Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2018

Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος: Ένα ακατάβλητο επαναστατικό εγχειρίδιο


Η διαπίστωση του μαρξισμού ότι η ταξική κοινωνία οδηγεί αναπόφευκτα στην ταξική πάλη, σε εξεγέρσεις και επαναστάσεις που την ανατρέπουν, επαληθεύεται και στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία

Εφαλτήριο ανατροπής, όχι Ιερό Βιβλίο

Στην επέτειο των 170 χρόνων από τη συγγραφή και κυκλοφορία του το Κομμουνιστικό Μανιφέστο διατηρεί την ορθότητα των γενικών αρχών που εκτέθηκαν σ’ αυτό. Δεν αποτελεί για τους κομμουνιστές Ιερά Βίβλο, που τα δόγματά της διατηρούν την αλήθεια και την ισχύ τους στον αιώνα τον άπαντα. Ο μαρξισμός εξελίσσεται και εφαρμόζεται ανάλογα με τις υπάρχουσες ιστορικές συνθήκες. Αυτό ισχύει και για τις γενικές αρχές του, όπως η ιστορικότητα του καπιταλισμού, της ταξικής πάλης, της επανάστασης, του κράτους. Οι Καρλ Μαρξ και Φρίντριχ Ένγκελς στον πρόλογό τους στην γερμανική έκδοση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου το 1872 σε μια κριτική αποτίμησή του αναγνωρίζουν ότι το έργο τους σε ορισμένα σημεία του, λόγω των ιστορικών εξελίξεων, χρήζει συμπληρώσεων και αλλαγών. Διαπιστώνουν ότι τα επαναστατικά μέτρα που προτείνουν στο τέλος του δευτέρου κεφαλαίου («Προλετάριοι και Κομμουνιστές») δεν έχουν πλέον (το 1872) καθόλου ιδιαίτερη σημασία, γι’ αυτό θα τα εξέθεταν (το 1872) από πολλές απόψεις διαφορετικά. Στο ίδιο κεφάλαιο αναπτύσσουν τη θέση ότι «το πρώτο βήμα στην εργατική επανάσταση είναι η ανύψωση του προλεταριάτου σε κυρίαρχη τάξη, η κατάκτηση της δημοκρατίας».

Το 1872, στον πρόλογο του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, υπό το φως της Κομμούνας του Παρισιού, που συγκρότησε το πρώτο εργατικό κράτος, οι Μαρξ και Ένγκελς συμπέραναν ότι δεν μπορεί η εργατική τάξη να πάρει στα χέρια της την έτοιμη κρατική μηχανή και να τη βάλει σε κίνηση για τους δικούς της σκοπούς. Πρέπει να τη συντρίψει και στη θέση της να δημιουργήσει το δικό της κράτος στο πρότυπο της Παρισινής Κομμούνας.

Η ορθότητα των γενικών αρχών του Κομμουνιστικού Μανιφέστου διατηρείται, χωρίς να αποτελεί για τους κομμουνιστές ευαγγέλιο, με ακίνητες δογματικές αλήθειες. Ο μαρξισμός εξελίσσεται σύμφωνα με τις υπάρχουσες ιστορικές συνθήκες. Η δύναμη του Μανιφέστου όμως βρίσκεται στην ανάδειξη των κύριων τάσεων της ταξικής πάλης και της επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού για την κομμουνιστική απελευθέρωση.

Ιστορία ταξικών αγώνων 

Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος αρχίζει με μια πασίγνωστη εμβληματική φράση: «Η ιστορία όλων των ως τώρα κοινωνιών είναι ιστορία ταξικών αγώνων. Ελεύθερος και δούλος, πατρίκιος και πληβείος, βαρόνος και δουλοπάροικος βρίσκονται σε ακατάπαυστη αντίθεση μεταξύ τους…που τελείωνε κάθε φορά με τον επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας ή με την από κοινού καταστροφή των τάξεων που αγωνίζονταν». Η μετάβαση απ’ την πρωτόγονη αταξική κοινωνία στην ταξική κοινωνία οδηγεί στη διαίρεση της κοινωνίας στην πλειοψηφία που κατέχει τα μέσα παραγωγής και στην εκμεταλλευόμενη πλειοψηφία. Αυτή η ταξική διαίρεση και εκμετάλλευση οδηγεί σε ανειρήνευτη ταξική πάλη, πότε καλυμμένη, πότε ανοιχτή, πότε σε έξαρση, πότε σε πτώση, που οδηγεί στη μετάβαση από την μια κοινωνία στην άλλη. Η αστική κοινωνία που προέκυψε απ’ τη φεουδαρχία με επανάσταση ή με συμβιβασμό δεν κατάργησε τις ταξικές αντιθέσεις, δημιούργησε νέες τάξεις και αντιθέσεις, νέους όρους καταπίεσης, νέες μορφές πάλης. Η διαπίστωση του μαρξισμού ότι η ταξική κοινωνία οδηγεί αναπόφευκτα στην ταξική πάλη, σε εξεγέρσεις και επαναστάσεις που την ανατρέπουν, επαληθεύεται και στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία. Παρά την τεράστια ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και τον πλούτο που συσσωρεύεται, οι ταξικές αντιθέσεις όχι μόνο δεν αμβλύνονται, αλλά οξύνονται, ιδίως σε συνθήκες κρίσης. Η κοινωνία καθολικής ευημερίας αποδείχτηκε φενάκη. Στα 170 χρόνια που κύλησαν απ’ την έκδοση του Μανιφέστου πολλές εξεγέρσεις και επαναστάσεις ξέσπασαν, κινήματα στο όνομα του κομμουνισμού κατέλαβαν προσωρινά την εξουσία. Η αστική κοινωνία θα είναι η τελευταία εκμεταλλευτική κοινωνία, αφού η εργατική τάξη που θα την ανατρέψει από τον χαρακτήρα της συνδέεται με τη συλλογική ιδιοκτησία και διαχείριση των μέσων παραγωγής.

Αξιοποιώντας το υπάρχον εμπειρικό υλικό, αλλά και με επιστημονική διορατικότητα για οικονομικές εξελίξεις όχι σε προχωρημένη φάση, οι Μαρξ και Ένγκελς διατύπωσαν τη θεωρία της συνεχούς επαναστατικοποίησης των παραγωγικών δυνάμεων, που μεταβάλλουν τις σχέσεις παραγωγής και όλες τις κοινωνικές και πνευματικές σχέσεις, σε αντίθεση με τα προγενέστερα οικονομικά συστήματα, που διατηρούσαν αμετάβλητο τον τρόπο παραγωγής, με δευτερεύουσες εξαιρέσεις. Το κέρδος ως υπέρτατος στόχος ωθεί το κεφάλαιο να επαναστατικοποιεί τις παραγωγικές δυνάμεις, για να αυξάνει την πώληση των προϊόντων του, στην εθνική, αλλά και στη διεθνή αγορά. Η αστική τάξη διεθνοποιεί την παραγωγή και την κατανάλωση. Διαπιστώνουν ότι: «Προς μεγάλη λύπη των αντιδραστικών, αφαίρεσε (η αστική τάξη) το εθνικό έδαφος κάτω από τα πόδια της βιομηχανίας». Η αστική τάξη δημιουργεί έναν κόσμο «κατ’ εικόνα της». Οι αστικές σχέσεις παραγωγής και ο αστικός πολιτισμός επιβάλλονται στην εθνική, αλλά και στη διεθνή κοινωνία. Η καπιταλιστική διεθνοποίηση των μέσων του 19ου αιώνα μετεξελίχτηκε στην καπιταλιστική «παγκοσμιοποίηση» των τελευταίων δεκαετιών του 20ου αιώνα. Ο ανισόμετρος ανταγωνισμός των ηγετικών κυρίως καπιταλισμών, ιδίως σε εποχή κρίσης, δημιουργεί μια τάση ενίσχυσης του εθνικισμού-προστατευτισμού, που ποτέ δεν είχε εκλείψει. Η εγγενής τάση διεθνοποίησης του καπιταλισμού, που είχαν διίδει οι Μαρξ-Ένγκελς, παρά την ενίσχυση του εθνικισμού – προστατευτισμού, δεν οδηγείται ασφαλώς στο τέλος της παγκοσμιοποίησης, αλλά σε κρίση της υπάρχουσας μορφής και σε κάποια μορφή ανασυγκρότησής της.

Στο Μανιφέστο διατυπώνεται ολοκληρωμένη σχεδόν η θεωρία της προλεταριακής επανάστασης. Ως πρώτο και αποφασιστικό βήμα για την επανάσταση προβάλλεται η «ανύψωση του προλεταριάτου σε κυρίαρχη τάξη, η κατάκτηση της δημοκρατίας». Το προλεταριάτο θα χρησιμοποιήσει την πολιτική του κυριαρχία,για ν’ αποσπάσει βαθμιαία απ’ την αστική τάξη όλα τα εργαλεία παραγωγής και «να τα συγκεντρώσει στα χέρια του κράτους, δηλαδή του προλεταριάτου, που είναι οργανωμένο σαν κυρίαρχη τάξη», για να αυξήσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα τη μάζα των παραγωγικών δυνάμεων και να βελτιώσει ριζικά τους υλικούς και πνευματικούς όρους ζωής. Αν και δεν χρησιμοποιείται ο ακριβέστερος όρος της δικτατορίας του προλεταριάτου, η θεωρία της αναγκαίας συντριβής του αστικού κράτους, ο τρόπος οργάνωσης του προλεταριάτου σαν κυρίαρχη τάξη (κομμούνες, σοβιέτ), η ακρογωνιαία αρχή της σχεδιασμένης οικονομίας, ωστόσο το άλφα και ωμέγα της επανάστασης, η κατάκτηση και άσκηση της εξουσίας απ’ το προλεταριάτο έχουν τεθεί ήδη στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο.

Οι Μαρξ-Ένγκελς διατυπώνουν ακόμη τη θέση της εθνικής και διεθνικής επανάστασης. «Το προλεταριάτο πρέπει πρώτα να κατακτήσει την πολιτική εξουσία, να ανυψωθεί σε εθνική (κυρίαρχη) τάξη», ενώ και «η κοινή δράση του, τουλάχιστον στις πολιτισμένες χώρες, αποτελεί έναν από τους πρώτους όρους απελευθέρωσής του». Στο Μανιφέστο, θεμελιώνεται η έννοια της μεταβατικής περιόδου, αν και δεν χρησιμοποιείται ο όρος. Θεμελιώδους σημασίας είναι η θέση ότι η μεταβατική περίοδος προβλέπεται να αρχίζει όχι στα πλαίσια του καπιταλισμού αλλά μετατίθεται εξολοκλήρου η έναρξή της μετά την επαναστατική κατάκτηση της εξουσίας ως τον σοσιαλισμό-κομμουνισμό.

Η οποιαδήποτε έννοια του ουτοπισμού ήταν ξένη στη σκέψη των ιδρυτών του μαρξισμού. Η κομμουνιστική κοινωνία έχει τους δικούς της νόμους-όρους. Δεν προκύπτει άμεσα και βουλησιαρχικά μετά τη νίκη της προλεταριακής επανάστασης και την κατάκτηση της κρατικής εξουσίας από το προλεταριάτο. Οι Μαρξ-Ένγκελς προτείνουν μια δεκάδα μεταβατικών μέτρων, ενδεικτικών μάλλον, αφού η παράθεσή τους τελειώνει με τη συντομογραφία «κλπ, κλπ». Εξάλλου και στον πρόλογο του 1872 με κριτική παρρησία αναγνωρίζουν ότι δεν πρέπει να αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία σε αυτά τα μέτρα, αφού «η εφαρμογή τους παντού και πάντα θα εξαρτηθεί απ’ τις υπάρχουσες ιστορικές συνθήκες». Το εξαιρετικά σημαντικό είναι ότι στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο οι Μαρξ-Ένγκελς, σε γενικές γραμμές, προσδιορίζουν τους όρους και τα όρια της μεταβατικής περιόδου και της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής κοινωνίας: «Όταν στην πορεία της εξέλιξης θα έχουν εξαφανιστεί οι ταξικές διακρίσεις κι όταν θα έχει συγκεντρωθεί όλη η παραγωγή στα χέρια οργανωμένων ατόμων, τότε η δημόσια εξουσία θα χάσει τον πολιτικό της χαρακτήρα». Η επανάσταση θα ολοκληρωθεί και θα υπάρξει μετάβαση στον σοσιαλισμό-κομμουνισμό, όταν θα καταργηθούν οι τάξεις και θα υπάρχει ενιαίος τύπος εργαζομένων, όταν θα ισχύει η αρχή «Ο καθένας ανάλογα με τις ικανότητες, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του», όταν θα εκλείψουν ολοκληρωτικά ο νόμος της αξίας και οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις, όταν θα απονεκρωθεί το κράτος ως οργανωμένη βία μιας τάξης για την καταπίεση μιας άλλης (δημόσια εξουσία), όταν θα καταργηθούν οι αντιθέσεις πόλης-χωριού, διανοητικής-χειρωνακτικής εργασίας.

Χρηστική είναι και η κριτική των Μαρξ-Ένγκελς για τα είδη της σοσιαλιστικής φιλολογίας και τις αντίστοιχες πολιτικές. Στον πρόλογο του 1890 επισημαίνουν ότι το όνομα σοσιαλιστές αποδιδόταν στους οπαδούς ουτοπικών συστημάτων και στους «κομπογιαννίτες» που θέλουν να παραμερίσουν τα κοινωνικά κακά, χωρίς να βλάψουν το κεφάλαιο. Γι’ αυτό, ονόμασαν το Μανιφέστο κομμουνιστικό και όχι σοσιαλιστικό.

Υπέρβαση των ουτοπικών και μικροαστικών σοσιαλισμών

Αντιλήψεις που καταπολεμήθηκαν από το Μανιφέστο εμφανίζονται πάλι σήμερα
Η χρήση όρων στο πολιτικό σύστημα που έχουν ευφημιστικό χαρακτήρα (λαϊκός, δημοκρατικός, αριστερός, σοσιαλιστικός κ.ά.) από αντιλήψεις και δυνάμεις που εκπροσωπούν αντίθετα συμφέροντα, έχουν διαχρονικό χαρακτήρα. Στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο διακρίνονται τρία είδη «σοσιαλισμού». Ο αντιδραστικός σοσιαλισμός, ο αστικός σοσιαλισμός, ο ουτοπικός σοσιαλισμός. Τον αντιδραστικό σοσιαλισμό συνδέουν οι Μαρξ-Ένγκελς με την ηττημένη φεουδαρχία, που απευθύνει λίβελους στην κυρίαρχη αστική τάξη προς το συμφέρον, υποτίθεται, της πολυπληθούς εργατικής τάξης, για να κερδίσει την πολιτική συμπάθειά της. Επίσης, ο όρος μικροαστικός σοσιαλισμός χρησιμοποιείται για τα ενδιάμεσα στρώματα που καταστρέφονται ή φυτοζωούν ή απειλούνται στα πλαίσια της αστικής κοινωνίας. Αντίστοιχο με τον φεουδαρχικό σοσιαλισμό σύγχρονο φαινόμενο είναι η ακροδεξιά και τα φασιστικά κόμματα, που ενώ αποτελούν το μακρύ χέρι του κεφαλαίου, εμφανίζονται με φιλολαϊκό και πατριωτικό προσωπείο. Αντανάκλαση του μικροαστικού σοσιαλισμού σήμερα αποτελούν πολιτικές δυνάμεις που υπόσχονται στους μικροαστούς αποκατάσταση της προγενέστερης θέσης τους, δυνατότητα ουτοπική για τη μεγάλη πλειοψηφία τους στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό.

Ο αστικός σοσιαλισμός επιχειρεί να εμφανίσει την καπιταλιστική κοινωνία ως κοινωνία που ωφελεί το προλεταριάτο, ώστε να μην επαναστατικοποιείται (αύξηση κοινωνικής πίτας, μικροπαροχές, βελτίωση συνθηκών εργασίας). Αυτές, περίπου, οι επαγγελίες αναπαράγονται και σήμερα. Είναι όμως αμελητέες και καταρρέουν στις κρίσεις.

Για τον ουτοπικό σοσιαλισμό στις διάφορες μορφές του υποστηρίζουν ότι αποκρούει κάθε πολιτική και ιδιαίτερα την επαναστατική δράση, προσπαθεί να ανοίξει δρόμο με τη δύναμη του παραδείγματος και του πειραματισμού «εν σμικρώ», πρωτοβουλίες που αδυνατούν βέβαια να ανατρέψουν τον καπιταλισμό. Αναλογίες στην εποχή μας αποτελούν η απόρριψη της επανάστασης και της κατάκτησης της εξουσίας απ’ τον αναρχισμό, η δημιουργία αυτόνομων νησίδων που σωρευόμενες θα συμπήξουν την «ήπειρο» της νέας κοινωνίας (Χολογουέι).

Συμβολή στο κομμουνιστικό κόμμα της εποχής μας

Στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο οι ιδρυτές του μαρξισμού έθεσαν τις βάσεις του πρωτοποριακού ρόλου του κομμουνιστικού κόμματος. Αυτό διαφέρει από τα άλλα εργατικά κόμματα σε δύο βασικές αντιλήψεις και αρχές: ότι, απ’ τη μια μεριά, στους διάφορους εθνικούς αγώνες των εργατών, τονίζουν και προβάλλουν τα συμφέροντα που είναι κοινά για το σύνολο της εργατικής τάξης, ανεξαρτήτως εθνότητας. Και, από την άλλη,στις διάφορες βαθμίδες ανάπτυξης του αγώνα ανάμεσα στην εργατική και την αστική τάξη, εκπροσωπούν πάντα τα συμφέροντα όχι της μιας ή της άλλης μερίδας, αλλά του εργατικού κινήματος στο σύνολό του.

Χωρίς να χρησιμοποιούν τον όρο διατύπωσαν την έννοια της πρωτοπορίας του κομμουνιστικού κόμματος, που αποτελεί «το πιο αποφασιστικό τμήμα των εργατικών κομμάτων όλων των χωρών, το τμήμα που κινεί τα πάντα προς τα εμπρός». Θεωρητικά, οι κομμουνιστές πλεονεκτούν απ’ την υπόλοιπη μάζα του προλεταριάτου με τη σωστή αντίληψη για τις συνθήκες, την πορεία και τα γενικά αποτελέσματα του εργατικού κινήματος. Πολιτικά, υπερτερούν στη συγκρότηση του προλεταριάτου σε τάξη με ενιαία αυτοσυνείδηση, που στοχεύει στην ανατροπή της αστικής κυριαρχίας, την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας, την εγκαθίδρυση του κομμουνισμού. Συνέλαβαν την ιδέα ότι οι κομμουνιστές δεν συγκροτούν ξεχωριστή κοινωνική ομάδα, που εισάγει απ’ έξω τη συνείδηση στην εργατική τάξη. Αποτελούν το πιο προωθημένο τμήμα της («το πιο αποφασιστικό τμήμα των εργατικών κομμάτων»). Δεν έχουν «συμφέροντα που ξεχωρίζουν απ’ τα συμφέροντα του προλεταριάτου στο σύνολό του». Παρά τα 170 χρόνια που πέρασαν από τη συγγραφή του Κομμουνιστικού Μανιφέστου οι ιδέες αυτές των Μαρξ-Ένγκελς αποτελούν πολύτιμη παρακαταθήκη για τη συγκρότηση του κομμουνιστικού κόμματος της εποχής μας. του  Δ. Γρηγορόπουλου




Η επανάσταση ως δυνατότητα και η απειλή της καταστροφής και του πισωγυρίσματος

Οι Μαρξ και Ένγκελς οριοθετούνται από τον ουτοπικό σοσιαλισμό και αντιλαμβάνονται το προλεταριάτο όχι μόνο ως πάσχουσα ανθρωπότητα, αλλά και ως εν δυνάμει πολιτικό υποκείμενο. Γράφοντας στο Μανιφέστο, πως η ταξική πάλη μπορεί να οδηγήσει στην καταστροφή των αντιμαχόμενων τάξεων, οι Μαρξ-Ένγκελς αποδομούν την οικονομίστικη προσέγγιση. Δεν υπάρχουν εγγυήσεις ότι οι επαναστάσεις νικούν, αν οι συνειδητά δρώντες, έχοντας φυσικά επίγνωση των ιστορικών ορίων, δεν κινηθούν με τόλμη στο στρόβιλο της ιστορίας.

Το Μανιφέστο υπερασπίζεται τον κομμουνισμό ως συνειδητό σχέδιο δράσης και ως τη μόνη προοπτική για την ανθρωπότητα

Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος (Das Manifest der Kommunistischen Partei) ή εν συντομία το Κομμουνιστικό Μανιφέστοείναι αναμφίβολα το πλέον κλασικό έργο της μαρξιστικής θεωρίας. 170 χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση παραμένει επίκαιρο και γιατί ο κομμουνισμός ως πολιτική ταυτότητα αποκτά και πάλι σημαίνουσα βαρύτητα σε μια εποχή κατά την οποία η περιγραφική/γεωγραφική έννοια της “αριστεράς”, μοιάζει να έχει χάσει το ριζοσπαστικό/ταξικό στίγμα της.

Το “Μανιφέστο” δεν είναι ένα αμιγώς θεωρητικό έργο που έχει ως στόχο κάποια αφηρημένη διαμάχη στη σφαίρα των ιδεών, ακαδημαϊκού τύπου. Αντίθετα είναι ένα πολιτικό έργο, μία πλατφόρμα θέσεων των κομμουνιστών της εποχής, ένα εργαλείο δράσης και ταυτόχρονα μια διακήρυξη πολιτικής ταυτότητας.

Το Μανιφέστο εκδίδεται λίγες εβδομάδες πριν από την επανάσταση κατά της μοναρχίας στη Γαλλία στις 21 Φλεβάρη 1848 και λίγους μήνες πριν από την προλεταριακή εξέγερση του Ιούνη της ίδιας χρονιάς, σε μια πραγματική επαναστατική συγκυρία.

Ουσιαστικά το Μανιφέστο αναλύει τη στιγμή που ολοκληρώνεται το πέρασμα στην ταξική διαίρεση που χαρακτηρίζει τον καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό, όταν δηλαδή συντελείται η μετάβαση από τη λεγόμενη τυπική υπαγωγή στην πραγματική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο. Με αυτή την έννοια το Μανιφέστο φιλοδοξεί να αποτελέσει τη θεωρητική ανάλυση της πραγματικής κοινωνικής κίνησης, συμβάλοντας στην επαναστατική της ανατροπή.

Όταν οι Μαρξ-Ένγκελς γράφουν το Μανιφέστο είναι νέοι ακόμα και για την εποχή τους: ο πρώτος είναι 30 κι ο δεύτερος 28 ετών, αλλά έχουν ήδη μια ολοκληρωμένη θεωρητική συγκρότηση και πλούσιο συγγραφικό έργο. Και οι δύο έχουν σχετιστεί με τους αριστερούς νεοχεγκελιανούς, έχουν υπερβεί τη ριζοσπαστική-δημοκρατική αντίληψη και αυτοπροσδιορίζονται πλέον ως κομμουνιστές. Ο Μαρξ έχει αντιπαρατεθεί κριτικά με το ιδεολογικό του παρελθόν στο Εβραϊκό Ζήτημα (1843-44) αλλά και στην Κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου και έχει αναδείξει θεωρητικά το κομμουνιστικό πρόταγμα ως ιστορική αναγκαιότητα στα Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα (1844), ενώ στην Αθλιότητα της Φιλοσοφίας (1846-47)επεξεργάζεται υλιστικά οικονομικές κατηγορίες, κρίνοντας ανηλεώς το μικροαστικό ριζοσπαστισμό του Προυντόν. Αντίστοιχα, ο Ένγκελς έχει καταγράψει με συγκλονιστικό τρόπο τη ζωή του προλεταριάτου στο έργο Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία (1845). Από κοινού τόσο στη Γερμανική Ιδεολογία (1845-46), όσο και στην Αγία Οικογένεια (1845) οι κλασικοί του μαρξισμού συστηματοποιούν και αναλύουν τη ρήξη τους με το ιδεολογικό τους παρελθόν, ορμώμενοι από μια θεωρητική/πρακτική ανάγκη αναστοχασμού και επανακαθορισμού των ιδεών τους και των ίδιων, ως δρώντων πολιτικών υποκειμένων.

Οι Μαρξ-Ένγκελς έχουν οριοθετηθεί και από τον ουτοπικό σοσιαλισμό και αντιλαμβάνονται το προλεταριάτο όχι μόνο ως πάσχουσα ανθρωπότητα, αλλά και ως εν δυνάμει πολιτικό υποκείμενο. Ταυτόχρονα διεκδικούν την ηγεμονία της “κομμουνιστικής υπόθεσης” από το ρεύμα του μπλανκισμού, τιμώντας μεν τον επαναστατικό βολανταρισμό του Μπλανκί, θέλοντας όμως να τον υπερβούν διαλεκτικά. Ωστόσο, οι συγγραφείς του Μανιφέστου δεν παρουσιάζονται ως ιδρυτές του κομμουνισμού, αλλά αντίθετα διεκδικούν στο πολιτικό επίπεδο, την επαναστατική κληρονομιά του κομμουνιστικού ρεύματος, του “πρώιμου” αιτήματος του Μπαμπέφ και του Μπουαναρότι για μια ταξική-προλεταριακή ολοκλήρωση της Γαλλικής Επανάστασης. Οι Μαρξ-Ένγκελς θέτουν ως στόχο να επικαιροποιήσουν τον κομμουνισμό, να τον θωρακίσουν θεωρητικά, ώστε από ουτοπική ή επαναστατική διαμαρτυρία να μετατραπεί στην επαναστατική θεωρία του κοινωνικού μετασχηματισμού, σε μια υλική δύναμη ανατροπής.

Αξίζει να σταθούμε στην αρχή του κειμένου, εκεί που περιγράφεται η ιστορία των ταξικών αγώνων οι συγγραφείς αναφέρουν ότι οι τάξεις βρίσκονται διαρκώς σε “(…) έναν αγώνα που τελείωνε κάθε φορά με έναν επαναστατικό μετασχηματισμό ολόκληρης της κοινωνίας ή με την από κοινού καταστροφή των τάξεων που αγωνίζονταν” (Μαρξ-¨Ενγκελς 1976:15), μια διατύπωση που ίσως δεν έχει λάβει τη δέουσα προσοχή. Πρόκειται απλώς για θεωρητική υπερβολή εφόσον δεν αναφέρεται κάποιο ιστορικό παράδειγμα αμοιβαίας καταστροφής των αντιμαχόμενων τάξεων; Μήπως οι Μαρξ-Ένγκελς, διατυπώνουν ένα θεωρησιακό, χεγκελιανού τύπου, αφορισμό; Σε ένα τόσο μεστό κείμενο, όπως το Μανιφέστο, όπου κάθε φράση έχει τη σημασία της, θα ήταν αφελές να θεωρήσουμε ότι οι συγγραφείς απλά “πετούν” μια καταστροφολογική διατύπωση ως άσκηση διαλεκτικής.

Όπως επισημαίνει ο μαρξιστής ιστορικός Χομπσμπάουμ (1982:43), σχολιάζοντας το εν λόγω απόσπασμα, στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο “θίγεται το ενδιαφέρον πρόβλημα της ιστορικής παρακμής και οπισθοχώρησης” . Με αυτή την έννοια το μαρξιστικό εξελικτικό σχήμα της προόδου εμπεριέχει την αρνητικότητα και οριοθετείται από έναν πρωτόλειο μηχανιστικό ντετερμινισμό.

Οι συγγραφείς αντιλαμβάνονται την ιστορία ως φάσμα δυνατοτήτων, ως το πεδίο αμφισβήτησης των κοινωνικών σχέσεων και της συνειδητής σύγκρουσης των αντιμαχόμενων ταξικών συμφερόντων. Η διατύπωση περί αμοιβαίας καταστροφής καταδεικνύει ότι δεν υπάρχει απόλυτη βεβαιότητα για το αποτέλεσμα αυτής της σύγκρουσης, μιας και η ιστορική εξέλιξη χαρακτηρίζεται και από ασυνέχειες, τρομακτικά πισωγυρίσματα που καταστρέφουν τη φαινομενικά γραμμική πρόοδο.

Οι Μαρξ-Ένγκελς αποδομούν με μια φράση, την οικονομίστικη παρερμηνεία του μαρξισμού που ακυρώνει την αναγκαιότητα της δράσης του συλλογικού υποκειμένου, και κρίνουν συνοπτικά τη μεταφυσική πίστη στην αιώνια και διαρκή πρόοδο της ανθρώπινης ιστορίας. Δεν πιστεύουν σε μια ενδεχομενικότητα που ακυρώνει την ύπαρξη νομοτελειών, αλλά μας καλούν να στοχαστούμε, πέρα από εύκολες βεβαιότητες, για την τραγικότητα της ιστορίας, η υπέρβασή της οποίας απαιτεί τη συνειδητή δράση/πράξη των μαχόμενων υποκειμένων.

Οι επαναστάσεις αν και δεν προκύπτουν αυτόματα ως απόρροια της βούλησης, διαρρηγνύουν ωστόσο το συνεχές της ιστορίας, συγχωνεύοντας το παρελθόν με το παρόν και το μέλλον. Η πιθανότητα της αμοιβαίας καταστροφής αντηχεί ως μια προειδοποίηση των συγγραφέων του Μανιφέστου, που θέτει το κάθε συλλογικό ή ατομικό υποκείμενο προ των ευθυνών του: δεν υπάρχουν εγγυήσεις ότι οι επαναστάσεις νικούν, αν οι συνειδητά δρώντες, έχοντας φυσικά επίγνωση των υλικών και ιστορικών ορίων, δεν κινηθούν με τόλμη στο στρόβιλο της ιστορίας.

Η διαλεκτική βούλησης-αναγκαιότητας, αντικειμενικών και υποκειμενικών συνθηκών, κόμματος-προλεταριάτου δεν είναι ένα αφηρημένο σχήμα αλλά αποκτά ένυλο και συγκεκριμένο περιεχόμενο, ώστε καθεμιά και καθένας που στρατεύεται συνειδητά στο όραμα της κοινωνικής απελευθέρωσης να γνωρίζει ότι τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη συνειδητή δράση· και ότι το κόστος των ανολοκλήρωτων επαναστάσεων μπορεί να ισοδυναμεί ακόμα και με την καταστροφή της ανθρωπότητας.

Το Μανιφέστο, υπερασπίζεται τον κομμουνισμό ως συνειδητό σχέδιο δράσης και ως τη μόνη προοπτική για την ανθρωπότητα, καλώντας με μια κραυγή που ακόμα αντηχεί, σε μια ανηλεή και σαρωτική κριτική του υπάρχοντος, όχι απλά για χάρη της άρνησης, αλλά κυρίως με στόχο το βασίλειο της ελευθερίας που φέγγει αχνά στο αβέβαιο μέλλον αλλά ταυτόχρονα φωτίζει το παρόν μας.

– Μαρξ Κ & Ενγκελς Φ. (1976) Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή
– Hobsbawm E, εισαγωγή στο Μαρξ, Κ. (1982) Προκαπιταλιστικοί Οικονομικοί Σχηματισμοί, Αθήνα: Κάλβος   του Δ. Τζαρέλλα

prin

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου