Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2016

Το Επιχειρηματικό Πανεπιστήμιο και οι κατευθύνσεις της αστικής πολιτικής

Κάθε διαφορετικό στάδιο του καπιταλισμού -με ένα γενικό αλλά όχι αυτόματο τρόπο-  έχει και διαφοροποιημένες απαιτήσεις από το πανεπιστήμιο και την εκπαίδευση γενικότερα. Αυτό οδηγεί στη συγκρότηση διαφορετικών μοντέλων (ή «εποχών») του πανεπιστημίου, όπου κάθε μια αντιστοιχεί –με όλες τις χρονικές υστερήσεις και αντιφατικές ιδιομορφίες, που πηγάζουν από τη σχετική αυτοτέλεια του πανεπιστημίου και μια σειρά άλλους παράγοντες– σε ένα διαφορετικό στάδιο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.

Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, από τις πρώτες στιγμές της επικράτησής του, προσέδεσε τα μέσα παραγωγής, τη φύση και την ανθρώπινη εργασία, στο «δίδυμο» άρμα της εκμετάλλευσης και της κερδοφόρας αξιοποίησης του κεφαλαίου, από τη μια, και της διασφάλισης της ατομικής ιδιοκτησίας και αστικής εξουσίας, από την άλλη. Στο πρώτο στάδιο του καπιταλισμού, το στάδιο του ελεύθερου ανταγωνισμού, που ξεκινάει από την Αναγέννηση για να ωριμάσει με την ίδρυση των εθνικών κρατών και να αρχίσει να ξεπερνιέται με την ανάδυση των μονοπωλίων, αρχίζει και η διαμόρφωση των πρώτων πανεπιστημίων (Ερασμιακό Πανεπιστήμιο, ως γενική τάση και όχι ως ένα σφιχτό μοντέλο). Το Ερασμιακό Πανεπιστήμιο λειτούργησε στη βάση της συγκρότησης της ίδιας της αστικής τάξης, σε αντιπαράθεση με τους θεσμούς της αριστοκρατίας και την εκκλησία. Διαμόρφωνε ένα πρότυπο με βάση το οποίο ο άνθρωπος–αστός καθορίζει ο ίδιος το μέλλον του (βάση της ιδιοκτησίας του). Στα πλαίσια του Ερασμιακού Πανεπιστημίου συγκροτήθηκε η επιστημονική μέθοδος, αναδείχθηκε η σημασία του πειράματος και έγιναν οι πρώτες επιστημονικές ανακαλύψεις μετά από πολλούς αιώνες επικράτησης του δογματισμού στη χριστιανική δύση.
Στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα, ο ελεύθερος συναγωνισμός … « άρχισε μπροστά στα μάτια μας να μετατρέπεται σε μονοπώλιο […] οδηγώντας τη συγκέντρωση της παραγωγής και του κεφαλαίου ως το σημείο που από αυτήν αναπτυσσόταν και αναπτύσσεται το μονοπώλιο: τα καρτέλ, τα τραστ […]. Το μονοπώλιο είναι πέρασμα από τον καπιταλισμό σε ένα ανώτερο σύστημα», το μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού, που ονομάστηκε από τον Λένιν ιμπεριαλισμός. Στα κείμενα του 1ου και του 2ουΣυνεδρίου του ΝΑΡ προσδιορίζουμε το σύνολο των στοιχείων –πέρα από τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου- που χαρακτηρίζουν το στάδιο του μονοπωλιακού καπιταλισμού/ιμπεριαλισμού.
Kαθώς το μαζικό εργοστάσιο έκανε την εμφάνισή του, η κεφαλαιακή σχέση είχε ένα πολύ ουσιαστικό όριο στην ανάπτυξή της, την αντίσταση της ειδικευμένης εργατικής τάξης στους θεμελιώδης καπιταλιστικούς μετασχηματισμούς της περιόδου: την συγκέντρωση της παραγωγής, την τεράστια εντατικοποίηση των ρυθμών, την συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια των ιδιοκτητών και τη μαζική είσοδο των ανειδίκευτων εργατών στο εργοστάσιο.
Οι ειδικευμένοι εργάτες/τεχνίτες μπορούσαν να ελέγχουν το ρυθμό της παραγωγής, το περιεχόμενο της εργασίας τους, αρκετά χαρακτηριστικά του παραγόμενου προϊόντος κ.λπ., καθορίζοντας πρακτικά αυτοί «τη νόρμα» της εργασίας τους και άρα -σε μεγάλο βαθμό- και το ύψος της αμοιβής τους. Δεν αρκούσε, λοιπόν, στο κεφάλαιο να πάρει τις «παλιές» παραγωγικές τεχνικές «ως έχουν» και να τις θέσει υπό την εξουσία του. Έπρεπε να αναδιοργανώσει ριζικά τις μεθόδους και την οργάνωση της εργασίας, με ένα διπλό κριτήριο: το «τσάκισμα» της σχετικής εργατικής αυτοτέλειας και τη μεγιστοποίηση των κερδών, αλλά και την πολιτική ισχυροποίηση του κεφαλαίου απέναντι στην εργασία, που εκείνη την περίοδο με μια σειρά συλλογικές μορφές συσπείρωσης και πάλης (συνδικάτα, ταμεία αλληλοβοήθειας, Κομμούνα, Σικάγο, άλλες εξεγέρσεις και κινήματα κ.λπ.) εμφανιζόταν «απειλητική» για το σύστημα. Πήρε, λοιπόν, τη συμπυκνωμένη γνώση και την εργασία του τεχνίτη/εργάτη της εποχής εκείνης, την κατατεμάχισε, την ανέλυσε σε στοιχειώδεις κινήσεις, τη χρονομέτρησε και την «ξαναγύρισε» στο συλλογικό πλέον εργαζόμενο ως ένα σύνολο κατακερματισμένων και τυποποιημένων κινήσεων και οδηγιών, που απλώς έπρεπε αυτόματα και μηχανικά να εκτελούνται στην παραγωγή (όχι πλέον από έναν, αλλά από διαφορετικούς εργάτες). Οι εικόνες των «Μοντέρνων Καιρών» του Τσάρλι Τσάπλιν και ο άνθρωπος μηχανή ήταν γέννημα αυτής της λογικής. Ό,τι ονομάστηκε «Επιστημονική Οργάνωσης της Εργασίας» και «τεϊλορισμός», «αλυσίδα παραγωγής» και «φορντισμός» στη χειρωνακτική εργασία, σηματοδοτούσε  την πραγματική –πλέον- υπαγωγή της χειρωνακτικής εργασίας στο κεφάλαιο και αποτελούσε το αντίστοιχο «πολεμικό πρόγραμμα» του κεφαλαίου για την ιστορική αναδιοργάνωση της εργασίας καθώς ο καπιταλισμός εισερχόταν στο μονοπωλιακό του στάδιο.
Στο στάδιο του μονοπωλιακού καπιταλισμού (για την ακρίβεια ήδη από την εποχή της ωρίμανσης του ελεύθερου ανταγωνισμού), συγκροτείται το πανεπιστήμιο τύπουHumboldt, που παίρνει το όνομά του από το πανεπιστήμιο του Βερολίνου που πρώτο στις αρχές του 19ου αιώνα όρισε τη γεωγραφία των γνωστικών αντικειμένων που ίσχυε έως και πρόσφατα. Είναι το πανεπιστήμιο που διαμορφώθηκε κατά τη βιομηχανική επανάσταση και διαμόρφωσε τα όρια των επιστημών σε άμεση συσχέτιση και με την ανάπτυξη της τεχνολογίας. Σε αυτή τη φάση, το πανεπιστήμιο διαμορφώνει τα στελέχη της παραγωγής και το υψηλά ιστάμενο πολιτικό προσωπικό του αστικού καθεστώτος. Ο απόφοιτος εντάσσεται σε μια σαφώς διαχωρισμένη θέση διανοητικής εργασίας και ψηλά στην ιεραρχία της παραγωγής ή του πολιτικού συστήματος. Έτσι, διαμορφώνει και την αντίστοιχη ιδεολογία της αυθεντίας του μελλοντικού στελέχους της παραγωγής ή του μηχανισμού αστικής κυριαρχίας, το οποίο θα καλείται να πειθαρχήσει τους εργαζόμενους και τους πολίτες στις οδηγίες της διοίκησης ή του αστικού κράτους και των κυβερνήσεων. Το πανεπιστήμιο υπηρετεί το συλλογικό κεφαλαιοκράτη, όπως αυτός διαμορφώνεται στα πλαίσια του εθνικού κράτους. Παράγει απόφοιτους που καλύπτουν τις συγκεκριμένες ανάγκες των διάφορων κλάδων της παραγωγής και των κρατικομονοπωλιακών θεσμών και μηχανισμών (πολιτικών και ιδεολογικών). Οι απόφοιτοι είναι ικανοί να ακολουθούν τις αναδιαρθρώσεις οι οποίες, άλλωστε, συντελούνται με αρκετά αργούς ρυθμούς, που επιτρέπουν σε κάθε απόφοιτο να πορεύεται σε όλη την εργασιακή του ζωή με τα εφόδια του πτυχίου του κατά βάση. Η έρευνα συγκροτείται βάση των αναγκών του συλλογικού κεφαλαιοκράτη, με αρκετά μεγάλη αυτοτέλεια από τις τρέχουσες ανάγκες της παραγωγής και αναπτύσσεται η έρευνα γύρω από τις βασικές επιστήμες. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο χρόνος που απαιτείται για τη εφαρμογή στην παραγωγή της νέας γνώσης που παράγεται στο πανεπιστήμιο είναι εντελώς αντιπαραγωγικός με βάση τα σημερινά δεδομένα.
Μετά την κρίση του 1929-33 και ειδικά μετά το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, το πανεπιστήμιο αυτό θα μαζικοποιηθεί αρκετά, αποτελώντας έναν αποφασιστικό κρίκο του μοντέλου καπιταλιστικής ανάπτυξης/συναίνεσης/κοινωνικοπολιτικής αναπαραγωγής του συστήματος, που συνδεόταν τόσο τις ανάγκες κερδοφορίας και κεϊνσιανής διαχείρισης, όσο και με τις απαιτήσεις του «κράτους πρόνοιας» και των «κοινωνικών συμβολαίων» της εποχής αυτής. Η μαζικοποίηση αυτή έφερε στα ΑΕΙ πολλά παιδιά των λαϊκών τάξεων, αλλά και την ελπίδα της κοινωνικής ανέλιξης –ή έστω της καλύτερης ζωής- μέσω ενός πανεπιστημιακού πτυχίου.
Το στάδιο του μονοπωλιακού καπιταλισμού –και μαζί η μορφή του πανεπιστήμιου που του αντιστοιχούσε- μπαίνει σε κρίση στην περίοδο γύρω από την ταραγμένη 10ετία του ’60-‘70. Μαζί με την κρίση ξεπρόβαλε μια νέα εργατική και νεολαιίστικη αμφισβήτηση και αντίσταση –που ξεδιπλώνεται σε μεγάλο βαθμό με επίκεντρο τα πανεπιστήμια, αλλά απηχεί ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες (γαλλικός Μάης, αντιπολεμικό κίνημα Βιετνάμ, εργατικές εξεγέρσεις στην Ιταλία, πολιτισμική αμφισβήτηση, Πολυτεχνείο 1973 κ.λπ.) και το κεφάλαιο βρέθηκε αναγκασμένο να βαθύνει την εκμετάλλευση ποσοτικά και ποιοτικά για να μπορέσει να ανταποκριθεί στα νέα δεδομένα, μπαίνοντας πλέον σε ένα νέο στάδιο ανάπτυξης και κρίσης, αυτό που εμείς ονομάζουμε ολοκληρωτικό καπιταλισμό.
Ειδικά από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 και μετά, η διανοητική εργασία επεκτείνεται συνεχώς. Η επιστήμη γίνεται ουσιαστικότατο στοιχείο της παραγωγής, η πληροφορική επανάσταση -και γενικά οι τεχνολογίες αιχμής- αναδεικνύονται σε βασικότατο «ανταγωνιστικό πλεονέκτημα» στον «παγκοσμιοποιημένο» καπιταλιστικό ανταγωνισμό. Οι λύσεις που έδωσε ο τεϊλορισμός-φορντισμός δεν αρκούν πλέον για να ελέγξουν και να καθυποτάξουν στους ρυθμούς της μέγιστης εκμετάλλευσης και της μέγιστης πολιτικής υποταγής το σύγχρονο εργαζόμενο, που βασίζεται περισσότερο παρά ποτέ στη γνώση, την ανώτερη εκπαίδευση και τους πρωτότυπους συνδυασμούς πνευματικής-χειρωνακτικής εργασίας, καθώς όλο και νέα τμήματα της πανεπιστημιακής διανόησης εντάσσονται στη σφαίρα της μισθωτής εργασίας.
Η κατεύθυνση παραπέρα εκμετάλλευσης της διανοητικής εργασίας (που συνοδεύεται από την αναδιαμόρφωση των μορφών και του περιεχομένου της και με την πραγματική υπαγωγή όλων των πλευρών και αυτής στο κεφάλαιο) είναι μια εξέλιξη που μπορεί να συγκριθεί με τη μετάβαση από τον ειδικευμένο τεχνίτη στο φορντικό εργάτη στα πλαίσια της εμφάνισης του ιμπεριαλιστικού σταδίου. Η συνολικότερη γνώση του αντικειμένου μιας χειρωνακτικής εργασίας απαξιώθηκε προς όφελος των μετρήσιμων αυτοματοποιημένων/τυποποιημένων κινήσεων στα πλαίσια της αλυσίδας παραγωγής. Σήμερα, η συνολικότερη γνώση του αντικειμένου -είτε της διανοητικής εργασίας είτε των ανεπτυγμένων διασταυρώσεων μεταξύ χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας- που απαιτεί μια λειτουργία της παραγωγής γίνεται προσπάθεια να απαξιωθεί προς όφελος ενός ανάλογου τεμαχισμού. Η πραγματική υπαγωγή της επιστήμης στο κεφάλαιο είναι έκφραση της σημερινής δυνατότητας του κεφαλαίου να τυποποιεί και να ελέγχει και τη διανοητική εργασία (για την ακρίβεια, μεγάλα τμήματά της) και να τη συνδυάζει με τη χειρωνακτική. Αυτό γίνεται τόσο μέσω του καταμερισμού εργασίας όσο και εξατομικευμένα στα πλαίσια της εργασίας κάθε εργαζόμενου που ανήκει σε αυτό που περιγράφουμε ως μισθωτή διανόηση.
Η ωρίμανση του μονοπωλιακού σταδίου του καπιταλισμού  χαρακτηρίσθηκε από την τυπική υπαγωγή τμημάτων της διανοητικής εργασίας στο κεφάλαιο και την πραγματική υπαγωγή της χειρωνακτικής εργασίας στο κεφάλαιο, καθώς αυτό δεν απαλλοτρίωσε από τον τεχνίτη μόνο τα μέσα παραγωγής (όπως είχε κάνει στο στάδιο του ελεύθερου ανταγωνισμού), αλλά και τον τρόπο παραγωγής. Τεμάχισε την παραγωγική διαδικασία σε απλές ελεγχόμενες διαδικασίες και εφάρμοσε την αλυσίδα παραγωγής, εντείνοντας την αλλοτρίωση της χειρωνακτικής εργασίας και «απομαγεύοντας» ακόμα περισσότερο την παραγωγή.
Η ωρίμανση του ολοκληρωτικού καπιταλισμού σημαδεύεται από την «απομάγευση»-απαλλοτρίωση και τμημάτων της διανοητικής εργασίας, από ένα νέο τεϊλορικού τύπου έλεγχό της. Η επιστημονική γνώση, λοιπόν (απαραίτητη προϋπόθεση της διανοητικής εργασίας), κατακερματίζεται σε άμεσα εφαρμόσιμα πακέτα και, απενδεδυμένη από την απελευθερωτική της δυνατότητα, πωλείται υπό την μορφή καταρτίσεων. Με τον τρόπο αυτό η παρεχόμενη γνώση δεν συγκροτεί ένα συνεκτικό εργαλείο ερμηνείας του κόσμου, δεν δίνει στον κάτοχό της τη δυνατότητα να ασκήσει κριτική στην παραγωγή και την κοινωνία, αλλά ούτε και τη δυνατότητα να διεκδικήσει συλλογικά ή να πουλήσει ακριβά την εργατική του δύναμη. Το κεφάλαιο σήμερα προσπαθεί να δημιουργήσει τη δυνατότητα, μέσα από ένα πολυεπίπεδο ευέλικτο και φτηνό σύστημα εκπαίδευσης και διά βίου κατάρτισης, να έχει ανά πάσα στιγμή στη διάθεσή του έτοιμη εργατική δύναμη για να εφαρμόσει τις πιο νέες τεχνολογίες και μορφές οργάνωσης της παραγωγής. Επιπλέον να έχει και ένα μηχανισμό που να πιστοποιεί και να αξιολογεί συνεχώς αυτό το μηχανισμό και τους εργαζόμενους που παράγει.
Να σημειώσουμε, επίσης, εδώ τα εξής: Πρώτον, παράλληλα με τον τεϊλορικού τύπου κατακερματισμό της διανοητικής εργασίας και της γνώσης (που αφορά την εργατική και νεολαιίστικη πλειοψηφία) υπάρχει και η αντίστροφη τάση, της συνολικοποίησης/γενίκευσης (που όμως αφορά μια ισχνή μειοψηφία τους). Δεύτερον, ότι βασικές εκδηλώσεις αυτής της τάσης εκδηλώνονται τόσο στην κλασική βιομηχανική παραγωγή (που στελεχώνεται από τις τεχνικές σχολές) όσο και στη βιομηχανία των κάθε λογής «υπηρεσιών» (που απασχολούν μεγάλο μέρος των απόφοιτων από ΑΕΙ και ΤΕΙ). Και, τρίτον, ότι οι νέοι συνδυασμοί απόσπασης υπεραξίας –για τους οποίους μιλάμε ως ΝΑΡ και ν.Κ.Α.- περιλαμβάνουν την οργανική σύμπλεξη της εκμετάλλευσης πιο μορφωμένης με την πιο απαξιωμένη μορφωτικά εργατική τάξη, του κατόχου μεταπτυχιακού τίτλου με το μετανάστη και τον Κινέζο εργάτη (παγκόσμια, στην ίδια χώρα, στην ίδια εταιρεία, στον ίδιο εργαζόμενο).
Έτσι, το κεφάλαιο, ξεκινά τη σταυροφορία για την υπαγωγή των «νέων εργατικών δυνάμεων» στο κεφάλαιο και την οικοδόμηση του σημερινού καθεστώτος εκμετάλλευσης έχοντας ως κομβικό σημείο, τη γνώση.
Ταυτόχρονα η παραγόμενη γνώση και τα αποτελέσματά της πρέπει να είναι απόλυτα υποταγμένα, τελικά, στις οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και ιδεολογικές ανάγκες της αγοράς, του κέρδους και της κυριαρχίας των λίγων. Γνώση θα παράγεται και θα μεταδίδεται –τελικά-  τέτοια, τόση και με τέτοιο τρόπο, ώστε να αποφέρει κέρδος ή να εξυπηρετεί ιδεολογικοπολιτικά την αναπαραγωγή της κυρίαρχης εξουσίας. Οι ανάγκες μιας ολόκληρης κοινωνίας γίνονται έρμαια στην ανάγκη της κερδοφορίας και της κυριαρχίας μιας ελάχιστης εκμεταλλευτικής μειοψηφίας.
Έτσι το «ποιος κατέχει και χειρίζεται τη γνώση», «τι είδους γνώση παράγεται και από ποιον», «ποια γνώση, πώς και σε ποιους μεταδίδεται», από τη στιγμή που η επιστήμη έγινε κομβικό στοιχείο της παραγωγής και του πολιτικού συστήματος, αποτέλεσε ένα τεράστιο επίδικο, αντικείμενο της κοινωνικής αντιπαράθεσης, της πάλης των τάξεων.

Ορισμός και Άξονες Λειτουργίας του Ε.Π.

Ορισμός

Ακρογωνιαίος λίθος της αντίληψης της ν.ΚΑ για το πανεπιστήμιο στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό είναι ότι το πανεπιστήμιο συμβάλλει στη διαμόρφωση των συνολικών όρων αναπαραγωγής, κερδοφορίας και κυριαρχίας του κεφαλαίου με το σύνολο των λειτουργιών του: κοινωνικών/κατανεμητικών, οικονομικών, πολιτικών/ιδεολογικών. Συμβάλλει, δηλαδή,  παράγοντας συγκεκριμένο αριθμό και τύπο αποφοίτων, με συγκεκριμένες γνώσεις και ιδεολογικοπολιτικά πιστεύω, από συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες (ταξικοί φραγμοί), μέσα από συγκεκριμένες εκπαιδευτικές δομές, σχέσεις και ρυθμούς και διεξάγοντας το μεγαλύτερο μέρος της βασικής και εφαρμοσμένης έρευνας το οποίο έχει ανάγκη ο καπιταλισμός της συγκεκριμένης ιστορικής εποχής (αυτό εννοούμε με τον όρο «επιχειρηματικό πανεπιστήμιο»).
Ταυτόχρονα, και σε άμεση σχέση με τον παραπάνω χαρακτήρα του, το πανεπιστήμιο, τόσο σε προπτυχιακό όσο και κυρίως σε μεταπτυχιακό–ερευνητικό επίπεδο, έχει και  πλευρές αμεσότερης από ποτέ προσαρμογής στις τρέχουσες ανάγκες της καπιταλιστικής παραγωγής. Επιπλέον, αναβαθμίζονται η διαπλοκή του και με τον ατομικό κεφαλαιοκράτη (χωρίς να απαιτείται πάντα η διαμεσολάβηση κρατικών θεσμών), η λειτουργία του με βάση ιδιωτικοοικονομικά και ανταποδοτικά κριτήρια (εξ ου και ο θόρυβος για την «αξιολόγηση», το «μάνατζερ», την «καταπολέμηση της δημοσιοϋπαλληλικής νοοτροπίας», τους τρόπους χρηματοδότησης κ.λπ.), η διαχείριση της γνώσης και της έρευνας ως εμπόρευμα, ο εντατικοποιημένος ρυθμός σπουδών (αυτές τις πλευρές κατονομάζουμε με τον όρο «πανεπιστήμιο-επιχείρηση»).
Οι όροι αυτοί και οι σύγχρονες αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις στην ανώτατη εκπαίδευση αφορούν το σύνολο των πανεπιστημιακών σχολών κι όχι μόνο τις τεχνικές-οικονομικές σχολές κι επίσης το σύνολο των λειτουργιών των ΑΕΙ κι όχι μόνο τις οικονομικοκοινωνικές. Η επικέντρωση της Μπολόνια ή του ΣΕΒ, οι αμεσότατες αιχμές του φοιτητικού κινήματος και οι υποκειμενικές μας αδυναμίες δεν μπορούν να συρρικνώνουν την οπτική και τη γραμμή μας μόνο στις προαναφερθείσες σχολές ή λειτουργίες. Χρειάζονται άλματα εδώ –που δεν γίνονται με την παρούσα εισήγηση- και στην ανάλυση και στη γραμμή μας. Πρώτον, διότι οι σχολές που συνήθως μένουν στην αφάνεια (καθηγητικές, ανθρωπιστικές, πολιτικών επιστημών, διεθνών σπουδών κ.λπ.) είναι μαζικότατες, επίσης παραγωγικές (παράγουν μισθωτούς εργάτες της καπιταλιστικής βιομηχανίας των λεγόμενων υπηρεσιών) και αφορούν φοιτητές ή σπουδαστές από τα πιο φτωχά λαϊκά στρώματα και με την πιο επισφαλή επαγγελματική προοπτική. Δεύτερον, διότι οι λειτουργίες που συνήθως μένουν στην αφάνεια (τι μαθαίνουμε, ιδεολογικά -πολιτικά στοιχεία κ.λπ.) είναι καθοριστικότατες και αφορούν τόσο τις λεγόμενες «ανθρωπιστικές» όσο και τις κλασικού τύπου «παραγωγικές» σχολές. Και, τρίτον, διότι δεν μπορεί να οικοδομηθεί  ουσιαστικό και βαθύ μέτωπο παιδείας-εργασίας αν δεν δοθούν εργατικές-ανατρεπτικές απαντήσεις και σε αυτές τις πλευρές.

Άξονες λειτουργίας

1. ΜΟΝΤΕΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ – ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΝΕΑΣ ΓΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΓΝΩΣΙΑΣ
Βασική λειτουργία και στόχευση του επιχειρηματικού πανεπιστημίου είναι η μοντελοποίηση-τυποποίηση της γνώσης στα πλαίσια ενός νέου τεϊλορικού τύπου οργάνωσης των συνδυασμών χειρωνακτικής-διανοητικής εργασίας. Σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από την πληροφορική επανάσταση και τις τεχνολογίες αιχμής, όπου η επιστήμη γίνεται ουσιαστικότατο στοιχείο της παραγωγής, οι νέες εργατικές δυνάμεις υποτάσσονται στους ρυθμούς της μέγιστης εκμετάλλευσης/κυριαρχίας βάσει και της γνώσης. Η «ευέλικτη απασχόληση» δεν είναι απλώς οι ελαστικές σχέσεις εργασίας της υπάρχουσας εργατικής δύναμης, αλλά η δημιουργία μιας άλλης εξαρχής διαφορετικής εργατικής δύναμης, που στη θέση της πλήρους επιστημονικής και τεχνικής γνώσης θα συγκροτείται με βάση ένα σύνολο πληροφοριών και δεξιοτήτων, κατακερματισμένων, εναλλάξιμων και, με αυτή την έννοια, ευέλικτων. Η ευελιξία είναι η κινητικότητα και εναλλαξιμότητα πάνω στο ίδιο επίπεδο της κατακερματισμένης γνώσης.
Στα πλαίσια αυτά της τυποποίησης της διανοητικής εργασίας, η αφομοίωση της γνώσης καθίσταται κομμάτι ενός νέου τεϊλορισμού που επιδιώκεται να ξεκινά από το πρώτο έτος του πανεπιστημίου και δεν τελειώνει ποτέ, αφού οι διαδοχικοί κύκλοι επανακατάρτισης θα καθορίζουν το είδος και την ποιότητα της εργασίας που θα παρέχεται στην πλειοψηφία των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Όλο το εκπαιδευτικό πρόγραμμα του κεφαλαίου ξεδιπλώνεται μπροστά μας: η ριζική αλλαγή του περιεχομένου των σπουδών στη βάση ενός συνόλου «δεξιοτήτων κορμού» και «επιμέρους δεξιοτήτων» (αλλά εν γένει «δεξιοτήτων»), η «διά βίου κατάρτιση», έλεγχος ‘διατηρισημότητα» της γνώσης.
Το κεφάλαιο σήμερα προσπαθεί να δημιουργήσει τη δυνατότητα, μέσα από ένα πολυεπίπεδο ευέλικτο και φτηνό σύστημα εκπαίδευσης και δια βίου κατάρτισης, να έχει ανά πάσα στιγμή στη διάθεσή του έτοιμη εργατική δύναμη για να εφαρμόσει τις πιο νέες τεχνολογίες και μορφές οργάνωσης της παραγωγής, αλλά και τους πιο σύγχρονους (και συνάμα πιο αποκρουστικούς και εκμεταλλευτικούς) συνδυασμούς απόσπασης απόλυτης-σχετικής υπεραξίας και μηχανισμούς πολιτικής ποδηγέτησης. Επιπλέον να έχει και ένα  μηχανισμό που να πιστοποιεί και να αξιολογεί συνεχώς αυτό το μηχανισμό και τους εργαζόμενους που παράγει. Έτσι στο Ε.Π. η γνώση προσφέρεται κατακερματισμένη και εφαρμόσιμη, σε θραύσματα εξειδικεύσεων άμεσα εκμεταλλεύσιμων και ελεγχόμενων απο το κεφάλαιο, με τρόπο που να προσδιορίζεται η εμπορευματική της αξία. Προσφέρεται ως άθροισμα πληροφοριών και δεξιοτήτων, που θα «αλλάζουν ευέλικτα» με βάση τις τρέχουσες ανάγκες του κεφαλαίου, που θα αντιστοιχούν σε συγκεκριμένες «χρονικές επιβαρύνσεις» (όπως σε κάθε επιχείρηση, έτσι και στο πανεπιστήμιο επιχείρηση τα πάντα χρονομετρούνται) και θα αντιστοιχούν σε Πιστωτικές Μονάδες. Άρα, βασική πολιτική για την προώθηση της μοντελοποίησης και πιστοποίησης της εκπαιδευτικής διαδικασίας είναι οι όροι συγκρισιμότητας που προωθούνται στον ΚΕΧΑΕ, και πιο συγκεκριμένα οι πιστωτικές μονάδες (ECTS) – η αντιστοίχηση, δηλαδή, της εκπαιδευτικής διαδικασίας σε χρόνο εργασίας.
Οι σπουδές δεν θα διαρθώνονται πλέον συνεκτικά γύρω από ένα επιστημονικό αντικείμενο (για την πλειοψηφία, γιατί μια ισχνή μειοψηφία θα διατηρήσει αυτό το προνόμιο), αλλά η άρθρωση τους μέσω π.μ. θα αντιστοιχεί σε γνωστικά πακέτα με γνώση «μετρημένη» απο το κεφάλαιο, χωρίς σταθερή αξία, αφού οι ανάγκες της καπιταλιστικής παραγωγής μεταβάλλονται διαρκώς. Το σύστημα των Πιστωτικών Μονάδων δεν είναι απλά μια τεχνική αντιστοίχισης των ήδη υπαρχόντων επιστημονικών συνόλων σε κάποιες μονάδες, αλλά ακριβώς  ο κατατεμαχισμός, η μοριοποίηση και η ανασύνθεση της παρεχόμενης γνώσης με βάση τις ανάγκες της αγοράς. Είναι μορφή ουσιαστικής υπαγωγής της επιστήμης στο κεφάλαιο, ο δρόμος για τον τεϊλορισμό της γνωστικής διαδικασίας. Σε αυτά τα πλαίσια, οι γενικές γνώσεις (υποβάθρου) δίνονται στον απολύτως απαραίτητο βαθμό για τη διαχείριση των πληροφοριών και την ικανότητα εφαρμογής.
Κατά συνέπεια, έχουμε και αλλαγή της γεωγραφίας των γνωστικών αντικειμένων. Τα νέα τμήματα (στα ΑΕΙ και τα ΤΕΙ) στερούνται ακόμη και τυπικής στοιχειοθέτησης γνωστικού αντικειμένου, (δεν είναι τυχαίο πως πολλά από αυτά τα τμήματα, όντας πλέον άχρηστα ακόμη και για το ίδιο το κεφάλαιο, θα πρέπει να αλλάξουν κατεύθυνση ειδίκευσης). Στις υπάρχουσες σχολές παρατηρείται μια τάση διάσπασης τμημάτων του ενιαίου γνωστικού αντικειμένου, είτε με τη δημιουργία κατευθύνσεων είτε με τη διάσπαση των σχολών. Ακόμη, η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων τελικά εμπεδώνει την ευελιξία των δομών του πανεπιστημίου στις πιο άμεσες ανάγκες της αγοράς.
Σε αυτά τα πλαίσια διαμορφώνεται ο προσανατολισμός και το περιεχόμενο των προγραμμάτων σπουδών. Οι συνεταιριστικού χαρακτήρα συμπράξεις πανεπιστημίου–επιχειρήσεων (σύμφωνα με τα πρότυπα των ΣΔΙΤ), η αξιολόγηση-πιστοποίηση κάθε τμήματος με βάση το παραγόμενο διδακτικό και ερευνητικό έργο (σύμφωνα και με τα συστήματα σύνδεσης «μισθού-παραγωγικότητας» ή «απόδοσης-αποδοχών») , η διά βίου επανακατάρτιση φέρνουν τον επαναπροσδιορισμό των προγραμμάτων σπουδών. Με την υιοθέτηση σπονδυλωτών-ευέλικτων π.σ. χωρίζονται τα γνωστικά αντικείμενα σε ενότητες με διαφορετικό προσανατολισμό και ειδίκευση και επιτρέπεται η κινητικότητα φοιτητών μεταξύ των τομέων ειδίκευσης. Χαρακτηριστική είναι η πρόταση του ΠΑΣΟΚ: «κινητικότητα στο πανεπιστήμιο. Δυνατότητα να συνδυάζει διαφορετικές επιλογές ο φοιτητής, ώστε να διαμορφώνει ο ίδιος την ιδιαιτερότητα του δικού του πτυχίου για να βρίσκει δουλειά. Αυτό θα ενισχύεται με ελευθερία επιλογής αλλά και ελευθερία μετακίνησης μεταξύ διαφορετικών ιδρυμάτων, πάντα με ακαδημαικά κριτήρια». Για παράδειγμα, λίγο στο τμήμα Βιολογίας, λίγο στο τμήμα Χημείας και λίγο στη Γεωπονική, μπορούν να βγάλουν ένα πτυχίο ειδικού στα μεταλλαγμένα, όχι όμως γεωπόνου ή χημικού. Το μοντέλο αυτό είναι οι σπουδές τύπου Μπολόνια, με ευέλικτα π.σ., που δεν αντιστοιχούν σε ένα επιστημονικά καθορισμένο αντικείμενο, αλλά σε κατάρτιση-εξειδίκευση με βάση την περιστασιακή ζήτηση της αγοράς. Αυτό το πρότυπο εφαρμόζεται στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο και θεσμοθετήθηκε στο Διεθνές Πανεπιστήμιο της Ελλάδας (ήταν και η λογική των ΠΣΕ).
Παράλληλα, γίνεται προσπάθεια να καλλιεργηθεί στους νέους η επιχειρηματικική-αγοραία νοοτροπία. Αυτό γίνεται είτε με εισαγωγή μαθημάτων επιχειρηματικότητας (πολιτική οικονομία, ευρωπαϊκή πολιτική, διαχείριση φυσικών και ανθρώπινων πόρων κ.λπ.), προαιρετικών ή υποχρεωτικών, που μπορεί να συνδέονται και  με πιστωτικές μονάδες, είτε –κυρίως- με την οργάνωση μαθημάτων, σεμιναρίων, ομάδων παράδοσης εργασιών κ.λπ. με βάση επιχειρηματικά (δηλαδή, εκμεταλλευτικά) κριτήρια ή δεδομένα. Πρόκειται για ρεαλιστικές ασκήσεις που θα μπορούσαν να είναι αντικείμενο εργασίας σε μια εταιρία, τις οποίες αναλαμβάνουν να διεκπεραιώσουν φοιτητές. Μάλιστα, με βάση το ΕΠΕΑΕΚ ΙΙΙ, οι ομάδες εργασίας πρέπει να οργανώνονται από υπεύθυνους project managers,  να υπάρχουν αναφορές για την πρόοδο της εργασίας και να αξιολογείται η απόδοση καθενός από τα μέλη της, ώστε να πειθαρχούνται οι αδύναμοι κρίκοι.
Ταυτόχρονα, η προσπάθεια λειτουργίας κύκλων σπουδών, με μια σχετική ευελιξία βρίσκεται πάντα στην ατζέντα της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης. Οι κύκλοι σπουδών εφοδιάζουν το φοιτητή με στοιχεία «απασχολησιμότητας»-δεξιότητες, βασισμένα σε θραύσματα γνώσης, που ποτέ δεν πρόκειται να φτάσουν το γνωστικό περιεχόμενο και τα εργασιακά δικαιώματα του γνωστού έως τώρα πτυχίου. Το βασικό κριτήριο για τη χορήγηση bachelor ή master είναι η συλλογή συγκεκριμένου αριθμού πιστωτικών μονάδων (που αντιστοιχούν και σε συγκεκριμένα προσόντα απασχολησιμότητας).
Η επιστημονική έρευνα στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό παίζει το ρόλο ενός κομβικότατου τροφοδότη, χρήσιμου στην προσπάθεια να βρίσκονται κάθε φορά οι σχέσεις εκείνες που ανυψώνουν την παραγωγικότητα και την εκμετάλλευση της εργασίας, στην προσπάθεια υπέρβασης των τάσεων κρίσης της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Το κεφάλαιο πάντα είχε ανάγκη την καινοτομία, αλλά ιδιαίτερα σήμερα, βρισκόμαστε σε μια εποχή όπου η γνώση, η επιστήμη και οι εφαρμογές τους: α) έχουν πολύ πιο άμεση σχέση με την παραγωγή (δεδομένου πως η παραγωγή σε μεγάλο βαθμό αυτοματοποιείται και οργανώνεται όλο και περισσότερο επιστημονικά), β) φτάνουν στην επιχειρηματική/βιομηχανική αξιοποίηση με πολύ πιο γρήγορους ρυθμούς (μια καινοτόμος ιδέα, μπορεί να αποφέρει τεράστια κέρδη σε ελάχιστο χρόνο και αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στους πολύ δυναμικούς τομείς), γ) η βασική έρευνα παίζει καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία βάσεων για περαιτέρω αύξηση της κερδοφορίας μακροπρόθεσμα, ανοίγοντας νέα πεδία εκμετάλλευσης. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται, εκτός των άλλων, και μια στροφή στην ερευνητική παραγωγή στις βασικές επιστήμες ως ανάπτυξη βασικών εργαλείων υποβάθρου που θα υποστηρίξουν πιθανές πλευρές της εφαρμοσμένης έρευνας σε μεταγενέστερα στάδια. Έτσι, συμπληρώνεται (χωρίς να καταργείται) μια τάση προς την ερευνητική εξειδίκευση που είχε φανεί ως κυρίαρχη στη αρχική φάση ανάπτυξης των χαρακτηριστικών του ολοκληρωτικού καπιταλισμού.
Σήμερα, η αιχμή της επιστημονικής έρευνας δε βρίσκεται στην παραγωγή ερευνητικών αποτελεσμάτων που θα μπορούσαν να θεωρηθούν χρήσιμα στην  παραπέρα διευκόλυνση της ανθρώπινης ζωής και επομένως θα μπορούσαν πιθανόν να αξιοποιηθούν σε μια μη καπιταλιστική βάση. Προφανέστατο παράδειγμα γι’ αυτό είναι η πολεμική έρευνα που διεξάγεται σε όλα σχεδόν τα πανεπιστημιακά ιδρύματα του κόσμου. Ακόμη και η έρευνα στις επιστήμες της υγείας –ζωτικής σημασίας για την επιβίωση του είδους- σκοπό έχει συχνά να δώσει λαβή σε λύσεις στα προβλήματα υγείας που συνδέονται με τις πολυεθνικές φαρμάκων, ενώ στις επιστήμες της ζωής η κυρίαρχη κατεύθυνση είναι η αξιοποίηση σημαντικών αποτελεσμάτων (όπως η χαρτογράφηση του γονιδιώματος) για λογαριασμό της παραγωγής μιας γκάμας από μεταλλαγμένα τρόφιμα με αδιαφορία απέναντι στις συνέπειες που μπορεί αυτή η παρέμβαση να έχει στο οικοσύστημα. Η έρευνα που έχει ως στόχο την παραγωγή αποτελεσμάτων στη κατεύθυνση εξυπηρέτησης αναγκών του κόσμου της εργασίας και της κοινωνίας (π.χ. αξιοποίηση του τεχνικού πολιτισμού για τη ριζική μείωση του χρόνου εργασίας, επεξεργασία ενός συστήματος οικονομικής ανάπτυξης που να προφυλάσσει το περιβάλλον από οριστική καταστροφή λόγω της κοινωνίας της καπιταλιστικής «ανάπτυξης») θεωρείται στη συντριπτική πλειοψηφία περιθωριακή ασχολία, έχει συνήθως ελλιπή χρηματοδότηση και δεν καταλήγει στο να τροφοδοτούν τα αποτελέσματά της το κοινωνικό σύνολο.
Στο Ε.Π. χρησιμοποιείται η δημόσια υποδομή, αλλά βασικά η φτηνή εργατική δύναμη των μεταπτυχιακών –κυρίως– φοιτητών. Η λειτουργία αυτή  επιβάλλεται στα πανεπιστήμια άμεσα, μέσω της δραστικής μείωσης του κρατικού προϋπολογισμού σε επίπεδα κάτω από τις λειτουργικές ανάγκες των πανεπιστημίων, ώστε αυτά να  αναγκάζονται να αναζητούν χρηματοδότηση από την αγορά ή να πουλάνε εφαρμοσμένη έρευνα ή να εντάσσονται σε προγράμματα της Ε.Ε που θέτουν ως όρο την συμμετοχή επιχειρήσεων. Η όλη λογική αυτής της λειτουργίας είναι η δραστική μείωση του κόστους ανάπτυξης νέων προϊόντων (ή αγορών ή επενδυτικών σχεδίων) για τις επιχειρήσεις. Παράλληλα εντείνεται με αυτό τον τρόπο ο έλεγχος της κατεύθυνσης της έρευνας και της παραγωγής νέας γνώσης από το κεφάλαιο.
Η λειτουργία αυτή βρίσκει την ολοκληρωμένη εφαρμογή της στα τεχνολογικά πάρκα. Τα Τ.Π. είναι τόποι ανάπτυξης σύγχρονης τεχνολογίας και καινοτομιών. Είναι χώροι κατάλληλα οργανωμένοι σε υποδομή, εξοπλισμένοι με ειδικές ερευνητικές εγκαταστάσεις, τεχνολογικό εξοπλισμό και υπηρεσίες. Στόχο έχουν τη συγκέντρωση επιχειρήσεων που αξιοποιούν τα αποτελέσματα της πανεπιστημιακής τεχνολογικής έρευνας σε συγκεκριμένες εφαρμογές, με σκοπό την ανάπτυξη νέων βιομηχανικών διαδικασιών και προϊόντων ή τη βελτίωση των υφιστάμενων. Όσον αφορά στην ελληνική πραγματικότητα, πρώτο και μεγαλύτερο μέχρι σήμερα είναι το τεχνολογικό πάρκο Λαυρίου, αλλά αποτελούν κοινή πρακτική στο εξωτερικό. Τα πάρκα αποτελούν εξαρχής Ανώνυμες Εταιρίες (το τεχνολογικό πάρκο Λαυρίου διοικείται από διοικητικό συμβούλιο του οποίου μέλη είναι όλα τα μέλη της συγκλήτου του ΕΜΠ και πρόεδρος ο πρύτανης).
Αντίστοιχο ρόλο παίζουν και οι spin off εταιρείες. Οι τελευταίες δημιουργούνται με βάση μια επιχειρηματική ιδέα που γεννιέται μέσα στα πλαίσια ενός ερευνητικού εργαστηρίου ή ενός πανεπιστημιακού ιδρύματος. Εάν μπορεί να υπάρξει εκμετάλλευση της νέας ιδέας η οποία απαιτεί μακροχρόνια έρευνα και ανάπτυξη και χρειάζεται να δημιουργηθεί τεχνογνωσία ώστε να παραχθεί το σχετικό προϊόν και να βγει στην αγορά, μπορούν οι ερευνητές που ασχολούνται με την ιδέα αυτή να δημιουργήσουν μια εταιρεία που θα προέρχεται από το ινστιτούτο ή το πανεπιστήμιο. Η ανάπτυξη τέτοιου τύπου επιχειρησιακής δραστηριότητας εντάσσεται στα πλαίσια της έμφασης που δίνεται από την ΕΕ στη δημιουργία επιχειρήσεων που θα προωθούν τις νέες τεχνολογίες και στη σύνδεση των επιχειρήσεων αυτών με την ερευνητική δραστηριότητα των εκπαιδευτικών και ερευνητικών ιδρυμάτων.
Το ζήτημα για εμάς είναι σε ποιες κατευθύνσεις στρέφεται η έρευνα, τι ερωτήματα επιχειρεί να απαντήσει, για τα συμφέροντα ποιου γίνεται, με ποιες δομές και διαδικασίες, από ποιους φορείς και με ποια χρηματοδότηση και ποιος την ελέγχει ως αποτέλεσμα, κρίνοντας τι θα μετατραπεί σε μαζικό προϊόν ή υλοποιήσιμη κοινωνική διαδικασία. Σε αυτά τα πλαίσια, η βασική έρευνα δεν είναι πανάκεια, καθώς και αυτή δεν είναι ουδέτερη αλλά ταξικά προσδιορισμένη (πχ. χαρτογράφηση του ανθρώπινου γονιδιώματος, ή μοντέλα αστικής δημοκρατίας για τις αραβικές χώρες).
2.ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΑΠΟΦΟΙΤΩΝ ΠΟΥ ΕΝΣΩΜΑΤΩΝΟΥΝ ΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΤΩΝ ΓΝΩΣΙΟΘΕΩΡΗΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΒΑΡΔΙΑΣ
Βασικός προορισμός των αποφοίτων είναι η μισθωτή εργασία (ολοκληρωτικά ή εν μέρει διανοητική), τα κομμάτια των νέων συνδυασμών χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας, ένα επιστημονικό προλεταριάτο που πρέπει να εντάσσεται στην παραγωγή της πιστοποίησης των ISO, της τυποποίησης και «επιστημονικής οργάνωσης» του συνόλου της κοινωνικής εργασίας. Το πλειοψηφικό κομμάτι των αποφοίτων του Ε.Π. ενσωματώνει τα χαρακτηριστικά της νέας εργατικής βάρδιας, αφού πλέον στη συντριπτική του πλειοψηφία δεν θα αποτελεί το στελεχικό δυναμικό της παραγωγής. Αντίθετα, τόσο από πλευράς εργασιακών σχέσεων (μισθοί, ωράρια, κοινωνική θέση κ.λπ.) όσο και σε ότι αφορά τη σχέση με τα μέσα και τη διαδικασία παραγωγής, έχουμε μια προλεταριοποίηση του μεγαλύτερου τμήματος του κομματιού αυτού. Η νέα εργατική βάρδια αποτελεί ένα μαζικό πολύμορφο και ταυτόχρονα ρευστό κομμάτι νέων που εντάσσονται στην «αγορά εργασίας» -και ευρύτερα στο πλέγμα των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων- στη βάση της εργασιακής περιπλάνησης, της ευέλικτης απασχόλησης, της ανεργίας και των ειδικεύσεων-καταρτίσεων, της έλλειψης κοινωνικής ασφάλισης. Τα συμφέροντα και η θέση της νέας βάρδιας στη συντριπτική πλειοψηφία της είναι ταυτισμένα με αυτά του κόσμου της δουλειάς. Έτσι, η ταξική θέση της πλειοψηφίας των αποφοίτων του Ε.Π. δεν προσδιορίζεται μόνο οικονομικά (μισθωτή εργασία-παραγωγή υπεραξίας) αλλά και κοινωνικά (ιεραρχία στην παραγωγική διαδικασία) και ιδεολογικοπολιτικά.
Ιδεολογικός ρόλος
Ο ιδεολογικός ρόλος του Ε.Π. συνίσταται στο να προετοιμάσει το μελλοντικό εργαζόμενο–μισθωτό με βάση τις αξίες της ανταγωνιστικότητας, του μονόδρομου της αγοράς και της ΕΕ, της συνευθύνης εργαζόμενου-εργοδότη, της «εθνικής ανάπτυξης». Η κυρίαρχη ιδεολογία που προσπαθεί να περάσει είναι η υποταγή στον εργοδότη και στο κράτος μέσα από την υποταγή σε σχέσεις ανταλλαγής, εκμετάλλευσης, ατομικής ιδιοκτησίας, καταπίεσης, κυριαρχίας. Μέσω του ατομικού πτυχίου συνδέεται η «επίδοση» του κάθε φοιτητή με τη δυνατότητά του να βρει δουλειά. Προσφέροντας όλο του το είναι (χρόνο, σώμα, σκέψη, φαντασία κτλ.) στο κεφάλαιο, εμπεδώνει την καθολική κυριαρχία των καπιταλιστικών ανταποδοτικών σχέσεων σε όλες τις σφαίρες της ζωής του, την ελαστική απασχόληση και την έλλειψη κοινωνικής ασφάλισης, την τήρηση χρονοδιαγραμμάτων και τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας, και ενσωματώνει ως φυσιολογικές/αναπόφευκτες τις δομές της Διά Βίου Εκπαίδευσης, της μακρόχρονης ανεργίας, της απασχολησιμότητας της απουσίας δικαιωμάτων. Με τον τρόπο αυτό παράγεται μια ιδεολογικοπολιτικά ελεγχόμενη και κοινωνικοοικονομικά ευπροσάρμοστη εργατική δύναμη.
Ο ιδεολογικός ρόλος του σύγχρονου πανεπιστημίου, συνεπώς, δεν στοχεύει στην καλλιέργεια της «ιεραρχικής υπεροχής» ή της «αυθεντίας» ενός μελλοντικού στελέχους που καλείται να πειθαρχήσει του εργαζόμενους στις οδηγίες της διοίκησης, που πρέπει να χαρακτηρίζουν ένα μεσοαστό.
Χαρακτηριστικό του επιχειρηματικού πανεπιστημίου είναι η αναβάθμιση και ο εκσυγχρονισμός της αστικής ιδεολογίας που προσπαθεί να αποκόψει την επιστήμη και την έρευνα από τη συνολική πολιτική πρακτική. Επιχειρείται να δικαιολογηθεί ο εκμεταλλευτικός χαρακτήρας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και να απογυμνωθούν οι πτυχές της γνώσης/επιστήμης από τις απελευθερωτικές δυνατότητες που διαθέτουν και θα μπορούσαν να λειτουργήσουν σε όφελος της νεολαίας και της εργατικής τάξης, στα πλαίσια της πάλης τους για την απελευθέρωση της επιστήμης από τα καπιταλιστικά δεσμά.
Αυτός ο ενισχυμένος ιδεολογικός-πολιτικός ρόλος είναι παρών τόσο στις τεχνικοοικονομικές όσο και στις θεωρητικές-ανθρωπιστικές σχολές. Και είναι παρών τόσο στο ιδεολογικό περίβλημα των παρεχόμενων γνώσεων, όσο και στο σκληρό πυρήνα τους (περιεχόμενο σπουδών, μαθημάτων και βιβλίων, «γεωγραφία» σχολών και τμημάτων, φιλοσοφική γενίκευση των επιστημονικών συμπερασμάτων κ.λπ.). Με αυτή την έννοια, για το ΝΑΡ και τη ν.ΚΑ είναι καθαρό το εξής: το φοιτητικό κίνημα είναι αδύνατον να «πάει μακριά», να αμφισβητήσει στην καρδιά του το αστικό πανεπιστήμιο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού και να σηματοδοτήσει βαθύτερα ρεύματα ριζοσπαστικοποίησης αν δεν αντιπαρατεθεί με πλούσιο και καθολικό τρόπο και σε αυτή την πλευρά του Ε.Π.
Αυταρχικό πλαίσιο λειτουργάς
Στο Ε.Π. η καθυπόταξη του φοιτητικού σώματος επιχειρείται να γίνει με πολύ πιο αποτελεσματικό τρόπο από ό,τι στην παλαιότερη μορφή του πανεπιστημίου. Οι σχέσεις ανταλλαγής, η εμπέδωση του ανταγωνισμού, η άμεση προσαρμογή στις ανάγκες της αγοράς και του κέρδους, η ανταπόκριση στα κριτήρια και χρονοδιαγράμματα που θέτουν οι ανάγκες της επιχειρηματικής λειτουργίας του πανεπιστημίου, με την απειλή της διαγραφής (εσωτερίκευση των κανόνων της αγοράς: απειλή της ανεργίας, πλήρης υποταγή στις απαιτήσεις των εργοδοτών), το διαρκές τρέξιμο και κυνήγι πιστωτικών μονάδων, η διαγραφή όσων παρεκκλίνουν από τις νόρμες, υποτάσσουν το φοιτητή βαθύτερα στο Ε.Π. (και εν τέλει στο σύστημα) και είναι καθοριστικός μηχανισμός ελέγχου του. Στη βάση αυτής της αλλαγής συνείδησης εξαπλώνονται και οι θεσμοί τύπου εσωτερικών κανονισμών κ.λπ., έτσι ώστε να εξασφαλίζεται ακόμα περισσότερο η «εύρυθμη» λειτουργία.
Το αυταρχικό πλαίσιο λειτουργίας συμπληρώνεται με την κατάργηση του ασύλου, με τη μετατροπή του από εφαλτήριο αγώνων και κατάκτηση του κινήματος σε άσυλο για τις επιχειρήσεις και την εκμετάλλευση, ώστε να διασφαλίζεται η ομαλή επιχειρηματική λειτουργία του πανεπιστημίου. Με τον ίδιο τρόπο η ποινικοποίηση των αγώνων προς «παραδειγματισμό» και τρομοκράτηση του φ.κ. εκφράζεται τόσο με μηνύσεις προς αγωνιστές όσο και κεντρικά, με την πρόταση για ποινική δίωξη όσων παρακωλύουν την «εύρυθμη» λειτουργία των πανεπιστημιακών οργάνων.
Φοιτητές
Πρόκειται για ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της νεολαίας (διεύρυνση της τριτοβάθμιας ή μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, με αλλαγή όμως του ρόλου των αποφοίτων της, δίνοντας έμφαση στην καλλιέργεια δεξιοτήτων και μια βασική τάση προς εξειδίκευση), που συγκροτείται όλο και περισσότερο με βάση την εργασιακή του προοπτική.
Το φοιτητικό σώμα είναι ταξικά διχασμένο ανάμεσα σε μια μειοψηφία που, σε διαπλοκή με τους μηχανισμούς του επιχειρηματικού πανεπιστημίου και τους ευρύτερους κοινωνικοπολιτικούς μηχανισμούς- θα έχει ως εργασιακή προοπτική διευθυντικές θέσεις στην παραγωγή και όχι μόνο, και στην πλειοψηφία, που θα ενταχθεί στην «αγορά εργασίας» με όρους μισθωτής εργασίας και με τις διαβαθμίσεις που αυτό συνεπάγεται (κύρια επιστημονικό προλεταριάτο, αλλά και μικρομεσαία στρώματα). Το ΕΠ δεν αποτελεί κατά κανόνα μηχανισμό κοινωνικής ανέλιξης. Η γενιά που βγήκε από τα πανεπιστήμια την τελευταία δεκαετία, είναι η πρώτη γενιά στη σύγχρονη Ελλάδα που εντάσσεται στην παραγωγή με χειρότερους όρους από τους γονείς της, ενώ η ένταση των ταξικών φραγμών πετάει στα επαγγελματικά λύκεια και στα ψίχουλα των ειδικεύσεων ολοένα και περισσότερα παιδιά εργατικής καταγωγής.
Μέσα στο πανεπιστήμιο δεν συγκροτούνται σχέσεις άκαμπτης ιεραρχίας μεταξύ της «έδρας» (μοναδικού φορέα της επιστημονικής αλήθειας) και του εκπαιδευόμενου, αλλά σχέσεις οιονεί μισθωτής εργασίας. Οι φοιτητές ανταλλάσσουν το χρόνο της εκπαίδευσής τους (μέσα από τις «επιλογές» που προσφέρουν τα ευέλικτα προγράμματα σπουδών), τον καλό βαθμό (που πλέον μεταφράζεται σε υλικούς όρους, μόρια κ.ά), την είσοδο στο «καλό μεταπτυχιακό» και εν γένει έναν καλό ατομικό φάκελο δεξιοτήτων, με αντάλλαγμα την ομαλή λειτουργία του πανεπιστημίου και την εκπλήρωση των «υποχρεώσεων» τους μέσα στα χρονικά όρια που ορίζονται ώστε να μεγιστοποιούν την απόδοση της «εταιρίας». Πρόκειται, δηλαδή, για μια σχέση που χαρακτηρίζεται από «ελευθερίες» αλλά όχι από ισότητα, καθώς οι δύο πόλοι της σχέσης είναι εκ των προτέρων προσδιορισμένοι, όπως συμβαίνει και στην αγορά της «ελεύθερης εργασίας». Οι σχέσεις αυτές, που τις ονομάζουμε σχέσεις οιονεί μισθωτής εργασίας, επιτρέπουν την επιχειρηματική λειτουργία του πανεπιστημίου, αλλά και προετοιμάζουν ιδεολογικά το φοιτητή για τον μέλλον της μισθωτής εργασίας.
Βέβαια δεν πρέπει κανείς να παραγνωρίζει και την όλο και αυξανόμενη άμεση συμμετοχή των προπτυχιακών φοιτητών στις επιχειρηματικές δραστηριότητες του πανεπιστημίου, όπως συμμετοχή σε ερευνητικά προγράμματα, εργασίες και διπλωματικές που είναι κομμάτια από πρότζεκτ και φυσικά τις πρακτικές ασκήσεις, όπου οι φοιτητές πραγματικά πουλάνε την εργασιακή τους δύναμη με ή χωρίς μισθολογικό αντάλλαγμα.
Ταυτόχρονα, όμως, έχουμε τη δημιουργία ενός κομματιού μέσα στο φοιτητικό σώμα που εμφανίζει σχέσεις εξάρτησης με τις νέες δομές που παγιώνονται, με αποτέλεσμα να υπερασπίζεται τη νέα κατάσταση από τη σκοπιά των υλικών του συμφερόντων, ευελπιστώντας να ενταχθεί στο μειοψηφικό εκείνο τμήμα των απόφοιτων που θα στελεχώσουν επιτελικές θέσεις στην «παραγωγή» (υλική και μη) και την κοινωνία.
Γίνεται, λοιπόν, σαφές με βάση την ταξική προοπτική των αποφοίτων, ότι δεν υπάρχει ενότητα των φοιτητικών συμφερόντων (μία ενιαία κατανομή εργασιακής προοπτικής που να εκφράζεται από ένα φάσμα πολιτικών παρατάξεων, από το συσχετισμό του Δ.Σ του Φοιτητικού Συλλόγου, την πάλαι ποτέ ΕΦΕΕ κτλ). Αντίθετα, από την πλευρά μας απαιτείται πιο συνολικός πολιτικός λόγος για να εκφράσουμε τη νέα εργατική βάρδια και τα συμφέροντά της μέσα από ένα φοιτητικό κίνημα εργατικής κατεύθυνσης.
3. ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΔΟΜΗ
Το «πανεπιστήμιο–επιχείρηση» αποτελεί πτυχή του επιχειρηματικού πανεπιστημίου, αναφέρεται στη δομή του και την εισαγωγή επιχειρηματικών-ανταποδοτικών κριτηρίων σε κάθε πλευρά της λειτουργίας του.
Η πιο σαφής διατύπωση αυτού του ρόλου σε νομοθετικό επίπεδο είναι η πρόταση (παλαιότερα και νομοσχέδιο) για οικονομική και διοικητική αυτοτέλεια των πανεπιστημίων. Η γενική ιδέα γύρω από την οποία στρέφεται το μοντέλο της οικονομικής και διοικητικής αυτοτέλειας του πανεπιστημίου είναι η ένταξή του σε αυτή την γκρίζα ζώνη μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού, όπου το καθοριστικό δεν είναι η τυπική/νομική μορφή που έχει το ιδιοκτησιακό καθεστώς αλλά τα ιδιωτικοοικονομικά-ανταποδοτικά (δηλαδή, αγοραία, καπιταλιστικά) κριτήρια λειτουργίας. Το κράτος μετατρέπεται σε κράτος στρατηγείο-εγγυητή των αγορών και των όρων εκμετάλλευσης/κερδοφορίας του κεφαλαίου. Στα πλαίσια αυτά, το πανεπιστήμιο δεν χρηματοδοτείται επαρκώς από το κράτος και πρέπει να επιβιώσει μόνο του.
Στα πλαίσια της οικονομικής αυτοτέλειας του πανεπιστημίου, αυτό αναζητά πόρους για τη λειτουργία του από διάφορες επιχειρήσεις, είτε από κοινοτικά προγράμματα, προσφέροντας για αντάλλαγμα το ερευνητικό δυναμικό των πανεπιστημίων ως φτηνά εργατικά χέρια και μυαλά, προσαρμόζοντας κατάλληλα τα προγράμματα σπουδών και παράγοντας πατέντα που θα χρησιμοποιήσει η επιχείρηση. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι οι επιχειρήσεις δεν προτιμούν απαραίτητα τη διεξαγωγή εφαρμοσμένης έρευνας, αλλά πολύ συχνά χρηματοδοτούν-κατευθύνουν και τη βασική και χρησιμοποιούν τα αποτελέσματά της. Χτυπητό παράδειγμα ανταποδοτικής λειτουργίας είναι η χρηματοδότηση από το κοινοτικό πρόγραμμα ΠΥΘΑΓΌΡΑΣ ΙΙ. Το πανεπιστήμιο ή το ΔΕΠ, για να πάρει τα χρήματα, πρέπει να αναζητήσει και να βρει μια εταιρία η οποία να ενδιαφέρεται για τα αποτελέσματα της έρευνας που θα διεξαχθεί.
Κεντρικό ρόλο στη διαδικασία αυτή παίζουν οι Ειδικοί Λογαριασμοί Κονδυλίων Έρευνας, οι οποίοι αποτελούν στην ουσία έναν παράλληλο προϋπολογισμό των πανεπιστημίων που συνδέεται άμεσα με την εμπορική τους επιτυχία, και μάλιστα είναι ιδιαίτερα ευέλικτος ως προς τη διαχείρισή του (έχει οικονομική αυτοτέλεια από το κράτος και εξάρτηση από την αγορά). Οι ΕΛΚΕ αποτελούν ένα είδος φορολογίας που πληρώνουν οι επιχειρηματικές μονάδες των πανεπιστημίων (και μάλιστα όχι όλες, αλλά μόνο όσες εντάσσονται κανονικά στις δομές του πανεπιστημίου) στο συλλογικό ρυθμιστή-πανεπιστήμιο επιχείρηση, το οποίο με τη σειρά του χρηματοδοτεί τις μη κερδοφόρες πλευρές της λειτουργίας του.
Ο έλεγχος και η διαχείριση των πόρων στο πανεπιστήμιο επιχείρηση περνά από την εισαγωγή manager ή από την «αναβάθμιση» των μεγαλοκαθηγητών σε manager. Σε αυτά τα πλαίσια, οι υπάρχουσες διοικητικές δομές (π.χ. σύγκλητος) επιφορτίζονται και με το ρόλο της οικονομικής διαχείρισης των ιδρυμάτων.
Το πανεπιστήμιο επιχείρηση, για να περιορίσει τα «έξοδά» του,  κόβει μεγάλο μέρος της χρηματοδότησης για τη φοιτητική μέριμνα, με αποτέλεσμα περικοπές στη σίτιση, εισαγωγή ενοικίων στις εστίες και της έννοιας της ανταποδοτικής εργασίας προκειμένου κάποιος να έχει το δικαίωμα να μείνει σε εστία. Στα πλαίσια της εύρυθμης λειτουργίας της «επιχείρησης», εισάγονται εσωτερικοί κανονισμοί τόσο στις εστίες όσο και στα πανεπιστήμια. Με την ίδια λογική εισάγονται δίδακτρα στα μεταπτυχιακά, καταργούνται τα δωρεάν συγγράμματα και εμπεδώνεται τελικά η λογική του «πλήρωνε». Σε ένα τέτοιο «περιβάλλον» είναι πολύ περισσότερο που δε χωρούν έννοιες όπως αυτή του πανεπιστημιακού ασύλου.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο δομής και λειτουργίας αναπτύσσονται και σχέσεις μισθωτής εργασίας μέσα στο πανεπιστήμιο. Οι τελευταίες είναι κυρίαρχες σε μεταπτυχιακό–ερευνητικό επίπεδο, ωστόσο εμφανίζονται ως τάση και στο προπτυχιακό.
Σε μεταπτυχιακό επίπεδο οι φοιτητές ή οι υποψήφιοι διδάκτορες, βρίσκονται σε καθεστώς εκμετάλλευσης, εργαζόμενοι με εργοδότες τους καθηγητές χωρίς να αμείβονται, αντίθετα μάλιστα πολλές φορές πληρώνοντας. Προκειμένου να αποκτήσουν ακόμα ένα τίτλο προσόντων –ελπίζοντας ότι αυτό θα τους εξασφαλίσει μια θέση εργασίας- δουλεύουν πάνω σε αντικείμενα που έχουν καθορίσει και θα εκμεταλλευτούν οι επιχειρήσεις ή οι καθηγητές (δημοσιεύσεις). Ταυτόχρονα είναι υποχρεωμένοι να επωμιστούν ένα κομμάτι του διδακτικού έργου, αμειβόμενοι με 3 ευρώ την ώρα ή και καθόλου.
Στους εργαζομένους του πανεπιστημίου εισβάλουν οι ελαστικές εργασιακές σχέσεις (συμβάσεις, ημιαπασχόληση, 407). Μεγάλο κομμάτι του ερευνητικού δυναμικού του πανεπιστημίου δουλεύει με σύμβαση, με ελαστικές σχέσεις εργασίας και διατηρείται σε καθεστώς ομηρίας από τους καθηγητές. Εξαναγκάζονται να φέρουν σε πέρας μεγάλο κομμάτι του διδακτικού έργου, χωρίς να αμείβονται γι’ αυτό.
Σε προπτυχιακό επίπεδο, αυτές εμφανίζονται με τις διπλωματικές (ή άλλες εργασίες), οι οποίες αποτελούν τμήματα project και οι φοιτητές που τις εκπονούν πληρώνονται γι’ αυτές είτε σε χρήμα (σπάνια) είτε σε είδος. με την υπόσχεση να απασχοληθούν αργότερα στον ίδιο καθηγητή ως διδακτορικοί ή υπάλληλοί του. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων που οι φοιτητές δεν αμείβονται, πρόκειται για μαύρη εργασία και εκμετάλλευση του δυναμικού του πανεπιστημίου τόσο σε έμψυχο δυναμικό όσο και σε υλικοτεχνική υποδομή.
Μισθωτές σχέσεις εργασίας εμφανίζονται πιο έντονα στην πρακτική άσκηση που έως τώρα ήταν γενικευμένη κυρίως στα ΤΕΙ, αλλά υπάρχει και με διάφορες μορφές και στα ΑΕΙ (ΠΑΠΕΙ, Πάντειος κ.ά.) και θα ενταθεί με τη σύνδεσή τους με τις πιστωτικές μονάδες. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, οι φοιτητές κάνοντας την πρακτική τους δεν παίρνουν χρήματα, απλά μαζεύουν πιστωτικές μονάδες και ταυτόχρονα καταρτίζονται στο αντικείμενο που θέλει ο εργοδότης. Πρόκειται σαφώς για μια εξαιρετικά αντιδραστική σχέση εργασίας όπου: α) παρέχονται σχεδόν δωρεάν εργαζόμενοι στο κεφάλαιο β) οι φοιτητές –με δικό τους κόστος σε κόπο και χρόνο– προσαρμόζονται στις ανάγκες της παραγωγής.
Ιδιαίτερο είναι το καθεστώς όσων απασχολούνται σε κάποιο project. Πρόκειται για μια εξάμηνη συνήθως σύμβαση, χρηματοδοτούμενη από κάποια επιχείρηση. Είναι μια έρευνα αποσπασματική, αφού κάποιος άλλος την έκανε πριν και κάποιος άλλος θα τη συνεχίσει μετά τη λήξη της σύμβασης και τα αποτελέσματα της οποίας είναι άμεσα χρησιμοποιήσιμα από την εταιρία. Συνήθως μετά τη λήξη της σύμβασης τα αποτελέσματα από διάφορα παράλληλα project συγκεντρώνονται και γίνονται οι ημερίδες με τις εταιρίες.
Στα πλαίσια του πανεπιστημίου επιχείρηση είναι αναμενόμενο να υπάρχουν και οι διάφορες επιχειρηματικές μονάδες, οι οποίες λειτουργούν παράλληλα ή έξω από την «ακαδημαϊκή δομή» του πανεπιστημίου, όπως τα γραφεία διασύνδεσης, τα τεχνολογικά πάρκα, οι τεχνοβλαστοί-spin off εταιρείες.
Στόχος των γραφείων διασύνδεσης είναι να αποτελέσουν το δίαυλο που θα ενώνει τις ανάγκες των «κοινωνικών εταίρων» – επιχειρήσεις με τα εκπαιδευτικά ιδρύματα και το αντίστροφο. Δηλαδή, οι ανάγκες των επιχειρήσεων διοχετεύονται στο πανεπιστήμιο, έτσι ώστε να προσαρμοστεί καλύτερα σε αυτές, «για το καλό των αποφοίτων του», και παράλληλα οι φοιτητές έχουν τη δυνατότητα να έρθουν σε επαφή με την αγορά εργασίας, μέσω της δημοσίευσης αγγελιών των εταιριών ή μέσα από τη συνδιοργάνωση σεμιναρίων-ημερίδων με τις επιχειρήσεις.
Η πιο ακραία (αλλά όχι περιθωριακή πολιτικά) εκδοχή του επιχειρηματικού πανεπιστημίου, είναι το «ελεύθερο εμπόριο των υπηρεσιών εκπαίδευσης», δηλαδή η ένταξη της εκπαίδευσης στους κανονισμούς ανταγωνισμού του ΠΟΕ μέσω της συνθήκης GATS. Η πλήρης εφαρμογή αυτής της συνθήκης όχι μόνο θα ανοίξει το δρόμο για την εξάπλωση των ιδιωτικών πανεπιστήμιων, αλλά θα πρέπει να τηρούνται όροι ίσου ανταγωνισμού, δηλαδή να μην υπάρχει κρατική χρηματοδότηση στα δημόσια. Η ανάπτυξη των ιδιωτικών πανεπιστημίων αποτελεί βασικό ζήτημα, γιατί αποτελεί το μέσον για τον αδιαμεσολάβητο έλεγχο της γνώσης από τον ατομικό κεφαλαιοκράτη.

Οι κατευθύνσεις της Ε.Ε. για την εκπαίδευση

Βασικός στόχος της εκπαιδευτικής πολιτικής της Ε.Ε., έτσι όπως έχει περιγραφεί στις κατά καιρούς διακηρύξεις της, και πιο γλαφυρά στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισσαβόνας το 2000, είναι «να καταστεί η Ε.Ε. η ανταγωνιστικότερη και δυναμικότερη οικονομία της γνώσης ανά την υφήλιο». Ένα ολόκληρο πλέγμα θεσμών, οργανισμών, αρχών και επιτροπών «διασφάλισης ποιότητας» έχει εφευρεθεί και επιστρατευτεί προκειμένου μέχρι το 2010 (έτος ορόσημο για τις ευρωπαϊκές συμφωνίες για την παιδεία) η τριτοβάθμια (και τελικά όχι μόνο) εκπαίδευση να έχει μπει για τα καλά στο δρόμο της πιο έντονης από ποτέ εξάρτησής της από τους «νόμους» της αγοράς. Τον ακρογωνιαίο λίθο αυτής της προσπάθειας έβαλε η διακήρυξη της Μπολόνια, στην οποία αναγνωρίστηκε η «ανάγκη» σύγκλισης των ευρωπαϊκών συστημάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης προς την κατεύθυνση δημιουργίας του Κοινού Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης – Κ.Ε.Χ.Α.Ε (συνέχεια και επέκταση αυτού είναι ο Ευρωπαϊκός Χώρος Έρευνας και Καινοτομίας- βλ. Ευρ. Συμβούλιο Λισσαβόνας). Οι διαδικασίες της Αξιολόγησης και της Διασφάλισης της Ποιότητας είναι αυτές οι οποίες θα κρίνουν, θα συγκρίνουν, θα κατατάξουν τα πανεπιστημιακά (και τεχνολογικά) ιδρύματα και τελικά θα διαμορφώσουν με αυτά ένα νέο «χάρτη», με γνώμονα το βαθμό στον οποίο ανταποκρίνονται σε κριτήρια επιχειρηματικότητας-ανταποδοτικότητας.
Η Αξιολόγηση θα αφορά κάθε πλευρά του πανεπιστημίου (πρόγραμμα σπουδών, ερευνητικά προγράμματα κ.ο.κ) και βέβαια το έμψυχο δυναμικό του, διδάσκοντες και διδασκόμενους, ενώ θα αποτελεί τον πιο εμπεριστατωμένο οδηγό για κάθε επίδοξο χρηματοδότη του (κράτος και ιδιώτες). Στις κατευθύνσεις της Ε.Ε. σαφέστατα εμφανίζεται η ανάγκη να αξιολογείται, να ποσοτικοποιείται, να πιστοποιείται καθετί που αφορά το πανεπιστήμιο. Στην ανάγκη αυτή απαντά και το Ευρωπαϊκό Σύστημα Ακαδημαϊκών (Πιστωτικών) Μονάδων μεταφερόμενων σε όλη την Κοινότητα (European Credit Transfer System-ECTS). Κάθε μάθημα που περνά ο φοιτητής, κάθε τίτλος που αποκτά αντιστοιχίζεται σε συγκεκριμένο αριθμό πιστωτικών μονάδων. Αλλά και αργότερα, σαν εργαζόμενος πλέον, ο απόφοιτος δεν θα σταματήσει να μαζεύει credits για να τα προσθέτει στο «σακούλι» που ακούει στο όνομα  Συμπλήρωμα Διπλώματος (Diploma Supplement). Το Συμπλήρωμα Διπλώματος όχι απλά δεν θα λειτουργεί «συμπληρωματικά» ως προς το δίπλωμα-πτυχίο αλλά επί της ουσίας θα το αντικαθιστά: το πτυχίο δεν θα είναι η μόνη προϋπόθεση για να βρει ο απόφοιτος δουλειά, αντίθετα ο τελευταίος θα πρέπει διαρκώς να πλουτίζει τον ατομικό του φάκελο προσόντων με καινούριες μονάδες οι οποίες θα του απονέμονται ανάλογα με το τι και πόσα μεταπτυχιακά έχει κάνει, τι και πόσα σεμινάρια και προγράμματα κατάρτισης έχει παρακολουθήσει, κ. λπ. Το Συμπλήρωμα Διπλώματος λοιπόν είναι άρρηκτα δεμένο με την έννοια της Διά Βίου Μάθησης, του φαύλου κύκλου της επανακατάρτισης–πιστοποίησης–ανεργίας, ενώ θα αποτελεί και συστατική έννοια για τη διαμόρφωση του Ευρωπαϊκού Πλαισίου Επαγγελματικών Προσόντων (European Qualifications Framework). Στόχος του Ε.Π.Ε.Π., στα πλαίσια της μοντελοποίησης των σπουδών και των δεξιοτήτων, είναι να αποδώσει σε κάθε απόφοιτο μια «ταυτότητα» επαγγελματική και ακαδημαϊκή, κατατάσσοντας τον σε ένα από τα οχτώ επίπεδα του Πλαισίου, από το σχολείο μέχρι το διδακτορικό. Πρόκειται για έναν πολύ βασικό άξονα στην υλοποίηση της διαδικασίας της Μπολόνια, στο επίκεντρο της οποίας βρίσκεται το ζήτημα της συμβατότητας και της «διαφάνειας» των συστημάτων αναγνώρισης προσόντων ανά την Ευρώπη και, ως εκ τούτου, το ζήτημα της κινητικότητας των αποφοίτων εντός Ε.Ε. Ως προς το τελευταίο, προγράμματα όπως τα Socrates και Erasmus (κινητικότητα μέσα στα πανεπιστήμια) ή το Leonardo (κινητικότητα μεταξύ πανεπιστημιακής και επιχειρηματικής κοινότητας), καθώς και ο νέος θεσμός του Ευρωδιαβατηρίου –Europass (τίτλοι και κινητικότητα σε επίπεδο μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και κατάρτισης), αποτελούν μερικούς από τους βασικούς κόμβους. Αναμφίβολα, η Μπολόνια (μαζί και με άλλες συνόδους, Πράγας, Βερολίνου) σχημάτισε στις κατευθύνσεις της ένα καταστατικό της αναδιάρθρωσης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση:αξιολόγηση, πιστωτικές μονάδες, αναδιατάξεις στη διάρθρωση (σπονδυλωτό σύστημα μαθημάτων) και τη διάρκεια των σπουδών, κύκλοι σπουδών κ.λπ.

ΟΙ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΤΗΣ Ε.Ε. ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. ΟΙ ΠΡΟΩΘΟΥΜΕΝΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ

Η ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΑΡ. 16
Η προωθούμενη αναθεώρηση του αρ. 16Σ αποτελεί κομβικό πυλώνα για την εφαρμογή των κατευθύνσεων της Ε.Ε. στην Ελλάδα. Η άρση των φραγμών της καπιταλιστικής κερδοφορίας που διαπνέει την συνταγματική αναθεώρηση στο σύνολο της αποτυπώνεται ειδικά με στόχο τη διεύρυνση της «εκπαιδευτικής αγοράς» στο άρθρο 16. Αποτελεί την πιο βαθιά τομή, από καταβολής αναθεωρήσεων. Εκτός της γνωστής παραμέτρου της δυνατότητας ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων, οι κατευθύνσεις που τίθενται στην αιτιολογική έκθεση της κυβερνητικής πρότασης για το σύνολο της εκπαίδευσης, δημόσιας ή ιδιωτικής, διατυπώνουν ρητά ως στόχο τη δημιουργία μιας νέας αγοράς της εκπαίδευσης, στην υπηρεσία της αγοράς εργασίας, πρωτίστως δε στην υπηρεσία του στρατηγικού στόχου του ελληνικού κεφαλαίου για αναβαθμισμένο ρόλο στην περιοχή των Βαλκανίων και συνεπώς στο διεθνή ανταγωνισμό.
Η αναθεωρημένη διάταξη θα περιλαμβάνει νέα ρύθμιση στην οποία θα οριοθετείται «η έννοια της ανώτατης εκπαίδευσης κατά τρόπο που να παρέχει βάση για την ορθολογική ανάπτυξή της, ώστε να αντανακλά τις νέες εξελίξεις που έχουν ως σήμερα συντελεστεί όσον αφορά την καθιέρωση του πανεπιστημιακού και του τεχνολογικού τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης», ενώ εισάγεται παράγραφος μέσω της οποίας «θα κατοχυρώνεται συνταγματικά το σύστημα διασφάλισης της ποιότητας στην ανώτατη εκπαίδευση, δημόσια ή μη» (βλέπε συνταγματική κατοχύρωση της αξιολόγησης). Σε ίδια λογική κινείται και το ΠΑΣΟΚ, προτείνοντας «ενιαίο σύστημα πιστοποίησης».
Η αναθεώρηση του άρθρου 16, στο βαθμό που περάσει και εφαρμοστεί, είναι μια πολύ σημαντική αντιδραστική τομή, που έρχεται και «κουμπώνει» και δίνει νέα ώθηση στο επιχειρηματικό δημόσιο πανεπιστήμιο, στο προωθούμενο κυβερνητικό νόμο – πλαίσιο, σε αντίστοιχες αλλαγές στη μέση εκπαίδευση (υπάρχουν και το πόρισμα του ΕΣΥΠ και οι δηλώσεις της Γιαννάκου για αλλαγή του τρόπου εισαγωγής) με τις αναδιαρθρώσεις στην αγορά εργασίας και την προώθηση του απασχολήσιμου – καταρτισμένου – εκπαιδεύσιμου, με την εφαρμογή της στρατηγικής της Ε.Ε., όπως αποτυπώνεται στην Μπολώνια και τη Λισαβόνα, αλλά και τις γενικές κατευθύνσεις του ΟΟΣΑ και του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου για την GATS.\
Η ύπαρξη ιδιωτικών πανεπιστημίων θα χρησιμεύσει ως μοχλός πίεσης προς τα δημόσια, ούτως ώστε αυτά να προσαρμοστούν πλήρως στα κριτήρια της αγοράς. Η παρεχόμενη γνώση στα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα είναι ακόμα περισσότερο υποταγμένη στις ανάγκες της αγοράς, στην κυρίαρχη ιδεολογία και στον αστικό «ορθολογισμό».
Η αξιολόγηση Ιδιωτικών και Δημόσιων Πανεπιστημίων θα πιέσει τα δημόσια να υποταχτούν με πιο έντονο τρόπο στις απαιτήσεις της αγοράς σχετικά με τους αποφοίτους που παράγουν, με αποτέλεσμα τις οριζόντιες και κάθετες διασπάσεις των τμημάτων, την εισαγωγή ειδικεύσεων μιας χρήσης και εξειδικευμένων μαθημάτων και την εντατικοποίηση του ρυθμού σπουδών. Επιπλέον τα ιδιωτικά θα συντελέσουν στην υποβάθμιση των εργασιακών δικαιωμάτων συνολικά των αποφοίτων της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, καθώς θα οξύνουν τον ανταγωνισμό μεταξύ πτυχίων διαφορετικών ταχυτήτων (ΙΕΚ, ΚΕΣ, ΤΕΙ, ΑΕΙ, ιδιωτικές σχολές).
Πρώτο, η ενίσχυση της τάσης άμεσης υποταγής των ΑΕΙ στις ανάγκες του κεφαλαίου, η καταρράκωση κάθε έννοιας ακαδημαικής ελευθερίας και εξυπηρέτησης κοινωνικών αναγκών. Το χτύπημα του φοιτητικού κινήματος και του πανεπιστημιακού ασύλου, έννοιες ασύμβατες με την ιδιωτική παιδεία.
Δεύτερο, η αύξηση των ταξικών φραγμών και των κοινωνικών διαχωρισμών και μέσα στα ΑΕΙ, κυρίως μέσω της κατηγοριοποίησης των ιδρυμάτων. Για τα παιδιά των εργαζομένων θα υπάρχουν κυρίως τα «μαγαζάκια», ιδιωτικά ή δημόσια, ενώ για οτυς λίγους και εκλεκτούς οι «σχολές αριστείας» και τα πανάκριβα μεταπτυχιακά.
Τρίτο, θα αυξηθούν κατακόρυφα τα έξοδα για σπουδές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, καθώς, πέρα από τα δίδακτρα στα ιδιωτικά, θα περικοπούν και τα δικαιώματα στη δημόσια παιδεία (σίτιση, στέγαση, συγγράματα κ.τ.λ.), ενώ δεν αποκλείονται σε μια πορεία και τα δίδακτρα στα δημόσια. Ήδη στη συντριπτική πλειοψηφία των μεταπτυχιακών καταβάλλουν δίδακτρα.
Τέταρτο, θα υπάρξει μεγάλη υποβάθμιση των σπουδών, διάλυση της έννοιας του ενιαίου επιστημονικού περιεχομένου και του πτυχίου με αξία και εργασιακά δικαιώματα, καθώς τα ιδιωτικά θα πρωτοστατήσουν στη μερικότητα – κατάρτιση – εξειδίκευση των προγραμμάτων σπουδών, πιθανώς σε τρίχρονη διάρκεια (όπως πιέζει η ΕΕ), προσαρμοζόμενα πιο άμεσα στις ανάγκες της «αγοράς εργασίας» δηλαδή του κεφαλαίου για φτηνό μισοειδικευμένο και αναλώσιμο επιστημονικό ή τεχνολογικό προσωπικό. Θα πιέσουν έτσι και τον κύριο όγκο των δημοσίων. Πρόκειται για βίαιη προσπάθεια του κεφαλαίου να υποτιμήσει την ανερχόμενη αξία της εργατικής δύναμης, να καθηλώσει την δυναμική της αμφισβήτησης της ατομικής ιδιοκτησίας και του αστικού καταμερισμού εργασίας.
Πέμπτο, θα προωθηθεί η γενική απορρύθμιση των σπουδών και η έννοια του πανεπιστημίου όπως την ξέραμε μέχρι τώρα, αφού θα κυριαρχήσει παντού το σύστημα πιστωτικών μονάδων. Δηλαδή ο νέος δεν θα παίρνει πτυχίο, με ενσωματωμένα επιστημονικό επίπεδο γνώσης και αντίστοιχα εργασιακά δικαιώματα, αλλά θα συγκεντρώνει ψηφίδες γνώσεις, συχνά κάνοντας και οριζόντιες διαδρομές μέσα από σχολές (ιδιωτικές ή δημόσιες, πανεπιστημιακές ή απλά μεταλυκειακές). Διαμορφώνεται έτσι ένας κατακερματισμός της γνώσης, μια γενιά αμόρφωτων μισοειδικευμένων «επιστημόνων», χωρίς συλλογικά δικαιώματα, ναυαγοί της ατομικής διαπραγμάτευσης, σε μια θάλασσα πτυχίων, κατατάξεων, δια βίου πιστοποιήσεων, ελέγχου και εξετάσεων.
ΝΟΜΟΣ- ΠΛΑΙΣΙΟ
Ο νέος νόμος – πλαίσιο καθορίζει ένα ανταποδοτικό και αυταρχικό πλαίσιο λειτουργίας του πανεπιστημίου ώστε να εξασφαλίζεται η ομαλή διεξαγωγή των λειτουργιών του Ε.Π. Επιχειρείται η «απαλλαγή» του Ε.Π. από τις τάσεις αντίστασης και αναχαίτισης της επιχειρηματιοκοποίησης, διαμορφώνεται το θεσμικό πλαίσιο της οικονομικής αυτοτέλειας και της άμεσης και συνολικής σύνδεσης του πανεπιστημίου με τις επιχειρήσεις, επιχειρείται η πλήρης προσαρμογή της πλειοψηφίας των φοιτητών στους κανόνες της εύρυθμης λειτουργίας του Ε.Π. Τέλος εξασφαλίζοντας όλα τα παραπάνω, προετοιμάζει το έδαφος για τις άλλες επιθετικές τομές της εκπαιδευτική μεταρρύθμισης. Οι αλλαγές του νέου νόμου- πλαίσιο εντάσσονται στους παρακάτω άξονες.
Οικονομική αυτοτέλεια- ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια λειτουργίας
Το μοντέλο της οικονομικής και διοικητικής αυτοτέλειας στηρίζεται στην ένταξη του πανεπιστημίου σε μία ανταγωνιστική αγορά εκπαίδευσης όπου τα επιχειρηματικά- ανταποδοτικά κριτήρια καθορίζουν τη στενή σχέση και αλληλοδιαπλοκή του πανεπιστημίου με το κεφάλαιο. Το πανεπιστήμιο πρέπει να επιβιώσει μόνο του στον άκρατο ανταγωνισμό με χρηματοδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό, την ΕΕ και τα κονδύλια των επιχειρήσεων που θα εξαρτάται από την «απόδοση» της εκπαιδευτικής και ερευνητικής του διαδικασίας. Με αυτή τη λογική θα συντάσσεται 4ετές πρόγραμμα με την πολιτεία με προβλεπόμενο όριο στην κρατική χρηματοδότηση ενώ την ευθύνη της κατανομής και ανεύρεσης πόρων θα φέρει είτε ο manager είτε οι υπάρχουσες διοικητικές δομές (τμήμα, σύγκλητος) με τα επιχειρηματικά κριτήρια λειτουργίας. Η κατάργηση των δωρεάν συγγραμμάτων απαλλάσσει το πανεπιστήμιο από ένα βάρος φοιτητικών παροχών  (δεδομένου και ότι ο κρατικός προϋπολογισμός έχει ένα πλαφόν) μεταφέροντας το κόστος στις πλάτες των φοιτητών. Στο ν/σχ που θα δημοσιοποιηθεί αναφέρεται ότι κάθε πανεπιστήμιο θα καθορίζει με εσωτερικό κανονισμό την περικοπή συγγραμμάτων και την κατεύθυνση των πόρων. Επί της ουσίας, το κράτος απαλλάσσεται από την ευθύνη του να χρηματοδοτεί τα ιδρύματα με βάση τις ανάγκες και το κάθε ίδρυμα πρέπει να εξασφαλίζει χρηματοδότηση με βάση την ανταγωνιστικότητα και την αποδοτικότητα του.
Αξιολόγηση
Βασικό εργαλείο για να εξασφαλίζεται η αποδοτικότητα κάθε ιδρύματος είναι η αξιολόγηση. Με την αξιολόγηση θα ελέγχεται κατά πόσο το πανεπιστήμιο ανταποκρίνεται στις δεσμεύσεις στα 4ετή επιχειρησιακά προγράμματα ενώ ανάλογα με το βαθμό προσαρμογής θα καθορίζεται και η χρηματοδότηση. Δημιουργούνται με αυτό τον τρόπο πανεπιστήμια και ΤΕΙ πολλών ταχυτήτων (με αντίστοιχη κατάταξη των αποφοίτων) στη λογική του ΚΕΧΑΕ.
Αυταρχικό πλαίσιο λειτουργίας
Κάθε πανεπιστήμιο θα συντάσσει εσωτερικό κανονισμό για την πλήρη ενσωμάτωση και πειθάρχιση των φοιτητών στους ¨στόχους¨ και τις διαδικασίες του Ε.Π. με στόχο τη διαμόρφωση της αυριανής νέας εργατικής βάρδιας αλλά και την ομαλή και απρόσκοπτη λειτουργία του Ε.Π. Στους εσωτερικούς κανονισμούς θα καθορίζονται τα προαπαιτούμενα, και η δυνατότητα διπλής εξεταστικής, η αξιοποίηση των κονδυλίων για συγγράμματα. Σε αυτά τα πλαίσια η κατάργηση των «αιώνιων φοιτητών» εισάγει την έννοια της διαγραφής και «δίνει το μήνυμα» ότι δεν επιτρέπονται παρεκκλίσεις από τους κανονισμούς και τα χρονοδιαγράμμτα που θέτει η επιχειρηματική λειτουργία του πανεπιστημίου.
Άσυλο
Η κατάργηση του ασύλου θωρακίζει όλες τις λειτουργίες του Ε.Π. Στο προσχέδιο του νόμου πλαίσιο αλλάζει όχι μόνο το όργανο που αποφασίζει για την άρση του (πρυτανικό συμβούλιο κατά πλειοψηφία) αλλά και ο ορισμός του. Στο νέο ορισμό το άσυλο κατοχυρώνεται για την εκπαίδευση και την έρευνα αντιπαραθετικά προς τους αγώνες. Στόχος είναι το τσάκισμα των φοιτητικών αγώνων, για την εδραίωση του επιχειρηματικού πανεπιστημίου και την παγίωση των πιο αντιδραστικών χαρακτηριστικών του. Το άσυλο μετατρέπεται σε άσυλο για τις επιχειρήσεις, για την παραγωγή της νέας εργατικής βάρδιας, γνώσης και τεχνογνωσίας για το κεφάλαιο. Η αναίρεση της δυνατότητας του ασύλου να λειτουργεί σαν εφαλτήριο αγώνων «διαπαιδαγωγεί» την πλειοψηφία των φοιτητών στην υποταγή και στην ένταξη τους τελικά  στην παραγωγή με τους όρους που θέλει το κεφάλαιο.
πηγη:nkathes

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου