Αυτό που διαπιστώνει κανείς με αφορμή τις καταστροφές, το ξεσπίτωμα και το θάνατο 20 ανθρώπων στη Δυτική Αττική από μια «μέτρια ως ισχυρή καταιγίδα», είναι, το πως οι κοινωνικές ανισότητες διαπερνούν και διαχωρίζουν ταξικά το χώρο. Καθόλου συμπτωματικό, λοιπόν, πως εδώ, στη Δυτική Αττική, που επλήγη από τις πλημμύρες (Μάνδρα, Μαγούλα, Νέα Πέραμος, Μέγαρα, Ελευσίνα κ.ά.) κατοικούν κυρίως εργατικά και λαϊκά στρώματα. Παρόλο που εδώ είναι συγκεντρωμένες πολλές βιομηχανίες η ανεργία είναι σύμφωνα με στοιχεία της περιφέρειας Αττικής(Δυτική Αττική 2020) υψηλή(Ασπρόπυργος 29,2%, Μέγαρα 28,8%, Φυλή 24,2%, Ελευσίνα 30,4%, Μάνδρα-Ειδυλλία 18,6%). Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού στην Δ. Αττική απασχολείται, στον βιομηχανικό τομέα (Ασπρόπυργος 34,8%, Ελευσίνα30,4%, Μάνδρα29,8%, Μέγαρα25%, Φυλή23,7%). Το αντίστοιχο ποσοστό στην βιομηχανία στην Περιφέρεια είναι 17%. Αντίθετα η αγορά(τιμές γης, ύψος ενοικίων κλπ), η κρατική παρέμβαση (ΓΟΚ, συντελεστής δόμησης κλπ), ο τόπος εργασίας κλπ περιορίζει την εγκατάσταση αυτών των εργατικών και λαικών στρωμάτων στα βόρεια ή ακόμα και στα βορειανατολικά προάστια της Αττικής. Εδώ κατοικούν πρωτίστως αστικά, μεσαία ή και μικροαστικά στρώματα. Να λοιπόν που οι ταξικές θέσεις, οι εργασιακές καταστάσεις, οι στεγαστικές πρακτικές, η ποιότητα των κοινωνικών υποδομών αποτυπώνονται και στον χώρο διαμορφώνοντας διαφορετικές χωρικές πραγματικότητες. Εφόσον μάλιστα αυτοί οι χωρικοί διαχωρισμοί συνοδεύονται με διαφορετικές κοινωνικές και πολιτισμικές πρακτικές (τρόποι ζωής, καταναλωτικές συνήθεις κλπ) δημιουργώντας στεγανά μεταξύ των κοινωνικών ομάδων τότε κάλλιστα θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για "διαφορετικούς κόσμους".
Χωρίς να θέλω να υποβαθμίσω τα τεχνικά έργα που όφειλαν να γίνουν, νομίζω πως και εδώ το πρόβλημα είναι η κοινωνική μηχανική του καπιταλισμού («δημιουργική καταστροφή»). Αυτό που διαπιστώνεται ξανά και ξανά είναι πως η αναπαραγωγή της κοινωνίας, η αναπαραγωγή του κοινωνικού σώματος γίνεται πάλι με ταξικούς όρους. Η κοινωνία, το κοινωνικό σώμα αναπαράγεται πάλι σε κομμάτια. Όπως και τόσα άλλα πράγματα (η γη, το νερό, η υγεία κ.ά.) έτσι και η αξία και ο υπολογισμός της ανθρώπινης ζωής, γίνεται με αγοραίους όρους. Επομένως σε συνθήκες μαζικής ανεργίας η τιμή της ανθρώπινης ζωής (βλ. εργατική δύναμη), η ζωή των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων, εδώ των ανθρώπων της Δυτικής Αττικής, πέφτει. Γι’ αυτό η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ (ΑΝΕΛ), η Περιφέρεια Αττικής κ.ά. εκφράζοντας με τον πιστότερο τρόπο αυτή τη διατίμηση της ζωής (όπως ορίζεται από τις ανάγκες αυτοαξιοποίησης του κεφαλαίου) δεν έχουν καμία αναστολή να επιδοτούν την κατανάλωση (κυρίως πολιτιστικών αγαθών κ.λπ.) για τα αστικά και μεσαία στρώματα (Ίδρυμα Νιάρχου, στάδια-εμπορικά κέντρα κ.λπ.) αφήνοντας «ανοχύρωτες» τις εργατικές και λαϊκές συνοικίες στα φυσικά φαινόμενα. Εξάλλου όπως αναφέρει ο Μ. Φουκώ, ιστορικοποιώντας το ενδιαφέρον του κράτους για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης(πολιτικοποίηση του σεξ), αυτό το πράγμα(η εργατική δύναμη) αναπαράγεται από μόνο του. Ποιος να ενδιαφερθεί και γιατί όταν στην αγορά εργασίας υπάρχει άφθονη, φτηνή και πρόθυμη εργατική δύναμη; Να υπενθυμίσουμε εδώ πως το κράτος αλλά και το κεφάλαιο "συμμάχησαν" με την εργατική τάξη,-σε περιόδους έλλειψης εργατικών χεριών που συμπίπτουν σχεδόν με την ανάπτυξη του κράτους πρόνοιας-, ενάντια σε μια α΄λλη μερίδα του κεφαλαίου(μεγάλοι ιδιοκτήτες γης, κατασκευαστικό κεφάλαιο κλπ) που αποσπούσε υψηλή γαιοπρόσοδο, εξωθώντας μέσω της αύξησης του κόστους στέγασης των μισθών. Μέρος αυτής της παρέμβασης, αποτέλεσμα και της οργανωμένης δράσης του εργατικού κινήματος, ήταν και η δημιουργία,-κατά κανόνα με φορέα το κράτος, κοινωνικών υποδομών αλλά και η παροχή αγαθών εκτός αγοράς που καταναλώνουν συλλογικά. Με αυτό τον τρόπο η κατανάλωση τροφοδοτούσε την κεφαλαιακή συσσώρευση σύμφωνα με το κευνσιανό υπόδειγμα ενώ περιορίζονταν και οι άναρχες και μη ελεγχόμενες επιλογές των καταναλωτών.
Επομένως, ας αφήσουμε στην άκρη τις καταγγελίες των «δελτίων ειδήσεων» για το αναποτελεσματικό κράτος ή, την αναποτελεσματική Κυβέρνηση. Και το κράτος είναι αποτελεσματικό αφού εφαρμόζει στο ακέραιο τόσα χρόνια και με ιδιαίτερη επιτυχία τα πιο ταξικά μνημόνια (είσπραξη φόρων, μείωση συντάξεων, κοινωνική καταστολή, ιδεολογική χειραγώγηση κ.λπ.) και η Κυβέρνηση είναι εξίσου αποτελεσματική αφού κατάφερε όλα αυτά με τη «συναίνεση» της κοινωνίας, με «κοινωνική ειρήνη».
Σε αυτό το πολιτικό και κοινωνικό συγκείμενο δεν εκπλήσσει πλέον κανέναν ο κυνισμός κάποιων που «αγνοώντας» την ιστορία της μεταπολεμικής Ελλάδας, δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο λύθηκε, εν μέρει, το ζήτημα στέγασης των λαϊκών στρωμάτων («αυθαίρετα» κ.λπ.) ζητά την κατεδάφιση των λαϊκών κατοικιών, σβήνοντας μαζί με τα κτήρια τις ανησυχίες, τις προσδοκίες, τις ελπίδες και την κοινωνική μνήμη (συνέχεια, ταυτότητα) που εγκατοικούν στους βιόκοσμους των ανθρώπων. Στο ίδιο κλίμα και η Αυγή (16 Νοεμβρίου 2017) αποδίδει τις πλημμύρες σε «Ανθρώπων έργα» ενοχοποιώντας έμμεσα τους κατοίκους της Δυτικής Αττικής ως να μην υπάρχει κεφάλαιο, κράτος, ταξικά συμφέροντα. Αν η ίδια η ζωή αποκτά τιμή και διατιμάται ανάλογα με τις ανάγκες της αγοράς (έλλειψη ή προσφορά εργατικής δύναμης), όπως παραπάνω αναφέραμε, θα διατιμάται και η γη, η κατοικία, ο χώρος. Εξάλλου ο χώρος συνιστά κεντρική προτεραιότητα για το κεφάλαιο που θέλει να τον οργανώσει κατά τέτοιο τρόπο ώστε να ανταποκρίνεται στους χρόνους και στις φάσεις της κεφαλαιακής συσσώρευσης, έστω και αν η φάση αναβάθμισής του διαδέχεται κατά κανόνα μια φάση υποβάθμισης και απαξίωσής του(εγκαταλειμμένα βιομηχανικά κέντρα, επιμολυσμένες περιοχές απο βιομηχανικά κατάλοιπα, παλιά εμπορικά κέντρα κλπ). Συνεπώς η κατεδάφιση των αυθαιρέτων σημαίνει πως οι άνθρωποι θα ξεσπιτωθούν, θα μείνουν άστεγοι. Οι υποσχέσεις ότι θα μετεγκασταθούν σε οργανωμένες κοινότητες μοιάζει μετά απ όσα έχουμε ακούσει και δει από τον Σύριζα, σαν ανέκδοτο.
Εντούτοις, ακριβώς εξαιτίας των πρακτικών αυτοστέγασης των λαϊκών στρωμάτων (συνήθως εκτός σχεδίου) που για ευνόητους λόγους δέχτηκε, αν δεν προέκρινε κιόλας το κράτος, επιδοτήθηκε ουσιαστικά το κεφάλαιο. Χωρίς το κεφάλαιο να αναλάβει κανένα κόστος, είχε έτοιμη, σπιτωμένη και στεγασμένη την «πρώτη ύλη», την εργασιακή δύναμη. Έτσι το κόστος αναπαραγωγής της δεν μετακυλίστηκε στους μισθούς και αυτοί παρέμεναν χαμηλοί. Για τους λογαριασμούς μας ας έχουμε υπόψη ότι η συμμετοχή του κράτους στην παραγωγή κατοικίας στην Ελλάδα ήταν μέχρι τη δεκαετία του 1980 μόλις 1,7% (βλ. Κοτζαμάνης, Μαλούτας 1985). Ούτε το κεφάλαιο συμμετείχε στην παροχή στέγης, με λίγες εξαιρέσεις (Λαύριο, Δραπετσώνα, Ελευσίνα, Δίστομο, Άσπρα Σπίτια, Λάρυμνος), στους εργάτες. Μάλιστα το 2012 καταργήθηκε και ο Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας (ΟΕΚ).
Ωστόσο πίσω από την «ουδέτερη» θέση για πολεοδομικό εξορθολογισμό υπάρχει πάντοτε η στρατηγική πρόθεση του κεφαλαίου για την πλήρη εμπορευματοποίηση της γης. Με αυτή την έννοια ο έλεγχος των βιόκοσμων των λαϊκών στρωμάτων είναι αναγκαίος όρος για να απογυμνωθεί η γη από βιωματικές και συναισθηματικές αναστολές και να αποδοθεί πλήρως στην κερδοσκοπία. Αντίθετα με τα προάστια, ας πούμε τα βορειοανατολικά, που κυριολεκτικά παρήχθησαν από τις δραστηριότητες του κεφαλαίου (εμπορικές, οικιστικές κ.λπ.) και από το κυνήγι της γαιοπροσόδου, οι συνοικίες της Δυτικής Αττικής έχουν μια γενεαλογία ως τόπος αναφοράς για πολλές γενιές.
Το αίσθημα «να ανήκει κανείς κάπου», να έχει ρίζωμα στο χώρο, τροφοδοτεί ένα πνεύμα αντίστασης στην ολοκληρωτική υπαγωγή της γης στην αγορά ενώ διευρύνει, υπό όρους και τις δυνατότητες ανάληψης δράσης. Αυτό το δέσιμο με τον τόπο συμβάλλει ανασταλτικά, όπως είναι αυτονόητο, στην εμπορευματοποίηση της γης και θα πρέπει με τον ένα ή, τον άλλο τρόπο να εξασθενήσει ώστε να είναι προσιτή σε μελλοντικές χρήσεις του χώρου από το κεφάλαιο. Αν δεχτούμε μάλιστα τη θεωρία της καπιταλιστικής «μεταπόλης» (Ascher 1996), όπου η κινητή πόλη, η δικτυακή πόλη παίρνει τη θέση της λειτουργικής-κατατμημένης πόλης και η πυκνότητα αντικαθίσταται από την ταχύτητα ώστε να εκμηδενιστεί ο χρόνος και να σχετικοποιηθεί ο χώρος, τότε οι πλημμύρες είναι μια καλή ευκαιρία για μία πρόβα τζενεράλε. Εξάλλου η ευελιξία της εργασίας θέλει ευέλικτους εργαζομένους, κυριολεκτικά νομάδες, χωρίς δεσμούς με το χώρο, τη γειτονιά, τους ανθρώπους.
Δεν είναι στις προθέσεις μου να υποβαθμίσω τη σημασία των «κινημάτων πόλης» κυρίως στη θεματοποίηση του ζητήματος του χώρου (εξευγενισμός, χρήση κ.λπ.). Όμως το μέγεθος του προβλήματος απλά τα υπερβαίνει. Ενδεχομένως η περίπτωση υπογειοποίησης της Αττικής Οδού στην περιοχή Βριλησσίων-Χαλανδρίου (στο Κοντόπευκο) να δείχνει τις δυνατότητες παρέμβασης αυτών των κινημάτων. Όμως εδώ, δεν έχουμε να κάνουμε με ένα ζήτημα αισθητικής τάξης ή, ποιότητας ζωής κ.ο.κ. προσφιλές πεδίο παρέμβασης των κινημάτων πόλης, αλλά με την κοινωνική αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης (στεγαστικές συνθήκες, κοινωνικές υποδομές, διαμόρφωση γαιοπροσόδων κ.λπ.). Το γεγονός αυτό επηρεάζει άμεσα την τιμή της εργασιακής δύναμης και την απόσπαση κέρδους και γίνεται επίδικο της ταξικής πάλης.
Εγγενές μέρος της ταξικής πάλης γίνεται επίσης και ο πολεοδομικός σχεδιασμός, οι υποδομές της «νεκρής εργασίας» (εργοστάσια, εγκαταστάσεις κ.λπ.) αλλά και οι κοινωνικές υποδομές, αφού τη συγκεντροποίηση των μέσων παραγωγής ακολουθεί η συγκεντροποίηση της εργατικής δύναμης. Σε κάθε περίπτωση αυτός δεν είναι ένας ουδέτερος μηχανισμός, όπως διατείνονται οι τεχνοκράτες, αλλά ένας ταξικός μηχανισμός (βλ. σχέδιο πόλης, κατανομή δραστηριοτήτων, οικιστικές ζώνες κ.λπ.). Αυτό έχει δείξει η ιστορική εμπειρία από την εποχή του Βαρώνου Χάουσμαν στο Παρίσι όταν με εργαλείο την πολεοδομία οι ταξικές ανισότητες πέρασαν και στο χώρο (χωρικές ανισότητες). Πιο εξελιγμένο και με αισθητικές αναζητήσεις το πολεοδομικό εργαλείο παίρνει σήμερα τη μορφή του «εξευγενισμού» (gentrification) αποσκοπώντας, όπως το εγχείρημα του Χάουσμαν, στην εκδίωξη του πληθυσμού ώστε η γη, ο χώρος να δοθεί χωρίς περιορισμούς στην αγορά.
Ωστόσο για να αντιμετωπίσεις ταξικούς μηχανισμούς χρειάζεσαι ταξικά κινήματα. Είναι αμφίβολο αν με διαταξικά κινήματα (κινήματα πόλης κ.ά.) μπορείς να θέσεις, εκτός από ειδικά ζητήματα (κυρίως ζητήματα εξωραϊσμού), το ζήτημα της κοινωνικής αναπαραγωγής. Συνεπώς χρειάζονται κοινωνικά υποκείμενα (δηλαδή κοινωνικές τάξεις) που θα δομούνται εδώ, στη σφαίρα παραγωγής, καθώς το ζήτημα της κοινωνικής αναπαραγωγής, ακόμη και ο έλεγχος του χώρου, η διαμόρφωση του χώρου (αντιπλημμυρικά έργα, υποδομές κ.λπ.) θέτει έμμεσα και το ζήτημα της κοινωνικής οργάνωσης της εργασίας και της παραγωγής.
Έτσι η κοινωνική αναπαραγωγή, η απόσπαση μέσων και πόρων για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων στη φύση και στο δομημένο περιβάλλον (πόλη) γίνεται πάλι αντικείμενο του ταξικού αγώνα, πόσο μάλλον όταν δεν είναι ο «ανθρώπινος παράγοντας» γενικά και αόριστα αλλά η «δημιουργική καταστροφή» του κεφαλαίου. Αυτή η κοινωνική μηχανική ανατρέπει τις φυσικές σταθερές, απαξιώνει ή, καταστρέφει τις υποδομές (οργανικό κεφάλαιο), φθείρει την εργατική δύναμη (ασθένειες, καταπόνηση της ψυχικής υγείας κ.λπ.) και υπονομεύει την αναπαραγωγή της κοινωνίας ως ολότητας.
Ωστόσο ακόμη και ένα κεϋνσιανό εγχείρημα «δημόσιων έργων», ένα εγχείρημα για τη δημιουργία ζήτησης για αγαθά και τη δημιουργία εισοδήματος, απαιτεί μια ευρύτερη κοινωνική βάση που ξεπερνάει τα κινήματα πόλης. Σε τελική ανάλυση πάνω σε αυτά τα ζητήματα, στο πως θα διαμορφωθούν οι πόλεις (πεδία συνάντησης της παραγωγής με την κατανάλωση) δοκιμάζεται η κοινωνική συμμαχία της εργατικής τάξης με τα μικροαστικά και τα μεσοαστικά στρώματα. Και αυτό γιατί μαζί με το ζήτημα της κοινωνικής αναπαραγωγής και της ικανοποίησης των λαϊκών αναγκών που οφείλει να αναληφθεί εξ’ ολοκλήρου από το κράτος (κοινωνικοποίηση), αυτή η κοινωνική συμμαχία στη άνοιγμά της, θα αντιμετωπίσει και την ανεργία των μεσαίων στρωμάτων και μικροαστικών στρωμάτων (επιστήμονες, μισθωτή διανόηση, μικροβιοτέχνες, μικρέμποροι κ.ά.), αποσπώντας έτσι αυτά από την «εύθραυστη» συμμαχία τους με το κεφάλαιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου