Κυριακή 13 Μαΐου 2018

Η ΜΑΝΑ...του Γκόρκι


― Να ποια είναι η ζωή, μαμά! Βλέπεις πώς ερεθίζουν τους ανθρώπους, τον έναν ενάντια στον άλλονε! Είτε το θες, είτε δεν το θες, είσαι υποχρεωμένος να χτυπήσεις. Και ποιον; Κάποιον που δεν έχει καθόλου δικαιώματα, όπως κι εσύ, κάποιον ακόμα πιο δυστυχισμένο κι από σένα επειδή είναι ηλίθιος. Οι αστυνομικοί, οι χωροφύλακες, οι χαφιέδες, όλοι τους είναι εχθροί μας, κι όμως είναι κι εκείνοι άνθρωποι σαν κι εμάς. Κι αυτούς τους ίδιους τους εκμεταλλεύονται. Και δε τους λογαριάζουν γι’ ανθρώπους. Κι έτσι έχουνε χωρίσει τους ανθρώπους μεταξύ τους. Τους τύφλωσαν με τη βλακεία και το φόβο, τους δέσανε χειροπόδαρα, τους καταπιέζουν και τους εκμεταλλεύονται, τους ποδοπατούν και τους χτυπούν, τον έναν με τα χέρια του άλλου. Τους καταντήσανε, τους ανθρώπους όπλα, κοτρώνες και ραβδιά, κι αυτό το λεν πολιτισμό. Είναι η Κυβέρνηση, το Κράτος…
Πήγε κοντά στη μητέρα του. Κι είπε:
― Αυτό είναι έγκλημα, μάνα! Μια άγρια δολοφονία, εκατομμυρίων ανθρώπων, ένας φόνος των ψυχών! Καταλαβαίνεις; Τις ψυχές σκοτώνουν! Βλέπεις τη διαφορά ανάμεσα σ’ εμάς και στους εχθρούς μας; Όταν κάποιος από μας χτυπήσει έναν άνθρωπο, ντρέπεται, αηδιάζει, υποφέρει… Οι άλλοι, αντίθετα, δολοφονούν τον κόσμο κατά χιλιάδες ήσυχα-ήσυχα δίχως λύπηση, δίχως ν’ ανατριχιάζουν. Σκοτώνουν με χαρά! Μάλιστα! Με χαρά… Κι έτσι καταπιέζουν όλο τον κόσμο, μόνο και μόνο για να εξασφαλίσουν τα ξύλα στα σπίτια τους, τα έπιπλα, το ασήμι, το χρυσάφι και τα περιττά κουρελόχαρτα, κι όλα κείνα τα ψωροπράματα που τους δίνουν εξουσία πάνω στα διπλανούς τους. Σκέψου, δεν είναι για την ίδια τους την προστασία που σκοτώνουν το λαό και παραμορφώνουν τις ψυχές, δεν είναι για τον εαυτό τους που το κάνουν αυτό, μα για να υπερασπίσουν την ιδιότητα τους.
Ο Πάβελ άρπαξε το χέρι της μητέρας του και το ’σφιξε γέρνοντας κατά το μέρος της:
― Αν μπορούσες να νιώσεις όλη αυτή την ατιμία, αυτή τη βρωμερή σαπίλα… Τότε θα καταλάβαινες πως έχουμε δίκιο… Θα έβλεπες πόσο η ιδεολογία μας είναι μεγάλη κι ωραία!
Η μητέρα σηκώθηκε, κατασυγκινημένη. Ήθελε να μπορούσε να ενώσει την καρδιά της με την καρδιά του γιου της μέσα στην ίδια φλόγα.
― Άκουσε, Πάβελ… Άκουσε! μουρμούρισε λαχανιασμένη. Καταλαβαίνω, το νιώθω… Ακούς!
Το πασίγνωστο πολιτικοκοινωνικό λογοτεχνικό έργο του Γκόρκι, που τον καθιέρωσε σαν μεγάλο κλασικό σύγχρονο Ρώσο συγγραφέα.
Ένα ρωμαλέο δίδαγμα θάρρους και αυτοθυσίας των εργαζομένων εναντίον της αδικίας και της εκμετάλλευσης, εναντίον της αυθαιρεσίας.
Στο μυθιστόρημα που γράφτηκε το 1906, ο συγγραφέας Μαξίμ Γκόρκι απεικονίζει για πρώτη φορά στη λογοτεχνία την πάλη του επαναστατικού προλεταριάτου για το σοσιαλισμό και τη γέννηση του νέου ανθρώπου μέσα σ’ αυτόν τον αγώνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου