Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2016

Απεργίες των καπνεργατών στην αυγή του 20ού αιώνα


Στις 10 Φλεβάρη του 1910 άρχισε η απεργία των καπνεργατών του Βόλου. Η απεργία, μια από τις μεγαλύτερες του κλάδου, διήρκεσε 20 μέρες και έληξε με τη νίκη των απεργών που πέτυχαν σημαντικές αυξήσεις στο μεροκάματο.
Οι καπνεργάτες στα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα, παρ” όλη τη βαριά δουλειά τους, δούλευαν για ένα κομμάτι ψωμί μέσα σε μπουντρούμια, έτσι που οι περισσότεροι καταντούσαν φθισικοί.
Γι” αυτό, από τις αρχές του 1909, άρχισαν να εκδηλώνουν την αγανάχτησή τους και να μιλούν για απεργία, μια που βλέπανε πως οι εργοδότες αδιαφορούσαν για την κατάστασή τους.
Υστερα από πολλά σούρτα φέρτα, μια που οι καπνέμποροι δεν ήθελαν ν” ακούσουν ούτε για αύξηση των μεροκάματων, ούτε για ελάττωση των ωρών δουλειάς, στις 23 του Φλεβάρη (1909) οι καπνεργάτες του Βόλου κήρυξαν απεργία.
Ισαμε τις 27 του μηνός η απεργία είχε ειρηνικό χαραχτήρα. Οι απεργοί ελπίζανε πως οι καπνέμποροι θα δέχονταν τα αιτήματά τους. Ομως οι συνεννοήσεις ναυάγησαν, γιατί οι εργοδότες δε θέλανε να κάνουν και την πιο μικρή υποχώρηση. Στις 2 του Μάρτη η απεργία εξελίχτηκε σ” επαναστατική διαμαρτυρία.
Για τα γεγονότα που επακολούθησαν και που προκάλεσαν ζωηρή εντύπωση σ” ολόκληρη την Ελλάδα, δίνουμε πιο κάτω μιαν αντικειμενική, όσο κι ενδιαφέρουσα εξιστόρησή τους από “ναν παλιό καπνεργάτη του Βόλου, που δημοσιεύτηκε στην τοπική εφημερίδα «Ταχυδρόμος» του Βόλου (22 του Γενάρη 1952):
«Το πρωί της Δευτέρας, στις 2 του Μάρτη 1909, συγκεντρώνονται οι απεργοί καπνεργάται στο Εργατικό Κέντρο, όπου πληροφορούνται ότι ωρισμένοι καπνέμποροι αρνούνται να δεχθούν τα συμφωνηθέντα στην επί παρουσία του Νομάρχου σύσκεψι της προηγουμένης. Επί πλέον κυκλοφορεί η διάδοσις ότι οι καπνέμποροι ηύξησαν τα ημερομίσθια μερικών εργατών, οι οποίοι πήγαν από το πρωί στις αποθήκες.
Αγαναχτισμένοι οι απεργοί πηγαίνουν στην πλατεία Ελευθερίας, όπου η επιτροπή των καπνεργατών καταθέτει την εντολή.
Από την πλατεία Ελευθερίας οι καπνεργάται εξορμούν στις καπναποθήκες για να εξαναγκάσουν τους εργαζομένους σ” αυτές να εγκαταλείψουν τη δουλειά. Πηγαίνουν πρώτα στην αποθήκη Ζαρκάδου, που εργάζονταν περί τους 10 εργάτας και αρκετά παιδιά. Οι απεργοί αφού έβγαλαν έξω τους εργαζομένους, επιτίθενται με πέτρες κατά της αποθήκης και σπάζουν τα τζάμια.
Με φωνές διευθύνονται ύστερα στην αποθήκη Πανά, όπου επίσης σπάζουν τα τζάμια, όπως κάνουν το ίδιο και στις καπναποθήκες Γκιζίκη, Χαμσαραχή, Σαπόρτα και Πανταζοπούλου.
Εν τω μεταξύ φθάνουν στην αποθήκη Πανταζοπούλου ο εισαγγελεύς Γεωργόπουλος και άλλες Αρχές, οι οποίες διώχνουν τους απεργούς. Αυτοί διευθύνονται ύστερα στα Παληά, όπου σπάζουν τις πόρτες και τα παραθυρόφυλλα της αποθήκης Αδάμου.
Επιχειρούν έπειτα να επιστρέψουν στην πόλι. Αλλά, ενώ βρίσκονται στη Λαχαναγορά, καταφθάνουν οι χωροφύλακες και στρατιωτική δύναμις υπό τον υπολοχαγό Μακρόπουλο. Η σύρραξις επέρχεται. Οι αρχές συλλαμβάνουν μερικούς απεργούς και οι χωροφύλακες πυροβολούν στον αέρα για εκφοβισμό. Οι πυροβολισμοί συνεχίζονται, γιατί οι απεργοί δεν υποχωρούν και προσπαθούν να αποσπάσουν τους συναδέλφους των που συνελήφθησαν. Οι ανώτεροι αστυνομικοί Διοσκουρίδης και Πλαπούτας, καθώς και ο εισαγγελεύς Γεωργόπουλος είναι παρόντες. Η ταραχή συνεχίζεται. Οι πυροβολισμοί εξακολουθούν. Μερικές σφαίρες πέφτουν στο δικηγορικό γραφείο Μακροπούλου, χωρίς να τραυματίσουν κανέναν απ” όσους ήσαν μέσα. Αλλες σφαίρες όμως χτυπούν τους καπνεργάτας και τραυματίζουν τρεις απ” αυτούς. Χύνεται το πρώτο εργατικό αίμα…
Οι απεργοί αρχίζουν να διαλύωνται, ενώ μερικοί απ” αυτούς μεταφέρουν τους τραυματισθέντας στο φαρμακείο Καλτσωγιάννη, κοντά στο Δημοτικό θέατρο. Οι τραυματισθέντες καπνεργάται είναι οι : 1) Σεραφείμ Πιτσικάλης από τον Αγιο Ονούφριο. Φέρει τρία τραύματα στο τριχωτό της κεφαλής. 2) Βασίλειος Δήμας από την Αλλη Μεριά, 20 ετών, ο οποίος φέρει τραύμα στον μηρό και 3) Σπυρίδων Ράμας από τη Λαμία, ετών 36, ο οποίος φέρει ελαφρό τραύμα στο βραχίονα. Οι δυο πρώτοι μεταφέρονται από το φαρμακείο Καλτσογιάννη στο νοσοκομείο όπου ο ιατρός Σαράτσης εγχειρίζει τον Δήμα, του οποίου η κατάστασις είναι σοβαρή.
Αλλά οι καπνεργάται δεν αποθαρρύνονται. Μετά τις σκηνές των Παλαιών πηγαίνουν στην εκκλησία της Αναλήψεως, όπου, αγανακτισμένοι για τους τραυματισμούς, ορκίζονται μπροστά στις εικόνες ότι θα επιμείνουν μέχρι τέλους διεκδικούντες τα δίκαιά των και το αίμα των συντρόφων των.
Εν τω μεταξύ φθάνουν στην εκκλησία ο νομάρχης, ο διευθυντής της Αστυνομίας, ο εισαγγελεύς και ο ανακριτής, οι οποίοι δηλώνουν ότι οι συλληφθέντες, αφού τελειώσουν οι ανακρίσεις, θα απολυθούν. Εν συνεχεία φθάνει ο Δήμαρχος, ο οποίος ομιλεί προς τους εργάτας και προτείνει καταρτισμό επιτροπής για την επίλυσιν του όλου ζητήματος. Οι απεργοί διαλύονται για να επανέλθουν το απόγευμα.
Οι πρόεδροι των συντεχνιών της Φιλοπτώχου Αδελφότητος συνέρχονται εκτάκτως και αποφασίζουν να ενισχύσουν τους καπνεργάτας. Εκτάκτως επίσης συνέρχεται και η διοικητική επιτροπή του Εργατικού Κέντρου, η οποία συντάσσει και σχετικό ψήφισμα, υπογραφόμενο από τον προϊστάμενο της Επιτροπής Γ. Μούσιο και τον γραμματέα Κ. Χρυσικόπουλο.
Με κωδωνοκρουσίες το απόγευμα καλούνται οι καπνεργάτες στη συγκέντρωσι της Αναλήψεως, όπου φθάνουν και οι συλληφθέντες απεργοί, οι οποίοι απεφυλακίσθησαν και γίνονται δεκτοί με ενθουσιασμό και κραυγές χαράς. Προς τους συγκεντρωθέντας ομιλεί, όπως και το πρωί, ο Γ. Αλεξανδράκης, ο οποίος παροτρύνει τους απεργούς να συνεχίσουν τον αγώνα των. Εν συνεχεία ομιλεί ο πρόεδρος της επιτροπής των καπνεργατών Ζησόπουλος και εκλέγεται δωδεκαμελής επιτροπή, η οποία αποσύρεται για λίγο και συσκέπτεται. Οταν παρουσιάζεται ξανά και γίνεται δεκτή με ζητωκραυγές, τίθεται επί κεφαλής των καπνεργατών, οι οποίοι ξεκινούν από την εκκλησία και κατευθύνονται, πάλι με ζητωκραυγές, προς την οδό Δημητριάδος. Αφού παρήλασαν διά της οδού Δημητριάδος με τάξιν και ησυχία, αν και δεν εφαίνετο πουθενά ούτε σκιά χωροφύλακος, κατευθύνθηκαν στο κατάστημα του προέδρου της Φιλοπτώχου Αδελφότητος Κούτσικου, στην οδόν Ερμού. Ο πρόεδρος της Αδελφότητος δηλώνει ότι οι συντεχνίες θα ενισχύσουν τους καπνεργάτες, οι οποίοι ύστερα απ” αυτή τη δήλωσι ζητωκραυγάζουν και διά των οδών Ιωλκού, Δημητριάδος και Ορμηνίου διευθύνονται στη Νομαρχία. Εκεί ο Νομάρχης δηλώνει ότι οι καπνέμποροι δέχονται τα αιτήματα των καπνεργατών και παρακαλεί τους απεργούς να διαλυθούν ήσυχα.
Οι εργάται δικαιώνονται. Οι αγώνες καρποφορούν.
Μετά την δήλωσιν του νομάρχου, οι απεργοί κατευθύνονται στην πλατεία Ελευθερίας, όπου εκφωνείται νέος λόγος και ύστερα διαλύονται.
Την νύχτα φθάνουν από τα πέριξ πολλοί χωροφύλακες προς ενίσχυσιν της αστυνομίας.
Τα γεγονότα του Βόλου έγιναν γνωστά σ” ολόκληρη τη Θεσσαλία και την υπόλοιπη χώρα, προεκάλεσαν δε ευρείαν συζήτησιν και στη Βουλή.
Από το πρωί της επομένης, 3ηςΜαρτίου, οι καπνεργάται άρχισαν να συγκεντρώνονται στην πλατεία Ελευθερίας, και από εκεί κατευθύνονται στην εκκλησία της Αναλήψεως, όπου αναμένουν τις ανακοινώσεις της επιτροπής των.
Η επιτροπή καλεί τους απεργούς εντός του ναού και εκεί γνωστοποιεί το έγγραφο του Εμπορικού Συλλόγου, στο οποίο αναγράφονται τα προτεινόμενα υπό των καπνεμπόρων. Επί των προτεινομένων όρων επέρχονται ωρισμένες τροποποιήσεις και συντάσσεται υπόμνημα προς τον Εμπορικό Σύλλογο. Οι καπνεργάτες διαλύονται ύστερα από αυτό για να επανέλθουν το απόγευμα.
Εν τω μεταξύ οι πρόεδροι των διαφόρων συντεχνιών και σωματείων του Βόλου συνέρχονται σε σύσκεψι, στην οποία παρίσταται και η επιτροπή των καπνεργατών. Επειδή δε μεταξύ των μελών της επιτροπής είναι και ο Αλεξανδράκης, ωρισμένοι πρόεδροι δυσφορούν και ζητούν να μείνουν στη σύσκεψι μόνον οι καπνεργάται. Αλλ” αυτοί δηλώνουν ότι ο Αλεξανδράκης προΐσταται της επιτροπής και πρέπει οπωσδήποτε να παραμείνη. Και έτσι έγινε. Στη σύσκεψι αυτή, καθώς και σε αλλεπάλληλες εν συνεχεία συσκέψεις καπνεργατών, Αρχών και άλλων αρμοδίων, το όλον ζήτημα βρήκε τη σωστή του λύσι και υπεγράφησαν συμφωνητικά, με τα οποία γίνονται γνωστοί οι όροι των καπνεργατών.
Μετά τις συσκέψεις η επιτροπή των καπνεργατών κατευθύνεται στην Ανάληψι, όπου περιμένουν οι απεργοί, οι οποίοι μόλις πληροφορούνται τα αποτελέσματα, προχωρούν με ζητωκραυγές προς τον Αγιο Νικόλαο, όπου αρχίζουν τις κωδωνοκρουσίες – σημείον λήξεως της απεργίας. Προς τους συγκεντρωθέντας ομιλεί ο καπνέμπορος Γκιζίκης και εν συνεχεία οι καπνεργάτες παρελαύνουν διά των οδών Ερμού, Δημητριάδος και Ιωλκού και καταλήγουν στην πλατεία Ελευθερίας, όπου διαλύονται.
Τετάρτη, 4 Μαρτίου 1909. Οι καπνεργάται επαναλαμβάνουν τις εργασίες των. Η απεργία, η ιστορική απεργία, έληξε. Με ευχάριστα για τους εργάτες αποτελέσματα. Ας είναι σοβαρή η κατάστασις του ατυχούς Β. Δήμα και ας χρειάστηκε σήμερα να του κοπή το πόδι. Χωρίς αγώνες, χωρίς αίμα, χωρίς θυσίες, τίποτε δεν επιτυγχάνεται.
Το βράδυ συλλαμβάνεται και κρατείται στην αστυνομία ο Γ. Αλεξανδράκης.
Την 25ηΜαρτίου τελειώνουν οι ανακρίσεις για τα καπνεργατικά και υποβάλλεται το πόρισμα υπό του δικαστού Νικητοπούλου στον εισαγγελέα, ο οποίος γνωματεύει, ότι οι προφυλακισθέντες πρέπει να παραπεμφθούν στο Πλημμελειοδικείο και να διαταχθή η απόλυσίς των από τις φυλακές.
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών συνέρχεται την 26ησε σύσκεψι και παραδέχεται την πρότασι του εισαγγελέως. Ετσι, την Παρασκευή 27ηΜαρτίου του 1909, αποφυλακίζονται οι κρατούμενοι στο Βόλο δύο καπνεργάται, καθώς και ο προφυλακισμένος στα Τρίκαλα Γ. Αλεξανδράκης».
Ομως μέσα σ” ένα χρόνο οι καπνέμποροι σήκωσαν κεφάλι και θέλησαν να ξαναφέρουν το παλιό καθεστώς της δωδεκάωρης δουλειάς και του μεροκάματου της πείνας. Γι” αυτό, στις 10 του Φλεβάρη 1910, οι Βολιώτες καπνεργάτες κατεβαίνουν σε νέα απεργία. Τούτη η απεργία τους βαστάει τρεις βδομάδες και τελειώνει κι αυτή μ” επιτυχία...Γιάννης Κορδάτος,  «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ», Β” έκδοση, εκδόσεις «Πέτρος Δ. Καραβάκος», Αθήνα 1956
Πηγή:hwu

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου