του Paul Walsh*
Δεξιοί διαδηλωτές ανεμίζουν γαλλικές και ισραηλινές σημαίες και υψώνουν πρόχειρα πανό με συνθήματα που αναφέρονται (στην καθαρότητα) του αίματος και του γερμανικού λαού. Απέναντί τους, πίσω από μεταλλικά κιγκλιδώματα, αντιφασίστες φωνάζουν: «Kein Mensch ist illegal! Bleiberecht überall!» «Κανένας άνθρωπος δεν είναι παράνομος! Δικαίωμα παραμονής για όλους!».
Μια ομάδα αστυνομικών και είκοσι μέτρα ασφάλτου χωρίζουν τις δύο πλευρές.
Βερολίνο, Νοέμβρης 2015
Καθώς οι διαιρέσεις βαθαίνουν, οι πολίτες ανησυχούν με την αύξηση των ακροδεξιών κινητοποιήσεων και την αδράνεια της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει το πρόβλημα από τη ρίζα του.
Όμως, αυτή δεν είναι προσφυγική κρίση.
Η Pegida είναι ένα αρκτικόλεξο που σημαίνει Ευρωπαίοι Πατριώτες Ενάντια στην Ισλαμοποίηση της Δύσης (Patriotische Europäer Gegen die Islamisierung des Abendlandes). Είναι μια έννοια που κλιμακώνεται όπως το ξεκίνημα της Σίλικον Βάλεϊ[2] . Αν αλλάξετε το πρώτο γράμμα, έχετε τη Legida στη Λειψία, τη Bärgida στο Βερολίνο και το εύστοχο όνομα Thügida στη Θουριγγία. Στο Ντίσελντορφ έχετε τη Düdida, η οποία, σε περίπτωση που επαναληφθεί, φτιάχνει μια πιασάρικη μελωδία: Ντιντιντά-Ντινταντιντιντά.
Οι διαδηλώσεις της Pegida στην ανατολικογερμανική πόλη Δρέσδη κορυφώθηκαν στις αρχές του έτους όταν 25.000 άνθρωποι διαδήλωσαν στις 12 Ιανουαρίου με πανό που έγραφαν «Χθες το Παρίσι, αύριο το Βερολίνο» αναφερόμενοι στις επιθέσεις κατά του Charlie Hebdo[3] . Αλλά μόλις εξαπλώθηκαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης φωτογραφίες του ηγέτη της Λουτζ Μπάχμαν με μουστάκι όπως του Χίτλερ, η Pegida έχασε την ορμή της.
Η «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (Alternative für Deutschland ή AFD) είναι άλλος ένας ακροδεξιός υποψήφιος. Ο ηγέτης της, ο Μπγιορν Χόκε, υποσχέθηκε πρόσφατα «χίλια χρόνια Γερμανίας!» αν και παραμένει αδιευκρίνιστο πώς η προοπτική μιας χιλιετίας από οτιδήποτε θα μπορούσε να διεγείρει ένα ολόκληρο έθνος.
Η πιο ακραία ακροδεξιά ομάδα είναι το Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα (Nationaldemokratische Partei Deutschlands ή NPD), το οποίο η γερμανική κυβέρνηση προσπάθησε χωρίς επιτυχία να το απαγορεύσει το 2003 και το 2011.
Αν και θεωρείται «μια απειλή για τη συνταγματική τάξη», το κόμμα, επειδή έχει έδρες στην τοπική κυβέρνηση, εισπράττει τα χρήματα των φορολογουμένων τα οποία του επιτρέπουν να οργανώνει και να διεξάγει, για παράδειγμα, ένα συνέδριο του κόμματος. Στις ΗΠΑ, το ισοδύναμο αυτής της ενέργειας θα ήταν αν η ομοσπονδιακή κυβέρνηση χρηματοδοτούσε την Κου Κλουξ Κλαν και της έδινε μια ζεστή φιλόξενη γωνιά για να ράβει τις κουκούλες της.
Η ακροδεξιά σε άνοδο
Οι διαδηλώσεις της Pegida στην ανατολικογερμανική πόλη Δρέσδη κορυφώθηκαν στις αρχές του έτους όταν 25.000 άνθρωποι διαδήλωσαν στις 12 Ιανουαρίου με πανό που έγραφαν «Χθες το Παρίσι, αύριο το Βερολίνο» αναφερόμενοι στις επιθέσεις κατά του Charlie Hebdo[3] . Αλλά μόλις εξαπλώθηκαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης φωτογραφίες του ηγέτη της Λουτζ Μπάχμαν με μουστάκι όπως του Χίτλερ, η Pegida έχασε την ορμή της.
Η «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (Alternative für Deutschland ή AFD) είναι άλλος ένας ακροδεξιός υποψήφιος. Ο ηγέτης της, ο Μπγιορν Χόκε, υποσχέθηκε πρόσφατα «χίλια χρόνια Γερμανίας!» αν και παραμένει αδιευκρίνιστο πώς η προοπτική μιας χιλιετίας από οτιδήποτε θα μπορούσε να διεγείρει ένα ολόκληρο έθνος.
Η πιο ακραία ακροδεξιά ομάδα είναι το Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα (Nationaldemokratische Partei Deutschlands ή NPD), το οποίο η γερμανική κυβέρνηση προσπάθησε χωρίς επιτυχία να το απαγορεύσει το 2003 και το 2011.
Αν και θεωρείται «μια απειλή για τη συνταγματική τάξη», το κόμμα, επειδή έχει έδρες στην τοπική κυβέρνηση, εισπράττει τα χρήματα των φορολογουμένων τα οποία του επιτρέπουν να οργανώνει και να διεξάγει, για παράδειγμα, ένα συνέδριο του κόμματος. Στις ΗΠΑ, το ισοδύναμο αυτής της ενέργειας θα ήταν αν η ομοσπονδιακή κυβέρνηση χρηματοδοτούσε την Κου Κλουξ Κλαν και της έδινε μια ζεστή φιλόξενη γωνιά για να ράβει τις κουκούλες της.
Αλλά αυτό δεν είναι προσφυγική κρίση. Είναι κρίση ρατσισμού.
Η εξήγηση για την άνοδο των δεξιών λαϊκιστών
Εμφανιζόμενη, κυρίως μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ως ο απόβλητος του πολιτικού κατεστημένου που διασύρεται από τον Lügenpresse (τον «Τύπο που λέει ψέματα»), η Pegida κατάφερε να δημιουργήσει ένα εντελώς λαϊκίστικο σκηνικό γεμάτο μύθους, θεωρίες συνωμοσίας και παράνοια, αλλά με χαρακτηριστικά έντονου πατριωτισμού.
Αυτή η λαϊκίστικη διάθεση είναι μεταδοτική ακριβώς λόγω της απλότητας της: «εμείς ή αυτοί», «ο λαός εναντίον της ελίτ». Όταν οι υποστηρικτές της Pegida τραγουδούν το «Wir sind das Volk!» («Είμαστε ο λαός!», ένα δημοφιλές σύνθημα διαμαρτυρίας από την Ανατολική Γερμανία του 1980), ρίχνουν στάχτη στα μάτια της ελίτ.
Ο πολιτικός θεωρητικός Μπένχαμιν Αρντίτι[4] υποστηρίζει ότι οι λαϊκιστές μοιάζουν με έναν αγενή επισκέπτη σ’ ένα πάρτι που πίνει πάρα πολύ, φλερτάρει με τη γυναίκα σου, αλλά δεν δίνει δεκάρα για «όλες αυτές τις ανοησίες της πολιτικής ορθότητας» για την αλήθεια. Ωστόσο, υπάρχει μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στους αριστερούς λαϊκιστές και στους αντιπάλους τους: ένας «αγενής επισκέπτης» από τη δεξιά μπορεί να κάψει το σπίτι σας συθέμελα μετά την αποχώρησή του.
Σε όλη την Ευρώπη βλέπουμε ότι οι λαϊκιστικές ηγέτες δεν χρειάζεται να πάρουν την εξουσία για να αλλάξουν πολιτική. Το μόνο που χρειάζονται είναι να φέρουν την πολιτική προς το μέρος τους και να παρασύρουν όλους τους άλλους. Όπως σημειώνει ο Κας Μούντε[5], ειδικός σε θέματα ακροδεξιού λαϊκισμού:
«Δεν χρειάζεται να πείσουν τους ψηφοφόρους (να πάρουν) μια νέα πολιτική θέση. Πρέπει να τους προσελκύσουν με ένα νέο ζήτημα: (αυτό πρέπει να είναι) μακριά από τα κοινωνικοοικονομικά ζητήματα, όπως η (μη)απασχόληση, και να στρέφεται προς τα κοινωνικοπολιτιστικά ζητήματα όπως η μετανάστευση».
Τα λαϊκίστικα ακροδεξιά κόμματα, όπως αυτά στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη Σουηδία, την Ολλανδία και τη Γαλλία παρασύρουν τις κοινωνίες προς τα δεξιά, κλειδώνοντας την πολιτική σε ατελείωτες συζητήσεις σχετικά με την «ψυχή του έθνους» και αχρηστεύοντας την ικανότητα που απαιτείται για την αντιμετώπιση του προσφυγικού προβλήματος.
Ζούμε, επίσης, σε έναν κόσμο ο οποίος σε μεγάλο βαθμό έχει χάσει τη δημόσια εμπιστοσύνη στους πολιτικούς και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Δεν εμπιστευόμαστε τις ιστορίες που λένε, αλλά δεν έχουμε νέες ιστορίες για να τις αντικαταστήσουμε. Όπως παρατήρησε η Χάννα Αρέντ[6]: «Αν όλοι σας λένε διαρκώς ψέματα, το αποτέλεσμα δεν είναι ότι πιστεύετε τα ψέματα, αλλά ότι κανείς δεν πιστεύει σε τίποτα πια».
Αυτό είναι το γόνιμο έδαφος για τη μετάδοση του μηνύματος που απευθύνεται στους «εξωτερικούς εχθρούς» - κι εκείνο που μετατρέπεται σε δράση.
Αυτή τη χρονιά σε ολόκληρη τη Γερμανία υπήρξαν πάνω από 500 βίαιες επιθέσεις εναντίον προσφύγων και τόπων διαμονής των προσφύγων. Και η βία δεν περιορίζεται στους πρόσφυγες. Οι δημοσιογράφοι δέχθηκαν επιθέσεις και τους στάλθηκαν νεκρολογίες που περιείχαν τα δικά τους ονόματα. Τον Οκτώβριο, η πολιτικός από την Κολωνία Ενριέτε Ρέκερ μαχαιρώθηκε στο λαιμό από έναν οπαδό της ακροδεξιάς.
Η εξήγηση για την άνοδο των δεξιών λαϊκιστών
Αυτή η λαϊκίστικη διάθεση είναι μεταδοτική ακριβώς λόγω της απλότητας της: «εμείς ή αυτοί», «ο λαός εναντίον της ελίτ». Όταν οι υποστηρικτές της Pegida τραγουδούν το «Wir sind das Volk!» («Είμαστε ο λαός!», ένα δημοφιλές σύνθημα διαμαρτυρίας από την Ανατολική Γερμανία του 1980), ρίχνουν στάχτη στα μάτια της ελίτ.
Ο πολιτικός θεωρητικός Μπένχαμιν Αρντίτι[4] υποστηρίζει ότι οι λαϊκιστές μοιάζουν με έναν αγενή επισκέπτη σ’ ένα πάρτι που πίνει πάρα πολύ, φλερτάρει με τη γυναίκα σου, αλλά δεν δίνει δεκάρα για «όλες αυτές τις ανοησίες της πολιτικής ορθότητας» για την αλήθεια. Ωστόσο, υπάρχει μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στους αριστερούς λαϊκιστές και στους αντιπάλους τους: ένας «αγενής επισκέπτης» από τη δεξιά μπορεί να κάψει το σπίτι σας συθέμελα μετά την αποχώρησή του.
Σε όλη την Ευρώπη βλέπουμε ότι οι λαϊκιστικές ηγέτες δεν χρειάζεται να πάρουν την εξουσία για να αλλάξουν πολιτική. Το μόνο που χρειάζονται είναι να φέρουν την πολιτική προς το μέρος τους και να παρασύρουν όλους τους άλλους. Όπως σημειώνει ο Κας Μούντε[5], ειδικός σε θέματα ακροδεξιού λαϊκισμού:
«Δεν χρειάζεται να πείσουν τους ψηφοφόρους (να πάρουν) μια νέα πολιτική θέση. Πρέπει να τους προσελκύσουν με ένα νέο ζήτημα: (αυτό πρέπει να είναι) μακριά από τα κοινωνικοοικονομικά ζητήματα, όπως η (μη)απασχόληση, και να στρέφεται προς τα κοινωνικοπολιτιστικά ζητήματα όπως η μετανάστευση».
Τα λαϊκίστικα ακροδεξιά κόμματα, όπως αυτά στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη Σουηδία, την Ολλανδία και τη Γαλλία παρασύρουν τις κοινωνίες προς τα δεξιά, κλειδώνοντας την πολιτική σε ατελείωτες συζητήσεις σχετικά με την «ψυχή του έθνους» και αχρηστεύοντας την ικανότητα που απαιτείται για την αντιμετώπιση του προσφυγικού προβλήματος.
Ζούμε, επίσης, σε έναν κόσμο ο οποίος σε μεγάλο βαθμό έχει χάσει τη δημόσια εμπιστοσύνη στους πολιτικούς και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Δεν εμπιστευόμαστε τις ιστορίες που λένε, αλλά δεν έχουμε νέες ιστορίες για να τις αντικαταστήσουμε. Όπως παρατήρησε η Χάννα Αρέντ[6]: «Αν όλοι σας λένε διαρκώς ψέματα, το αποτέλεσμα δεν είναι ότι πιστεύετε τα ψέματα, αλλά ότι κανείς δεν πιστεύει σε τίποτα πια».
Αυτό είναι το γόνιμο έδαφος για τη μετάδοση του μηνύματος που απευθύνεται στους «εξωτερικούς εχθρούς» - κι εκείνο που μετατρέπεται σε δράση.
Αυτή τη χρονιά σε ολόκληρη τη Γερμανία υπήρξαν πάνω από 500 βίαιες επιθέσεις εναντίον προσφύγων και τόπων διαμονής των προσφύγων. Και η βία δεν περιορίζεται στους πρόσφυγες. Οι δημοσιογράφοι δέχθηκαν επιθέσεις και τους στάλθηκαν νεκρολογίες που περιείχαν τα δικά τους ονόματα. Τον Οκτώβριο, η πολιτικός από την Κολωνία Ενριέτε Ρέκερ μαχαιρώθηκε στο λαιμό από έναν οπαδό της ακροδεξιάς.
Αυτή δεν είναι προσφυγική κρίση. Είναι κρίση μίσους.
Κυβέρνηση και Τύπος
«Συνεχώς αλλάζουμε, ποτέ δεν μετακινούμαστε». Αυτή είναι η απάντηση της κυβέρνησης. Τον Σεπτέμβριο, η Άνγκελα Μέρκελ ανακοίνωσε ότι οι πύλες της Γερμανίας ήταν ανοικτές, σε αντίθεση με την Ουγγαρία, όπου απλώθηκαν συρματοπλέγματα με ξυράφια και ορθώθηκαν τείχη. Αυτή η πολιτική ανοικτών θυρών έχει προκαλέσει διασπάσεις στο εσωτερικό της κυβέρνησης συνασπισμού, ιδιαίτερα μεταξύ του CDU της Μέρκελ και του αδελφού κόμματος από τη νότια Γερμανία, του CSU, το οποίο θέλει πολύ αυστηρότερους ελέγχους.
Αλλά ο ισχυρισμός ότι ο κυβερνητικός συνασπισμός της Γερμανίας είναι «φιλικός προς τους πρόσφυγες» είναι αμφίβολος, δεδομένης της ιστορίας του CDU/CSU σχετικά με την πολιτική για τους πρόσφυγες. Οι προτεινόμενες αλλαγές στο προσφυγικό δίκαιο σημαίνουν ότι οι πρόσφυγες θα πληρώνονται σε είδος, αντί για μετρητά, και εκείνοι που απορρίφθηκε η αίτηση τους για άσυλο και δεν εγκαταλείπουν οικειοθελώς τη Γερμανία θα υποστούν οικονομικές κυρώσεις. Η απαίτηση να πληρώσει πρόστιμο ένας πρόσφυγας που δεν έχει χρήματα, ή ακόμα και ένας πρόσφυγας με χρήματα, φαίνεται περίεργο, σα να τιμωρείς ένα ψάρι επειδή είναι βρεμένο.
Τα ρεπορτάζ των ΜΜΕ δεν γλυτώνουν την κριτική. Για παράδειγμα, το BBC, το Reuters και ο Guardian διασπείρουν όλα την ίδια ιστορία, που προέρχεται από τη δεξιά γερμανική φυλλάδα Bild: ότι φέτος αναμένονται στη Γερμανία 1,5 εκατομμύριο αιτούντες άσυλο. Αλλά τα στοιχεία από την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Μετανάστευσης και Προσφύγων δείχνουν ότι από τον Ιανουάριο ως τον Οκτώβριο του 2015 υπήρχαν μόνο 331.226 αρχικές αιτήσεις ασύλου, το 53% από αυτές ήταν από Σύριους.
Περιέργως, μόλις το «λαβράκι» της Bild, αναδημοσιεύθηκε από τα διεθνή μέσα ενημέρωσης, ο Γερμανός αναπληρωτής κυβερνητικός εκπρόσωπος Γκέοργκ Στρόιτερ αρνήθηκε οποιαδήποτε γνώση της έκθεσης πάνω στην οποία η Bild βάσισε την ιστορία της, λέγοντας: «Κανείς δεν γνωρίζει αυτό το έγγραφο».
Κυβέρνηση και Τύπος
Αλλά ο ισχυρισμός ότι ο κυβερνητικός συνασπισμός της Γερμανίας είναι «φιλικός προς τους πρόσφυγες» είναι αμφίβολος, δεδομένης της ιστορίας του CDU/CSU σχετικά με την πολιτική για τους πρόσφυγες. Οι προτεινόμενες αλλαγές στο προσφυγικό δίκαιο σημαίνουν ότι οι πρόσφυγες θα πληρώνονται σε είδος, αντί για μετρητά, και εκείνοι που απορρίφθηκε η αίτηση τους για άσυλο και δεν εγκαταλείπουν οικειοθελώς τη Γερμανία θα υποστούν οικονομικές κυρώσεις. Η απαίτηση να πληρώσει πρόστιμο ένας πρόσφυγας που δεν έχει χρήματα, ή ακόμα και ένας πρόσφυγας με χρήματα, φαίνεται περίεργο, σα να τιμωρείς ένα ψάρι επειδή είναι βρεμένο.
Τα ρεπορτάζ των ΜΜΕ δεν γλυτώνουν την κριτική. Για παράδειγμα, το BBC, το Reuters και ο Guardian διασπείρουν όλα την ίδια ιστορία, που προέρχεται από τη δεξιά γερμανική φυλλάδα Bild: ότι φέτος αναμένονται στη Γερμανία 1,5 εκατομμύριο αιτούντες άσυλο. Αλλά τα στοιχεία από την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Μετανάστευσης και Προσφύγων δείχνουν ότι από τον Ιανουάριο ως τον Οκτώβριο του 2015 υπήρχαν μόνο 331.226 αρχικές αιτήσεις ασύλου, το 53% από αυτές ήταν από Σύριους.
Περιέργως, μόλις το «λαβράκι» της Bild, αναδημοσιεύθηκε από τα διεθνή μέσα ενημέρωσης, ο Γερμανός αναπληρωτής κυβερνητικός εκπρόσωπος Γκέοργκ Στρόιτερ αρνήθηκε οποιαδήποτε γνώση της έκθεσης πάνω στην οποία η Bild βάσισε την ιστορία της, λέγοντας: «Κανείς δεν γνωρίζει αυτό το έγγραφο».
Αυτό δεν είναι προσφυγική κρίση. Είναι κρίση πληροφόρησης.
Οι οργανώσεις της βάσης καλύπτουν το κενό
Σε αυτό το περιβάλλον ανόδου της μισαλλοδοξίας και με το κράτος ανίκανο ή απρόθυμο να ασχοληθεί με το ζήτημα των προσφύγων, οι οργανώσεις της βάσης έχουν αναβαθμιστεί. Στο Μοαμπίτ[7] στο Δυτικό Βερολίνο, όπου βρίσκεται το κέντρο καταγραφής προσφύγων, βασιλεύει το χάος. Υπάρχουν ατελείωτες ουρές για την καταχώριση, έλλειψη ειδικευμένου προσωπικού για την εξυπηρέτηση των αιτούντων καθώς και έλλειψη ιατρικής περίθαλψης για τους ασθενείς.
Καθώς μεγαλώνει η απογοήτευση, ξεσπούν μάχες ανάμεσα στις διάφορες εθνοτικές ομάδες. Οι φρουροί ασφαλείας έχουν κατηγορηθεί ότι ξυλοκοπούν τους πρόσφυγες κι ένας φύλακας καταγράφηκε από κάμερα να φωνάζει πως οι αιτούντες άσυλο πρέπει να σταλούν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Κάποιοι κατηγορούν τις αρχές ότι προσποιούνται ανικανότητα για να αποθαρρύνουν νέες αφίξεις. Όπως το έθεσαν οι ίδιοι οι πρόσφυγες: «Πρώτα μας καλωσόρισαν, ύστερα (μας άφησαν) να παγώσουμε μέχρι θανάτου».
Οι εθελοντές που εργάζονται για το «Moabit hilft» («Το Μόαμπιτ βοηθάει») παρέχουν τροφή, ένδυση, ιατρική περίθαλψη, παρέχουν μεταφραστές και υποστήριξη στους εισερχόμενους πρόσφυγες, οι οποίοι μιλούν ελάχιστα ή καθόλου γερμανικά. Αυτούς τους πρόσφυγες που έχουν υποστεί μακρά, γεμάτα άγχος ταξίδια, συχνά ταξιδεύουν από υπερπλήρεις προσφυγικούς καταυλισμούς στον Λίβανο, την Ιορδανία, την Τουρκία ή το Ιράκ, χώρες που στεγάζουν την συντριπτική πλειοψηφία των προσφύγων από τη σύγκρουση της Συρίας.
Στις 17 Οκτωβρίου το «Moabit hilft» διοργάνωσε διαδήλωση για να υπογραμμίσει την αυξανόμενη ανικανότητα των αρχών του Βερολίνου, με τίτλο «Es reicht!» «Φτάνει πια!».
Εκατοντάδες Βερολινέζοι συγκεντρώθηκαν στην Alexanderplatz, κρατώντας αυτοσχέδιες πινακίδες με συνθήματα όπως: «Γερουσία του Βερολίνου: Κάνε τη δουλειά σου». Η εκπρόσωπος του «Moabit hilft» Ντιάνα Χένιγκες εξήγησε ότι το κέντρο προσφύγων δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα με τις υπάρχουσες ανεκτέλεστες περιπτώσεις, πόσο μάλλον να αναλάβει νέες περιπτώσεις. Χωρίς την υποστήριξη της οργάνωσης της, τα παιδιά κοιμούνται έξω στο πεζοδρόμιο. Ζωντανή μουσική από πρόσφυγες μουσικούς απλώθηκε στον αέρα και το μήνυμα της κοινότητας των προσφύγων ήταν σαφές: «δεν είμαστε εδώ για να παραπονεθούμε, θέλουμε απλά να ζήσουμε κάπου με ασφάλεια».
Επιπλέον, όσο σχηματίζονται ακροδεξιές ομάδες, η αντίσταση σε επίπεδο βάσης ενάντια στη μισαλλοδοξία έχει αυξηθεί. Όταν οι συμπαθούντες την Pegida στο Βερολίνο -με την επωνυμία Bärgida- άρχισαν να κάνουν πορείες, δημιουργήθηκε ένας συνασπισμός τοπικών οργανώσεων Αντί- Bärgida για να της αντισταθεί.
Ο Μίκαελ Κοζίτσκι, εκτελεστικό μέλος της SAV (Σοσιαλιστικής Εναλλακτικής) και ένας από τους διοργανωτές της Αντί- Bärgida περιγράφει την αρχική αντίδραση στην Bärgida: «Οι άνθρωποι πίστευαν ότι ήταν μόλις λίγοι τρελοί, σχεδόν κανείς δεν τους είδε ως κίνδυνο».
«Η Bärgida άρχισε να κινείται γύρω από το Regierungsviertel[8], τη συνοικία της κυβέρνησης. Αργότερα βάδισαν προς το Κέντρο Καταγραφής Προσφύγων στο Μόαμπιτ του Δυτικού Βερολίνου», εξηγεί ο Μίκαελ. «Τότε ο κόσμος αποφάσισε να δράσει».
Αν και η Αντί- Bärgida διαδηλώνει ενάντια στην ακροδεξιά κάθε βδομάδα, η απάντηση από την παραδοσιακή αριστερά και τα συνδικάτα ήταν απογοητευτική. Ο Μίκαελ Κοζίτσκι δηλώνει: «Είναι πολύ σημαντικό να καταλάβουν τα συνδικάτα ότι πρέπει να δράσουμε εναντίον αυτής της ρατσιστικής απειλής. Τώρα καίνε τα σπίτια των προσφύγων, αλλά την επόμενη φορά θα είναι τα κτίρια των συνδικάτων».
Στην πατρίδα της Pegida, τη Δρέσδη, μια συμμαχία ομάδων υπό την επωνυμία «Nazifrei! Dresden stellt sich quer» («Ελεύθερη από Ναζί! Η Δρέσδη δεν έχει καμία ανοχή») από το 2009 οργανώνει την αντίσταση εναντίον των ακροδεξιών ομάδων. Ο Σίλβιο Λανγκ, εκπρόσωπος της «Nazifrei! Dresden stellt sich quer», λέει:
«Η Σαξονία δεν είναι Γερμανία. Είμαστε το δεξιό κόμμα της Γερμανίας και υπάρχει τρομοκρατία εδώ ενάντια σε όποιον δεν είναι “Γερμανός”. Δεν υπάρχει πλέον ασφάλεια για τους ανθρώπους που δεν ταιριάζουν με αυτές τις [ακροδεξιές] ιδεολογίες. Και η κατάσταση θα χειροτερέψει γιατι η αστυνομία, το δικαστικό σώμα, η κυβέρνηση, δεν καταλαβαίνουν το πρόβλημα και την προέλευσή του». Ο Σίλβιο προσθέτει: «Θα πρέπει να πολεμήσουμε τον ρατσισμό με ό, τι έχουμε».
Οι οργανώσεις της βάσης καλύπτουν το κενό
Καθώς μεγαλώνει η απογοήτευση, ξεσπούν μάχες ανάμεσα στις διάφορες εθνοτικές ομάδες. Οι φρουροί ασφαλείας έχουν κατηγορηθεί ότι ξυλοκοπούν τους πρόσφυγες κι ένας φύλακας καταγράφηκε από κάμερα να φωνάζει πως οι αιτούντες άσυλο πρέπει να σταλούν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Κάποιοι κατηγορούν τις αρχές ότι προσποιούνται ανικανότητα για να αποθαρρύνουν νέες αφίξεις. Όπως το έθεσαν οι ίδιοι οι πρόσφυγες: «Πρώτα μας καλωσόρισαν, ύστερα (μας άφησαν) να παγώσουμε μέχρι θανάτου».
Οι εθελοντές που εργάζονται για το «Moabit hilft» («Το Μόαμπιτ βοηθάει») παρέχουν τροφή, ένδυση, ιατρική περίθαλψη, παρέχουν μεταφραστές και υποστήριξη στους εισερχόμενους πρόσφυγες, οι οποίοι μιλούν ελάχιστα ή καθόλου γερμανικά. Αυτούς τους πρόσφυγες που έχουν υποστεί μακρά, γεμάτα άγχος ταξίδια, συχνά ταξιδεύουν από υπερπλήρεις προσφυγικούς καταυλισμούς στον Λίβανο, την Ιορδανία, την Τουρκία ή το Ιράκ, χώρες που στεγάζουν την συντριπτική πλειοψηφία των προσφύγων από τη σύγκρουση της Συρίας.
Στις 17 Οκτωβρίου το «Moabit hilft» διοργάνωσε διαδήλωση για να υπογραμμίσει την αυξανόμενη ανικανότητα των αρχών του Βερολίνου, με τίτλο «Es reicht!» «Φτάνει πια!».
Εκατοντάδες Βερολινέζοι συγκεντρώθηκαν στην Alexanderplatz, κρατώντας αυτοσχέδιες πινακίδες με συνθήματα όπως: «Γερουσία του Βερολίνου: Κάνε τη δουλειά σου». Η εκπρόσωπος του «Moabit hilft» Ντιάνα Χένιγκες εξήγησε ότι το κέντρο προσφύγων δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα με τις υπάρχουσες ανεκτέλεστες περιπτώσεις, πόσο μάλλον να αναλάβει νέες περιπτώσεις. Χωρίς την υποστήριξη της οργάνωσης της, τα παιδιά κοιμούνται έξω στο πεζοδρόμιο. Ζωντανή μουσική από πρόσφυγες μουσικούς απλώθηκε στον αέρα και το μήνυμα της κοινότητας των προσφύγων ήταν σαφές: «δεν είμαστε εδώ για να παραπονεθούμε, θέλουμε απλά να ζήσουμε κάπου με ασφάλεια».
Επιπλέον, όσο σχηματίζονται ακροδεξιές ομάδες, η αντίσταση σε επίπεδο βάσης ενάντια στη μισαλλοδοξία έχει αυξηθεί. Όταν οι συμπαθούντες την Pegida στο Βερολίνο -με την επωνυμία Bärgida- άρχισαν να κάνουν πορείες, δημιουργήθηκε ένας συνασπισμός τοπικών οργανώσεων Αντί- Bärgida για να της αντισταθεί.
Ο Μίκαελ Κοζίτσκι, εκτελεστικό μέλος της SAV (Σοσιαλιστικής Εναλλακτικής) και ένας από τους διοργανωτές της Αντί- Bärgida περιγράφει την αρχική αντίδραση στην Bärgida: «Οι άνθρωποι πίστευαν ότι ήταν μόλις λίγοι τρελοί, σχεδόν κανείς δεν τους είδε ως κίνδυνο».
«Η Bärgida άρχισε να κινείται γύρω από το Regierungsviertel[8], τη συνοικία της κυβέρνησης. Αργότερα βάδισαν προς το Κέντρο Καταγραφής Προσφύγων στο Μόαμπιτ του Δυτικού Βερολίνου», εξηγεί ο Μίκαελ. «Τότε ο κόσμος αποφάσισε να δράσει».
Αν και η Αντί- Bärgida διαδηλώνει ενάντια στην ακροδεξιά κάθε βδομάδα, η απάντηση από την παραδοσιακή αριστερά και τα συνδικάτα ήταν απογοητευτική. Ο Μίκαελ Κοζίτσκι δηλώνει: «Είναι πολύ σημαντικό να καταλάβουν τα συνδικάτα ότι πρέπει να δράσουμε εναντίον αυτής της ρατσιστικής απειλής. Τώρα καίνε τα σπίτια των προσφύγων, αλλά την επόμενη φορά θα είναι τα κτίρια των συνδικάτων».
Στην πατρίδα της Pegida, τη Δρέσδη, μια συμμαχία ομάδων υπό την επωνυμία «Nazifrei! Dresden stellt sich quer» («Ελεύθερη από Ναζί! Η Δρέσδη δεν έχει καμία ανοχή») από το 2009 οργανώνει την αντίσταση εναντίον των ακροδεξιών ομάδων. Ο Σίλβιο Λανγκ, εκπρόσωπος της «Nazifrei! Dresden stellt sich quer», λέει:
«Η Σαξονία δεν είναι Γερμανία. Είμαστε το δεξιό κόμμα της Γερμανίας και υπάρχει τρομοκρατία εδώ ενάντια σε όποιον δεν είναι “Γερμανός”. Δεν υπάρχει πλέον ασφάλεια για τους ανθρώπους που δεν ταιριάζουν με αυτές τις [ακροδεξιές] ιδεολογίες. Και η κατάσταση θα χειροτερέψει γιατι η αστυνομία, το δικαστικό σώμα, η κυβέρνηση, δεν καταλαβαίνουν το πρόβλημα και την προέλευσή του». Ο Σίλβιο προσθέτει: «Θα πρέπει να πολεμήσουμε τον ρατσισμό με ό, τι έχουμε».
Η προσφυγική κρίση κι «εμείς»
Αυτό το καλοκαίρι, παρακολουθούσαμε ζωντανά στην τηλεόραση τους πρόσφυγες να βαδίζουν σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο αναζητώντας άσυλο, ένα βιβλικό κύμα ανθρώπων, αλλά χωρίς χριστιανικό καλωσόρισμα. Η ευρωπαϊκή απάντηση ήταν αργή, αποσπασματική, και απρόθυμη, με ορισμένα (κράτη) μέλη της ΕΕ να υψώνουν τείχη και απλώνουν συρματοπλέγματα με ξυράφια.
Το θέμα των προσφύγων χρησιμοποιείται από τις ακροδεξιές λαϊκίστικες ομάδες για να απεκτήσουν δύναμη και να επεκταθούν πέρα από τη μικρή βάση των υποστηρικτών τους, ιδιαίτερα στις λίγες χώρες που επιθυμούν να τους ανοίξουν τις πύλες τους, όπως η Σουηδία και η Γερμανία. Το θέμα χρησιμοποιείται επίσης από τις εγχώριες ελίτ για πολιτικούς σκοπούς.
Αλλά οι πολιτικοί ηγέτες κατανοούν τι συμβαίνει; Οδεύουμε προς μια διαιρεμένη Ευρώπη: εκείνους που θέλουν να βοηθήσουν, και εκείνους που θέλουν να μισούν, με την πλειοψηφία ανασφαλή και ανήσυχη. Οι από τη βάση πρωτοβουλίες των πολιτών δουλεύουν πάνω σ’ αυτούς τους διαχωρισμούς που αυξάνονται εξαιτίας της αποτυχίας της κυβέρνησης. Αλλά οι λαϊκές πρωτοβουλίες έχουν περιορισμένους πόρους και δε μπορούν να καταφέρουν πολλά.
Αυτή δεν είναι καθόλου μια προσφυγική κρίση. Είναι κρίση του ρατσισμού, του μίσους, της πληροφόρησης. Για τους Ευρωπαίους, είναι επίσης μια κρίση ταυτότητας. Όπως προειδοποιεί ο θεωρητικός Κας Μούντε: «Στην ουσία, η πολιτική για τους πρόσφυγες δεν αφορά τόσο το ποιοι είναι “αυτοί” όσο το ποιοι είμαστε “εμείς”».
Ίσως υπάρχει κάτι περισσότερο που χωρίζει τους μεν και τους δε από εμάς, από ό,τι χωρίζει εμάς από τους πρόσφυγες.
Το θέμα των προσφύγων χρησιμοποιείται από τις ακροδεξιές λαϊκίστικες ομάδες για να απεκτήσουν δύναμη και να επεκταθούν πέρα από τη μικρή βάση των υποστηρικτών τους, ιδιαίτερα στις λίγες χώρες που επιθυμούν να τους ανοίξουν τις πύλες τους, όπως η Σουηδία και η Γερμανία. Το θέμα χρησιμοποιείται επίσης από τις εγχώριες ελίτ για πολιτικούς σκοπούς.
Αλλά οι πολιτικοί ηγέτες κατανοούν τι συμβαίνει; Οδεύουμε προς μια διαιρεμένη Ευρώπη: εκείνους που θέλουν να βοηθήσουν, και εκείνους που θέλουν να μισούν, με την πλειοψηφία ανασφαλή και ανήσυχη. Οι από τη βάση πρωτοβουλίες των πολιτών δουλεύουν πάνω σ’ αυτούς τους διαχωρισμούς που αυξάνονται εξαιτίας της αποτυχίας της κυβέρνησης. Αλλά οι λαϊκές πρωτοβουλίες έχουν περιορισμένους πόρους και δε μπορούν να καταφέρουν πολλά.
Αυτή δεν είναι καθόλου μια προσφυγική κρίση. Είναι κρίση του ρατσισμού, του μίσους, της πληροφόρησης. Για τους Ευρωπαίους, είναι επίσης μια κρίση ταυτότητας. Όπως προειδοποιεί ο θεωρητικός Κας Μούντε: «Στην ουσία, η πολιτική για τους πρόσφυγες δεν αφορά τόσο το ποιοι είναι “αυτοί” όσο το ποιοι είμαστε “εμείς”».
Ίσως υπάρχει κάτι περισσότερο που χωρίζει τους μεν και τους δε από εμάς, από ό,τι χωρίζει εμάς από τους πρόσφυγες.
Ίσως δεν ξέρουμε ποιοι είμαστε "εμείς" πια. Και αυτή είναι η πραγματική κρίση.
*Ο Paul Walsh έχει μεταπτυχιακό τίτλο στις Ανατολικές Ευρωπαϊκές Σπουδές. Γράφει σχετικά με τα κοινωνικά κινήματα, τις οργανώσεις βάσης και τη Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Πηγή: Roar magazine-Μετάφραση – Επιμέλεια: Παναγιώτης Ζαβουδάκης
[1] Ο όρος Willkommen Kultur
(Φιλόξενη Κουλτούρα) αναφέρεται σε μια κίνηση που πρωτοεμφανίστηκε στην
Αυστρία και εξαπλώθηκε στη Γερμανία και τις γύρω χώρες μετά την έξαρση
της προσφυγικής κρίσης. Οι οπαδοί αυτής της κίνησης προσπαθούν κυρίως με
εθελοντική προσφορά να βοηθήσουν στην ενσωμάτωση των προσφύγων στις
τοπικές κοινωνίες.
[2] Η Σίλικον Βάλεϊ
(Silicon Valley = «Κοιλάδα του πυριτίου») βρίσκεται στον Κόλπο του Σαν
Φρανσίσκο στη Βόρεια Καλιφόρνια των ΗΠΑ. Ο όρος αρχικά αναφερόταν στον
μεγάλο αριθμό των καινοτόμων εταιρειών σχεδίασης μικροκυκλωμάτων (με
βάση το πυρίτιο) και τους κατασκευαστές που υπήρχαν στην περιοχή, αλλά
τελικά κατέληξε να αναφέρεται σε όλες τις υψηλής τεχνολογίας
επιχειρήσεις που εδρεύουν εκεί. Σήμερα γενικά χρησιμοποιείται ως
μετωνύμιο για τον τομέα υψηλής τεχνολογίας, με εταιρείες που
δραστηριοποιούνται στις τεχνολογίες της Πληροφορικής και των
Επικοινωνιών.
Ως
εκκίνηση της δημιουργίας της κοιλάδας θεωρείται η εγκατάσταση στην
περιοχή της εταιρείας Hewlett Packard. Σημαντικοί παράγοντες που
οδήγησαν στη μεγέθυνση των οικονομικών και λοιπών μεγεθών της περιοχής
θεωρούνται «η γειτνίαση με πανεπιστήμια που παρείχαν τη συνεχή ροή
λαμπρών και φιλόδοξων επιστημόνων, η συνεχώς αναβαθμιζόμενη τεχνική
υποδομή, και η παροχή επαγγελματικών υπηρεσιών από λογιστές, δικηγόρους
και επενδυτές υψηλού ρίσκου (venture capitalists)».
[3] Αναφέρεται στην τρομοκρατική επίθεση που πραγματοποιήθηκε στις 7/1/2015 στα γραφεία του γαλλικού σατυρικού περιοδικού Charlie Hebdo στο Παρίσι με 12 νεκρούς και πολλούς τραυματίες. Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν δύο αστυνομικοί και 4 γνωστοί Γάλλοι σκιτσογράφοι.
Το
Charlie Hebdo είχε δεχτεί επίθεση με βόμβες μολότοφ το 2011, αφού είχε
δημοσιεύσει στο εξώφυλλό του σατιρικό σκίτσο του Μωάμεθ. Μια μέρα πριν
την επίθεση, υπήρξαν αναρτήσεις του περιοδικού σε ιστοσελίδες κοινωνικής
δικτύωσης που ειρωνεύονταν τον Αμπου Μπακρ αλ Μπαγκντάντι, ηγέτη του
«Ισλαμικού Κράτους».
[4] Ο Μπένχαμιν Αρντίτι είναι Καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Εθνικό Πανεπιστήμιο του Μεξικού (UNAM)
[5] Ο Cas Mudde είναι Ολλανδός πολιτικός επιστήμονας ο οποίος μελετά τον πολιτικό εξτρεμισμό και τον λαϊκισμό στην Ευρώπη.
[6] Η Χάνα Άρεντ (1906 - 1975) ήταν Γερμανοαμερικανίδα εβραϊκής καταγωγής πολιτική επιστήμονας και φιλόσοφος.
Γεννήθηκε
από κοσμική Γερμανοεβραϊκή οικογένεια στην πόλη Λίντεν (Linden, κοντά
στο Αννόβερο) και μεγάλωσε στο Καίνιξμπεργκ και στο Βερολίνο.
Σπούδασε
φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ υπό τον Μάρτιν Χάιντεγκερ με
τον οποίο είχε μια μακροχρόνια και θυελλώδη ρομαντική ερωτική σχέση, για
την οποία αργότερα τής ασκήθηκε κριτική εξαιτίας της υποστήριξης του
Χάιντεγκερ προς το ναζιστικό κόμμα ενόσω ήταν πρύτανης στο πανεπιστήμιο
του Φράιμπουργκ.
Αργότερα
μετέβη στην Χαϊδελβέργη όπου, υπό την επίβλεψη του υπαρξιστή φιλοσόφου
Καρλ Γιάσπερς, συνέγραψε την διατριβή της σχετικά με την έννοια της
αγάπης στην σκέψη του Αγίου Αυγουστίνου.
Παντρεύτηκε
τον Γκύντερ Στερν, μετέπειτα γνωστό ως Günther Anders, το 1929 στο
Βερολίνο (χώρισαν το 1937), και αργότερα τον μαρξιστή Heirich Blücher, ο
οποίος υπήρξε για πολλά χρόνια σύντροφός της και επηρέασε καταλυτικά
τον πολιτικό της στοχασμό.
Με
την άνοδο του Ναζισμού κατέφυγε στη Γαλλία και, μετά την εισβολή των
Γερμανών στο Παρίσι, στη Νέα Υόρκη, όπου ασχολήθηκε με την
πανεπιστημιακή διδασκαλία και την συγγραφή φιλοσοφικών δοκιμίων.
Έγραψε
πολλά έργα πολιτικής φιλοσοφίας σχετικά με τον ολοκληρωτισμό και τον
αντισημιτισμό καθώς και μελέτες για το εβραϊκό Ολοκαύτωμα, με γνωστότερο
έργο το «The Origins of Totalitarianism» («Οι ρίζες του
Ολοκληρωτισμού»).
[7] Το Moabit
είναι μια περιοχή του Βερολίνου. Τα σύνορα του Moabit, ορίζονται από
τρία κανάλια: το Σπρέε, το Βεστχάφεν και το κανάλι Βερολίνου-Σπαντάου.
Το όνομα Moabit αναφέρεται επίσης στο Κεντρικό Ποινικό Δικαστήριο
(Strafgericht) και το κέντρο κράτησης, το οποίο ασχολείται με όλες τις
ποινικές υποθέσεις στο Βερολίνο.
[8] Ως «Regierungsviertel»
(συνοικία της κυβέρνησης) στο Βερολίνο ορίζεται η περιοχή όπου έχουν
την έδρα τους τα πιο σημαντικά θεσμικά όργανα της εκτελεστικής εξουσίας
(ομοσπονδιακή κυβέρνηση) και της νομοθετικής (Ομοσπονδιακή Βουλή της
Γερμανίας). Στο επίκεντρο του «πολιτικού κέντρου» της πρωτεύουσας είναι
το Reichstag, η έδρα του γερμανικού κοινοβούλιού και το σύμπλεγμα του
Spreebogen με την Ομοσπονδιακή Καγκελαρία και τα γραφεία των βουλευτών,
τις αίθουσες συσκέψεων της Bundestag στο Paul Löbe House και στο
Marie-Elisabeth Lueders-Haus του Βερολίνου.
πηγή:ergatikosagwnas
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου