθαρρύνονται οι ανθυγιεινές
διατροφικές συνήθειες: οι άνθρωποι καταφεύγουν σε πολύ κακής ποιότητας
τρόφιμα, υψηλά σε υδατάνθρακες, χωρίς θρεπτικές ουσίες
Ή, επειδή μπορεί να πεινάνε όλη την ημέρα, όταν τελικά βρίσκουν
φαγητό, τρώνε ανεξέλεγκτα. Η στέρηση ακολουθείται από υπερφαγία κι αυτό
αυξάνει την παχυσαρκία.
Παιδική πείνα και ΜΜΕ: Μεταξύ κιτρινισμού και νεοφιλελεύθερων «αστικών μύθων»
Η παιδική φτωχοποίηση, όπως αποτυπώνεται στα ΜΜΕ, ειδικά όταν αφορά
το φαινόμενο και του υποσιτισμού, δύσκολα ξεφεύγει από τις συμπληγάδες
της κιτρινορόζ δημοσιογραφίας από τη μία, που ζουμάρει στην ανθρώπινη
δυστυχία σαν το κοράκι που ορμά στη λαβωμένη σάρκα, και της
νεοφιλελεύθερης σοβαροφάνειας από την άλλη, που υψώνει υποτιμητικά το
φρύδι σε αυτά που θεωρεί «λαϊκισμό» και «συγκινησιακή προπαγάνδα».
Ο αρθρογράφος της «Καθημερινής» Πάσχος Μανδραβέλης
είχε υποστηρίξει δημόσια ότι οι λιποθυμίες παιδιών από την πείνα δεν
είναι παρά «αστικός μύθος», αμφισβητώντας τις επώνυμες μαρτυρίες
δασκάλων, που δεν φρόντισαν να τραβήξουν σέλφι με τα πεινασμένα παιδιά
για να υποστηρίξουν την αλήθεια των λόγων τους.
Για τους γαλαζοαίματους επιφυλλιδογράφους, που καθόλου τυχαία
υποστηρίζουν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, είναι πιο εξοργιστικό να
μιλάς για τις λιποθυμίες μαθητών καταγγέλλοντας τα μνημονιακά μέτρα
λιτότητας, παρά το ίδιο το φαινόμενο της επισιτιστικής ανασφάλειας.
Ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά νιώθουν συχνά ότι βρίσκονται οι γονείς
και οι δάσκαλοι, που δεν διστάζουν να μιλήσουν ανοιχτά για όσα βλέπουν
στις τάξεις τους:
«Οταν το 2011 πρωτομιλήσαμε για παιδιά που πεινάνε στα δημοτικά
σχολεία, και, ναι, είχαμε και λιποθυμίες σε σχολεία του κέντρου, εκτός
από την εξαιρετικά εχθρική αντιμετώπιση από την τότε υπουργό Παιδείας,
που μας κατηγόρησε από το ότι είμαστε λαϊκιστές μέχρι ότι υποσκάπτουμε
την ομαλή λειτουργία του σχολείου, από την άλλη βρεθήκαμε να μας
κυνηγάνε πολύ πιεστικά δημοσιογράφοι, όχι επειδή θέλανε να αναδείξουν
συνολικά το ζήτημα, αλλά επειδή διψούσαν για θέαμα.
»Αυτό έκτοτε συμβαίνει σταθερά, μετά από κάθε δημόσια παρέμβαση
των συλλόγων μας για το ζήτημα της παιδικής φτωχοποίησης, που μιλάμε και
για τους υποσιτισμένους μαθητές. Μου έχει συμβεί να μου τηλεφωνούν από
τα κανάλια και να λένε “εσείς δεν είστε δασκάλα στο σχολείο τάδε που
πεινάνε; Ερχομαι, τώρα είμαι απ’ έξω με την κάμερα...”», μας λέει η
Αννα, μάχιμη εκπαιδευτικός και συνδικαλίστρια, που ένας από τους λόγους
που δεν μιλάει επώνυμα είναι ακριβώς, επειδή θέλει να προστατεύσει τους
μαθητές της από τους δημοσιογράφους-παπαράτσι της φτώχειας.
«Ενας άλλος είχε πάει από το σχολείο τού Μ. (σ.σ. σχολείο όπου
διδάσκει εκπαιδευτικός που έχει καταγγείλει επώνυμα τα φαινόμενα
υποσιτισμού) και έψαχνε για παιδιά που λιποθυμάνε από την πείνα. Το
ζήτημα δεν είναι να βγάλουμε στα κανάλια τα παιδιά που πεινάνε και να
λέμε “κοιτάξτε τα φτωχά παιδάκια”. Το ζήτημα είναι να λύσουμε ένα
πρόβλημα που είναι ευρύτερο και αφορά γενικότερα τη φτωχοποίηση των
μαθητών».
πηγή:efsyn
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου